ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε & είδαμε: «Τρεις Ψηλές Γυναίκες»

Της Αργυρώς Τουμάζου

Οι τρεις ψηλές γυναίκες στο έργο του Αμερικάνου συγγραφέα Έντουαρτ Άλμπη, γραμμένο το 1991, δεν είναι τρεις αλλά μία και μοναδική και στο τέλος της ζωής της. Μια πλούσια κωλόγρια των 90 χρονών και κάτι, ιδιότροπη και ισχυρογνώμων. Απ’ αυτές που δεν τις αντέχεις στην πραγματικότητα. «Η μητέρα μου ήταν όντως ανυπόφορη», σχολιάζει ο ίδιος ο συγγραφέας όταν ρωτήθηκε για το αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του θεατρικό του, όμως προσθέτει, «την ηρωίδα μου την βρίσκουν γοητευτική. Θεέ μου τι έχω κάνει … και φαντάζομαι γέλια ν’ ακολουθούν».

Στο θεατρικό σύμπαν του Άλμπη λοιπόν, το πρώτο μέρος εκτυλίσσεται σε πλήρη ρεαλιστική γλώσσα και υπερ-πρόδηλες προθέσεις και επαναλήψεις, όπου και πρωταγωνιστεί με όλους τους τρόπους στη σκηνή, μια ‘ψηλή’, ανήμπορη 90χρονη. Από δίπλα την φροντίζουν και σιγοντάρουν δύο φροντίστριες, μια μεσήλικας οικονόμος και μια νεαρή νομικός, τις οποίες έχει πεθάνει στις παραγγελιές, τις μισοτελειωμένες αναμνήσεις και αφηγήσεις και τις κακίες, μέχρι που τα κακαρώνει(!) προς ανακούφιση πολλών θεατών, που είτε ως μάνα είτε ως πεθερά αναγνωρίζουν το μοντέλο!

Στο δεύτερο μέρος που ουσιαστικά σώζει το θεατρικό, αυτές οι δύο φροντίστριες γίνονται  οι νεότερες εκδοχές της ‘ψηλής’ πίσω στο χρόνο. Μαζί με την υγιέστατη πια ‘ψηλή’ συνομιλούν και οι τρεις τους γύρω από το νεκροκρέβατο της ‘τέως-ψηλής’, ανεβάζοντας απροειδοποίητα μερικά επίπεδα τη γλώσσα και το έργο σ’ ένα μεταφυσικό, υπαρξιακό ξεκαθάρισμα με το χρόνο και την πορεία προς τον θάνατο. Ένα θέμα που απασχολεί διαχρονικά τον συγγραφέα, μετατρέποντας τρόπον τινά σε μια χρονική επεξήγηση όλων των δυσκολιών μιας ζωής που απ’ αλλού ξεκίνησε, απ’ αλλού πέρασε και αυτό-καθορίστηκε για να καταλήξει στο τέλος αυτό το αντιπαθητικό πλάσμα της αρχής...

Επιπλέον, σαν επισκέπτης τρίτης διάστασης και χωρίς μιλιά, περνά από τη νεκρή και ο έκπτωτος γιός της, αυτόν που είχε αποξενώσει και έβριζε για την ομοφυλοφιλία του. Άλλο ένα από τα αυτοαναφορικά κλειδιά του έργου και των προθέσεων του συγγραφέα, πιο υπόγειο μεν αλλά και προφανές ταυτόχρονα.

Πίσω όμως στις νεότερες εκδοχές, τι κι αν η μεσήλικας οικονόμος έχει αποδεχτεί το αναπόδραστο με κυνισμό, ενώ η ανυποψίαστη νεαρότερη δικηγοράκος δεν το πιστεύει, ούτε θέλει βέβαια να καταλήξει ...έτσι! Αφού το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο, μοναδική προτροπή αυτού του παράξενου τρίο είναι η ευτυχία του τώρα, του κάθε τώρα, για την κάθε μια από τις τρεις ψηλές γυναίκες αλλά και όλων μας. Κάτι σαν έργο - «εξορκισμός» όπως το αποκάλεσε ο Άλμπη. Τόσο για την μητέρα του που στο τέλος τη θαύμασε για την φοβερή μάχη της να κρατηθεί στη ζωή ακόμα και μέσα από τη μιζέρια, όσο και για τον εαυτό του όντας ήδη μεσήλικας  όταν το έγραψε.

Άλλες τρεις εμβληματικές γυναίκες του πάλαι-ποτέ ΘΟΚ κάλεσε ο ηθοποιός-σκηνοθέτης Μάριος Μεττής για να ερμηνεύσουν τον Άλμπη: την βετεράνο Αννίτα Σαντοριναίου στον ρόλο της αντιπαθητικής 90χρονης, τη mezzo Στέλλα Φυρογένη ως η μεσήλικας που δείχνει και κατανόηση και τη νέα, αφελώς αισιόδοξη γενιά της Νιόβης Χαραλάμπους. Ένα μεστό ερμηνευτικό τρίο, με την Σαντοριναίου να δίνει βέβαια ρεσιτάλ ρόλου με όλη της την ερμηνευτική γκάμα. Φυρογένη και Χαραλάμπους ερμήνευσαν πιο νεωτεριστικά και με λιγότερες υπερβολές τους ρόλους τους, τονίζοντας ακόμα παραπάνω την διαφορά ηλικίας/χρόνου των ρόλων. Σε αυτήν την ερμηνευτική ισορροπία, η Φυρογένη βγήκε μάλλον υποτονική με νευρωτικά ξεσπάσματα, ενώ από δίπλα πιο ευνοημένη στην αφέλεια και απογοήτευση της η Χαραλάμπους.

Ο νέος Γιάννης Καραουλής έδωσε εξ αρχής ένα άλλο επίπεδο αυτοαναφοράς με το τραγούδι του, ως ο μόνος άνδρας. Παλιά γνωστά μουσικά κομμάτια διασκευασμένα, με τόσο σωστή και ευαίσθητη ερμηνεία, κίνηση μετρημένη αλλά και θηλυκή, μια γλυκανάλατη αίσθηση που μας παρέπεμψε κατευθείαν στον αποξενωμένο γιο καθώς και στον συγγραφέα, εκπληρώνοντας πετυχημένα το εγχείρημα του σκηνοθέτη και προετοίμασε, έστω και λίγο αμήχανα ή άτολμα, για το τραγουδιστικό κρεσέντο του τέλους.  Έτσι ενώ το πρώτο μέρος κούρασε κάπως με τον αργό νατουραλισμό του, το δεύτερο μας τσίγκλησε με περισσότερο ρυθμό, αμεσότητα και κορύφωση για να καταλήξει στο υπέροχο τραγουδιστικό τέλος που το απογειώνει.