ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε και είδαμε: «Mamma mia! Here we go again»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΗΣ

Του Ανδρέα Μαλάη
 
Εάν η σκέψη για τη δημιουργία της ταινίας ήταν να δημιουργηθεί ένα σίκουελ με τα τραγούδια των ABBA που ΔΕΝ συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη ταινία, η αμέσως επόμενη σκέψη θα έπρεπε να είναι πως μάλλον αυτά τα τραγούδια, με εξαίρεση το «Fernando», δεν συμπεριλήφθηκαν για κάποιο λόγο.
 
Όταν, λοιπόν, η πλοκή ορίζεται από μια τέτοια αναγκαιότητα, τότε το σενάριο μοιάζει κάπως αφελές και προδίδει τα «όπλα» του, με αχρειάστη και αναίτια δόση «περιπέτειας», που ξέρεις ήδη από την ώρα που συμβαίνει πως η επόμενη σκηνή θα είναι… ένα ακόμη ιντερλούδιο. Η πλοκή εξυφαίνεται σε δύο χρονικά επίπεδα: την ιστορία της νεαρής Ντόνα και το πώς αυτή κατέληξε στο ελληνικό νησί «Καλοκαίρι» και το παρόν της υπόθεσης, όπου η Σόφι ετοιμάζει τα εγκαίνια του ξενοδοχείου προς τιμή της μητέρας της, που έχει «φύγει» εδώ κι έναν χρόνο. Τα δύο αυτά επίπεδα συνδέονται με αρκετή χαλαρότητα μεταξύ τους με εναλλαγές παρελθόντος – παρόντος που άλλοτε ενορχηστρώνονται από τον παντογνώστη αφηγητή κι άλλοτε αποτελούν εγκιβωτισμένες αναμνήσεις – αφηγήσεις των ηρώων, ώσπου εν τέλει κορυφώνονται σε ένα – αναμενόμενο, ένεκα της παρουσίας της Στριπ στους τίτλους – τρισδιάστατο τρίπτυχο παρελθόντος – παρόντος και… μεταφυσικής.  
 
Η Τζέιμς λάμπει στον ρόλο της νεαρής Ντόνα, την ίδια στιγμή, όμως, που η Σάιφρεντ – που τραγουδιστικά δεν έχει εξίσου βαρύνοντα ρόλο – ελέγχει τη ροή της ταινίας σε βαθμό που την καθιστά πρωταγωνίστρια. Στις αρετές της ταινίας: (1) η επιλογή των σεναριογράφων να «παίξουν» τα δυνατά τους χαρτιά με υπομονή και κλιμάκωση (Mπρόσναν, Φέρθ, Σκασκαρντ, Σερ και Στριπ), γεγονός που, τουλάχιστον, δεν χωλαίνει εγκληματικά τον ρυθμό, (2) τα μαγευτικά καλοκαιρινά τοπία της Κροατίας, που για τις ανάγκες του μιούζικαλ συνθέτουν το ελληνικό «Καλοκαίρι» και προσδίδουν μια χαλαρή διάθεση στην ταινία, που σε μαγνητίζει και (3) τα πολύ πιο προσεγμένα χορευτικά και οι μακράν καλύτερες αποδόσεις των τραγουδιών, σε σχέση με την πρώτη ταινία. Ο ρόλος της Σερ, από την άλλη, καλλιεργεί τις προσδοκίες του κοινού, διατηρώντας το ενδιαφέρον, μέχρι τη στιγμή που εν τέλει εμφανίζεται και αντιλαμβάνεσαι ότι η παρουσία της στην ταινία λειτούργησε ως σωσίβιο που, ωστόσο, επαλήθευσε την αδυναμία ολόκληρου του εγχειρήματος. Η εμφάνιση, φυσικά, της Στριπ στο τέλος μάς θυμίζει γιατί αγαπήσαμε την πρώτη ταινία ως το απόλυτο «guilty pleasure» και, τουλάχιστον, δικαιωματικά μάς ανταμείβει, κλείνοντας την ταινία με τον καλύτερο τρόπο.
 
Σενάριο; Όχι. Ερμηνείες; Όχι. Τα καλύτερα των ΑΒΒΑ; Όχι. Αχρείαστη; Ναι. Κάτι, όμως, μέσα μου με κάνει να θέλω να την ξαναδώ! How can I resist it? Σε σκηνοθεσία Ολ Πάρκερ, που υπογράφει και το σενάριο, η ταινία έκανε πρεμιέρα στις κυπριακές αίθουσες την περασμένη βδομάδα. Εσείς, θα αντισταθείτε;