ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε και είδαμε: Προμηθέας Δεσμώτης Ι

WIZ TEAM

Η Κατερίνα Λούρα είναι γνωστή για τους εντυπωσιακούς πειραματισμού της στο θέατρο. Μεταξύ άλλων έχει γίνει και θιασάρχης δημιουργώντας το θέατρο Δέντρο σε μια αποθήκη (2015), αίθουσα ζεστή και γνώριμη πια στο θεατρόφιλο κοινό. Σ’ αυτήν εδώ τη παράσταση στοχεύει ακόμη ψηλότερα. Οικεία στο παλκοσένικο για την δυναμική κίνηση και σωματική της stamina-αντοχή, η ηθοποιός αυτή τη φορά
«ακροβατεί» σε μια παραγωγή απόλυτα ερμηνευτική. Δοκιμάζει τα όρια της στην πλήρη ακινησία, την απόλυτη συγκέντρωση, τον πειραματισμό στην εκφορά λόγου, των λέξεων, των φράσεων και των ίδιων των νοημάτων της γλώσσας. Κι αν αυτό είναι μόνο το σχήμα, το περιεχόμενο είναι ακόμα πιο τολμηρό, αφού ερμηνεύει όλους τους ρόλους αυτού του Αισχυλικού διασκευασμένου αποσπάσματος μόνη της. Κι αν μετρήσω και τον τίτλο, αυτή η ανάγνωση κι η εργασία της ίσως έχει και συνέχεια.

Ο Προμηθέας Δεσμώτης λοιπόν, στο μύθο του Αισχύλου είναι ο μέγας Τιτάνας θεός που στη ρήξη θεού-εξουσίας του Δία έναντι ανθρώπου-κοινωνίας στήριξε τον άνθρωπο. Το αριστουργηματικό έργο του Αισχύλου, πέραν από ποιητικό κα φιλοσοφικό, θεωρείται έτσι κι αλλιώς, βαθύτατα πολιτικό. Ο μυθικός ήρωας, καρφωμένος στο βράχο, πρωτοστατεί με αιώνια αντίσταση έναντι στη βία της κάθε καθεστωτικής αρχής. Το σημείωμα του ποιητή/μεταφραστή Γιώργου Μπλανά στο πρόγραμμα, αναλύει περιεκτικά τις ιστορικές αναγνώσεις / διαστάσεις του μύθου. Είναι όμως η εξαιρετική ποιητική κι’ εκφραστική μετάφραση του ιδίου, που πραγματικά αποτελεί κέρδος της παράστασης.

Η Λούρα ευτύχησε να δουλέψει με τη μετάφραση του Μπλανά το 2015, όταν ανέβηκε ολόκληρο το έργο σε σκηνοθεσία Κ. Φιλίππογλου στην Αθήνα/Επίδαυρο, όπου η ίδια συμμετείχε ως κορυφαία χορού. Το μοναχικό της πείραμα στη Λευκωσία φαίνεται να τίθεται σαν προσωπική πρόκληση, άλλη μια θαρραλέα ακροβασία που αποζητάει επιβεβαίωση και καταξίωση, και τα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό. Μαζί της, δάσκαλος και σκηνοθέτης, ο περιβόητος κι’ ανατρεπτικός Έλληνας Μιχαήλ Μαρμαρινός. Έτσι ένας γλόμπος, μια καρέκλα και δυο πόδια σε καλούπι γύψινο, κολλημένα σ’ ένα κομμάτι πέτρας, σαν φετίχ ή σήμα κατατεθέν του ρόλου, και με φωτισμό ακριβείας (Χρίστος Γωγάκης), ήταν αρκετά για να δημιουργήσουν ένα λιτό, εύγλωττο σκηνικό για τον απόλυτο μυθικό ήρωα. Εμβληματική επίσης η σύγχρονη μουσική, ιδιαίτερα η υπέροχη οπερετική μελωδία του τέλους, που αποτελεί μέρος της σύνθεσης Les Fleurs du Mal του ικανότατου Κύπριου συνθέτη και μέλους της ομάδας του θεάτρου Ανδρέα Μουστούκη. Εμπνευσμένο από το ομώνυμο ποίημα του Γάλλου Σ.Μπωντλαίρ, που τον ώθησε πρόσφατα να εκθέσει, με τον ίδιο τίτλο, τις εικαστικές του δημιουργίες στη Λάρνακα.

Το τελικό αποτέλεσμα της συνέργειας των συντελεστών, είναι ένα απαιτητικό θέαμα για το θεατή που χρειάζεται προσήλωση. Είναι όμως μια απολαυστική εμπειρία, ιδιαίτερα για όσους απολαμβάνουν τον αρχαίο ελληνικό λόγο. Και εάν η Λούρα υπερβαίνει εαυτόν, μια και η ερμηνεία της αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της, το σίγουρο για το κοινό είναι ότι ακούσαμε και χορτάσαμε κείμενο. Με ένταση, πάθος και αυστηρή τεχνική.

Στις αδυναμίες της προσέγγισης θα κατέγραφα τις φωνητικές διακυμάνσεις της ερμηνείας, που ενώ ήταν ενδιαφέρουσες, άφηναν τις αλλαγές των ρόλων αδιευκρίνιστες, και σίγουρα ένα ανεξοικείωτο κοινό ή το απαίδευτο αυτί θα αναρωτιέται ποιος λέει τι και γιατί το ακούει έτσι. Τα υψηλόφωνα μέρη ήταν λίγο άτολμα και οι ψηλές νότες της ηθοποιού όχι τόσο γεμάτες. Επίσης το σιγοψιθυρισμένο τραγούδι του γάμου που τελειώνει με ένα ειρωνικό γελάκι, λειτούργησε σαν anti-climax προκαλώντας αμήχανο χάχανο μερικών θεατών. Άστοχο βρήκα επίσης το σκηνοθετικό τέλος με την παραβίαση του ύφους της αρχής. Δύο κινήσεις έχει όλες κι’ όλες η ηθοποιός, μία στο έμπα, σε φυσικό ρυθμό, με φώτα πλατείας και αναμονή του κοινού να πάρει τις θέσεις του, και μία στο έβγα. Δεν κατάλαβα γιατί στο τέλος, μετά από τόση ακινησία, βγαίνοντας από τα γύψινα πόδια κι εκτός ρόλου πια, με την μουσική μελωδία στο φουλ, περπατάει σε βασανιστικό slow-motion, μας αφήνει στο σκοτάδι για να εξαφανιστεί σαν συμβατική ερμηνευτής, ανεβαίνουν τα φώτα και μετά επανεμφανίζεται για υπόκλιση. Ενώ η υπέροχη μελωδία δημιουργούσε ροή μετά τον ακίνητο λόγο, η εικόνα του τέλους διεκόπτετο αψυχολόγητα για μια παράσταση τέτοιας υφής.