Loading...
Τι θα γινόταν αν αλλάζαμε θέσεις – αν ζητάγαμε από τον θεατή να γίνει καλλιτέχνης;
Με αφορμή τα δέκατα γενέθλιά της, η Λεβέντειος Πινακοθήκη μας προσκαλεί (και παράλληλα μας προκαλεί) σε μια ιδιότυπη έκθεση – που γίνεται ταυτόχρονα αφορμή να ξανασκεφτούμε ό,τι νομίζουμε ότι ξέρουμε για την τέχνη, για τη δημιουργική διαδικασία και για τη σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και στον θεατή, τον «πομπό και τον δέκτη», σε ένα έργο τέχνης.
Με αφετηρία την ιδέα της «ζωγραφικής με αριθμούς» –ένα εξαιρετικά δημοφιλές χόμπι που γεννήθηκε στη μεταπολεμική ευημερία της Αμερικής του 1950 και συνδέθηκε για πάντα με μια κάπως πιο «εύκολη» αναπαραγωγή συχνά διάσημων έργων τέχνης, επιτρέποντας στον καθένα να «γίνει καλλιτέχνης»– η Λεβέντειος Πινακοθήκη ζητά από τους επισκέπτες της να αλλάξουν θέση με καλλιτέχνες τόσο του μακρινού παρελθόντος όσο και του πιο πρόσφατου· να ερμηνεύσουν με τον δικό τους τρόπο έργα τέχνης που γνώρισαν και αγάπησαν από τις μόνιμες Συλλογές της Πινακοθήκης, αλλά και μετά από δέκα χρόνια προσωρινών εκθέσεων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων και γόνιμης ανταλλαγής ιδεών στους χώρους της Πινακοθήκης.
Ο στόχος; Να ξαναδούμε τις Συλλογές της Πινακοθήκης με νέα μάτια, καθώς και, για τους πιο τολμηρούς, να προβληματιστούμε με ερωτήσεις γεμάτες νόημα αναζητώντας την ουσία που εμπεριέχεται στην καλλιτεχνική δημιουργία. Έτσι, η συμμετοχική αυτή έκθεση πραγματεύεται την παρακαταθήκη του μοντερνισμού που συνδέθηκε άρρηκτα με την αμφισβήτηση του ρόλου του καλλιτέχνη ως «δημιουργού». Ταυτόχρονα, πειραματίζεται με τον μύθο της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας, της συνεργατικής κουλτούρας και της μηχανιστικής τέχνης που γέννησε την pop art, την εποχή που ξαναζωντανεύει μέσα από κουτιά ζωγραφικής με αριθμούς (και την τολμηρή πρόταση «Φτιάξ’ το μόνος σου!»), που χρόνια πραγματεύονται ανατρεπτικοί καλλιτέχνες από τον Andy Warhol στον Damien Hirst και μετέπειτα.
Βυθιζόμαστε λοιπόν στη γοητεία της «ζωγραφικής με αριθμούς» ως ανατρεπτικό εικαστικό σχόλιο επάνω στην ίδια τη δημιουργική μας φύση, αλλά και στην αισθητική απόλαυση που μπορεί να προσφέρει η (φαινομενικά) «δίχως νόημα» τέχνη. Ένα ερώτημα ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ, σε μια εποχή που η τεχνητή νοημοσύνη εισέρχεται πλέον δυναμικά στον χώρο της τέχνης· σε μια στιγμή κατά την οποία τα ερωτήματα που με παιχνιδιάρικο τρόπο πραγματεύεται η έκθεση μας προκαλούν να αναλογιστούμε αν ξηλώνοντας τον μύθο του «δημιουργού» μοιραία περνάμε και στην αμφισβήτηση της «καλλιτεχνικής πρόθεσης» ως μονοδιάστατης αλήθειας.
Αν το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να «ακολουθήσεις τους αριθμούς», τότε πού ακριβώς έγκειται το νόημα του πίνακα;
Με το πινέλο στο χέρι, καλούμαστε να ξανασκεφτούμε αυτό που θεωρούμε ότι γνωρίζουμε. Ο θεατής γίνεται καλλιτέχνης, αλλά στη συνέχεια εμπλέκεται σε έναν μηχανιστικό τρόπο αναπαραγωγής μιας εικόνας· είναι άραγε στ’ αλήθεια ελεύθερος; Πόσο χώρο αφήνουμε στη φαντασία; Αποτελεί φόρο τιμής ή ιεροσυλία να ξαναδημιουργήσει κανείς έναν Γκίκα ή να φιλοτεχνήσει μια αναθεωρημένη εκδοχή του Coco του Renoir;
Στο πλαίσιο αυτό, η έκθεση εισάγει με τρόπο χειροπιαστό μια δημοκρατικότερη προσέγγιση στην τέχνη εστιάζοντας παράλληλα στην εξωστρέφεια και στη συμπερίληψη. Προσφέρει σε όλους την ευκαιρία να προβληματιστούν, να συνδιαλλαγούν πνευματικά με μια σειρά ερωτημάτων. Να ερμηνεύσουν ενεργά, να αναμετρηθούν με αντιλήψεις και ιδέες, να συλλογιστούν τον δικό τους ρόλο ως πομπού/δέκτη σε ένα εικαστικό παιχνίδι. Μας προκαλεί ταυτόχρονα, αν ίσως φτάνουμε μόνοι στους φιλόξενους χώρους της, να εργαστούμε πλάι πλάι, ίσως και από κοινού, συμπράττοντας σε μια συλλογική κουλτούρα που εδώ και μία δεκαετία καλλιεργείται συστηματικά από τη Λεβέντειο Πινακοθήκη, χτίζοντας βαθμιαία μια αίσθησης κοινότητας όπου οι άνθρωποι μπορούν να συγχρωτιστούν σε έναν χώρο σχεδιασμένο να λειτουργήσει ως κόμβος, ως εργαστήρι και ως φάρος ιδεών, διαλόγου και τέχνης.
Στο τέλος τέλος, οι ιδέες αυτές μπορούν να εκληφθούν όσο ανάλαφρα ή σοβαρά επιθυμεί κανείς. Ο επισκέπτης μπορεί να επιλέξει: να δοκιμάσει να επανερμηνεύσει μια καλλιτεχνική παράδοση, να λειτουργήσει μόνος ή ως κομμάτι ενός μετανεωτεριστικού «εργαστηρίου» ή απλώς να χαρεί τη στιγμή, να απολαύσει τη διαδικασία και την υφή των χρωμάτων σε έναν χώρο γεμάτο προοπτικές, και –γιατί όχι;– υποσχέσεις.
Τα εγκαίνια θα τελέσει η Πρώτη Κυρία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κυρία Φίλιππα Καρσερά Χριστοδουλίδη, στις 5 Απριλίου 2024 στις 18:00.
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης θα διεξαχθούν και κάποιες μουσικές εκδηλώσεις, έτσι ο επισκέπτης θα έχει την ευκαιρία να ζωγραφίσει μετά μουσικής.
Στην πρώτη αυτήν εκδήλωση, η Λεβέντειος Πινακοθήκη προσκαλεί το συγκρότημα Misharoz Jazz Band για μια ξεχωριστή βραδιά! Ελάτε για ένα ποτάκι και για να ακούσετε όμορφες μελωδίες αλλά… και να γίνετε καλλιτέχνες για ένα βράδυ.
Με επιλογές τραγουδιών της παραδοσιακής πρώιμης τζαζ και μπλουζ μουσικής, καθώς και με πρωτότυπες συνθέσεις, το Misharoz Jazz Band φέρνει κοντά σας τον πλούσιο, αυθεντικό ήχο των New Orleans rags, τη λαμπρή μελαγχολία της Billie Holiday, τη χορευτική ένταση των Caribbean Beguines και μουσικά στοιχεία από την Κύπρο και την Αγγλία.
Dimi Shoe – κιθάρα και φωνή
Ulaş Öğüç – κρουστά
Will Scott – πνευστά και φωνή
ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ, ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ:
Μυρτώ Χατζάκη
Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ
Κατερίνα Στεφανίδου
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΚΘΕΣΗΣ:
Δήμητρα Θεοδότου Αναγνωστοπούλου
Info
Εγκαίνια Παρασκευή 5 Απριλίου 2024
Λεβέντειος Πινακοθήκη, 18.00
Λευκωσία
Διάρκεια μέχρι 9 Ιουνίου 2024
Ωράριο Λειτουργίας Τετ. 10.00-20.00 Πεμ.- Κυρ. 10.00-19.00