Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Αναμφίβολα ένας πετυχημένος τίτλος για το θεατρικό έργο του Καναδολιβανέζου συγγραφέα-ηθοποιού-σκηνοθέτη Ουαζντί Μουαουάντ από το 2003, που ξεχρεώνει ένα ηθικό χρέος προς την καταγωγή του και δημιουργεί ένα σύγχρονο «αραβικό» αρχέτυπο Οιδίποδα, όπως σημειώνουν οι μελετητές του. «Πυρκαγιές» που καίνε μέσα στη σύγχρονη μεσανατολίτικη ψυχή, προσθέτω εγώ. Αφηγηματικά μέσα από ένα οικογενειακό μυστήριο αναζήτησης πίσω στις ρίζες της γενιάς της, παρουσιάζεται το μίσος, η φρικαλέα βία του πολέμου της περιοχής και η ψυχική αντίσταση των ανθρώπων της, στοχεύοντας στην κάθαρση, την όποια ατομική συμφιλίωση μπορεί να βρεθεί, όπως δηλώνει ξεκάθαρα ο συγγραφέας.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό γιατί ενώ το έργο εμπνεύστηκε από την πραγματική ιστορία μιας ηρωίδας της αντίστασης που εκμυστηρεύτηκε στον συγγραφέα, το θεατρικό είναι ακόμη ένα δημιούργημα συλλογικής θεατρικής επινόησης. Με δραματουργική φόρμα τις πάμπολλες αποσπασματικές εικόνες-σκηνές και χωροχρόνους να εναλλάσσονται αφαιρετικά, σε ρυθμό και συλλογικότητα σύγχρονου χορού ή καλύτερα της περφόρμανς. Χωρίς να αποφεύγει εντελώς λίγο διδακτισμό και μια κάποια φλυαρία σκηνών, λόγω θέματος αλλά και μεθοδολογίας που υποψιάζομαι ότι προσέθεσαν στην επιτυχία του. Έτσι κόμπο-κόμπο ξετυλίγεται το ταξίδι ανακάλυψης της τραγικής αλήθειας για τα τρία αδέρφια.
Η παράσταση του ΘΟΚ, σε σκηνοθεσία Πάρι Ερωτοκρίτου, μας υποδέχτηκε στη δεύτερη σκηνή του θεάτρου με ένα υπέροχο αφαιρετικό σκηνικό του Γιώργου Γιάννου, ο οποίος εξαφάνισε το μαύρο κουτί της αίθουσας όπως κανένας άλλος στο παρελθόν. Το έντυσε πατόκορφα με τη ζεστή, λιτή και οικεία αίσθηση της ερήμου αλλά και της σιωπής του «ανείπωτου» - στοιχείο χαρακτηριστικό του συγγραφέα. Ένα γοητευτικό κι αποτελεσματικό πλαίσιο δράσης για την ομάδα ερμηνευτών που κινούνταν συλλογικά, συχνά τελετουργικά, (κίνηση: Αριάνα Μαρκουλίδου), ζωντανεύοντας τόσο την ατομική όσο και την ομαδική φόρμα αφήγησης σκηνών και εικόνων. Εξίσου ενδιαφέρουσες οι πολυφωνίες, σε μουσική καθοδήγηση Βασιλικής Αναστασίου.
Ερμηνευτικά ξεκίνησε εξίσου αφαιρετικά, ιδιαίτερα με την λιτή και τραγική ερμηνεία της ηλικιωμένης μάνας ηρωίδας, της Ιωάννα Σιαφκάλη. Στη συνέχεια διακρίναμε μια σκηνοθετική επιμονή στον έντονο συναισθηματισμό των ηρώων και ένα υπερβάλλον ψυχολογικό παίξιμο των σκηνών, πράγμα που οδηγούσε νεότερους και πιο άπειρους ηθοποιούς σε μεγαλόσχημες περιγραφικές εκφράσεις, περιττές νευρικές κινήσεις και πιεσμένο λόγο που κούραζαν, δημιουργούσαν ενίοτε και κοιλιές στη ροή. Το «σκληρό» ύφος της σκηνοθεσίας και μία τάση εντυπωσιασμού υπερφόρτωσαν την παραγωγή με επιπλέον στοιχεία όπως προβολές, ζωντανό βίντεο, μαγνητοφωνημένα κείμενα και πολλή μουσική που πλαισίωνε το λόγο, προς το τέλος συνειδητά τον πλάκωνε … Άραγε για λόγους έντονης βιωματικής εμπειρίας;
Όλοι οι ηθοποιοί ενσωματώθηκαν στην προτεινόμενη αισθητική της παραγωγής, όμως προσωπικά ξεχώρισα την Παναγιώτα Παπαγεωργίου ως τη νέα μητέρα του Νουάλ, καθώς και τη μεστή Ιωάννα Σιαφκάλη ως τις πιο λιτές, γειωμένες και στιβαρές ερμηνείες, όπου ο λόγος τους δονούσε με νόημα. Μου έμεινε στο νου το συγκινητικό «ποιος φταίει» της Παπαγεωργίου, « … η ιστορία συνεχίζεται επ’ άπειρον βήμα-βήμα, από θυμό σε θυμό, από πόνο σε πίκρα, από βιασμό σε φόνο, μέχρι τις απαρχές του κόσμου». Θα πρόσθετα με παράπλευρες απώλειες και τραγωδίες κι αυτό θα μπορούσε να αποτελεί και το μότο του έργου. Διακριτική, επίσης, γοητεία και παρουσία εξέπεμπε ο Στέφανος Πίττας παρά τα κραυγαλέα που υποδύθηκε. Όταν μπήκε σαν τεχνικός θεάτρου παίζοντας με τα φώτα, μου φαίνεται πως ήταν η πιο φυσικά παιγμένη σκηνή του έργου και μας επέτρεψε ν’ ανακτήσαμε λίγη εσωτερική ηρεμία.
Αντίθετα, το τέλος σ’ αυτόν τον «Οιδίποδα» της δικής μας Μέσης Ανατολής, όπου ο σκηνοθέτης βλέπει μεταφυσικά και σαν ένα εφιάλτη όπως γράφει στο πρόγραμμα, τελειώνει με μια ακραία κορύφωση μουσικής παραίσθησης του τραγικού αδερφού. Κάτι μεταξύ υπαρξιακής απόγνωσης και δυτικότροπης παραφοράς, όπου ο ακροβολιστής-εγκληματίας πολέμου του Ανδρέα Τσέλεπου, δεν βγάζει τα μάτια του μεν αλλά μας ξαφνιάζει κραυγάζοντας ένα επαναστατικό ροκ κομμάτι με κομψό κουστούμι, γραβάτα, άσπρο μακιγιάζ του Χάρου και κόκκινη μπαλίτσα για μύτη σαν δεύτερος Joker (sic Nicholson -Batman). Παραπέμπει άραγε στην επιρροή της δυτικής επαναστατικής μουσικής και γενιάς στην περιοχή που συνυπάρχει μέσα στη φρίκη του πολέμου; ή απλά είναι άλλη μία εκφραστική δοκιμή του σκηνοθέτη; Προσωπικά με ξενέρωσε ο συνδυασμός και με κούρασε η φωνασκία κι ας είμαι παιδί της ροκ γενιάς.