Loading...
Και πελάτες σε απόγνωση, εν μέσω καύσωνα.
Παίρνεις τηλέφωνο σε μαγαζί εκφράζοντας την απορία κατά πόσο σερβίρουν φαγητό, σου διαβάζουν ένα προς ένα τα πέντε πράγματα που και καλά προσφέρουν, αλλά φτάνοντας εκεί -μόλις μια ώρα αργότερα- σού λέει με περίλυπο ύφος η σερβιτόρα «δυστυχώς, μάς έχεις τελειώσει το ψωμί και άρα δεν μπορούμε να φτιάξουμε σάντουιτς». Ζητάς κάτι πολύ πιο απλό -πόσο λάθος να πάει ένα request για τηγανιτές πατάτες;-, αλλά και πάλι η σερβιτόρα σουφρώνει τα χείλη, λέγοντάς σου στην ουσία πως δεν είναι η μέρα σου...
Χαλά η μέρα σου σκεφτόμενος ότι θα πρέπει να βγεις στο ψάξιμο για φαγητό (μιας και δεν είσαι μόνος σου), το στομάχι σου ξεκινά κελαηδά και αναγκαστικά κατεβάζεις τη μπύρα ξεροσφύρι μουρμουρώντας… Πέντε πράγματα στο μενού και τα δύο από αυτά δεν είναι διαθέσιμα. Κι ας είναι Κυριακή μεσημέρι. Κι ας έχει κόσμο στην παραλία που λιγουρεύεται ένα απλό τσίμπημα.
Τα πράγματα είναι απλά σε αυτή την περίπτωση. Γιατί δεν μένουν στα ποτά, στις μπύρες, στους καφέδες και στα κοκτέιλ -αν και για το τελευταίο δεν είμαι και τόσο σίγουρος-, αν δεν μπορούν να υποστηρίξουν το έστω ελάχιστο φαγητό που προσφέρουν, κι αν δεν μπορούν να διασφαλίσουν την ποιότητα, τη συνέπεια, τη σπιρτάδα στο σέρβις…
Είπα σέρβις; Άλλη πονεμένη ιστορία αυτή. Στην ίδια επαρχία που εκτυλίχθηκε το σκηνικό που μόλις περιέγραψα, σε ένα δεύτερο beach bar, μια παρέα φίλων παρήγγειλε φαγητό. Σχεδόν δύο ώρες μετά, και αφού το ένα από τα φαγητά δεν ήρθε ποτέ, ο μάνατζερ θεώρησε σωστό και πρέπον να αναπτύξει πρωτοβουλία και να φέρει για να σερβίρει ένα πιάτο με κοτόπουλο, πουλώντας το μάλιστα ως εξής: «Δοκίμασε και θα σου αρέσει». Κι όταν απαντάς προφανώς πως δεν θες κοτόπουλο, απορώντας από πού προέκυψε αυτό, σχεδόν δύο ώρες αργότερα και με το σωστό πιάτο να μην έχει έρθει ποτέ, η δική του απορία ενέπιπτε σχεδόν στα όρια του παραλογισμού: «Γιατί δεν το τρως, έχεις κάποια αλλεργία;».
Ας δώσουμε ελαφρυντικό ότι τα 40ρια των ημερών μάς έχουν επηρεάσει όλους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ας παραδεχτούμε ότι το γενικότερο πρόβλημα με την έλλειψη προσωπικού παίζει κι αυτό καθοριστικό ρόλο στην ποιότητα της εξυπηρέτησης. Η απορία όμως παραμένει… Αφού δεν μπορείς να το υποστηρίξεις, γιατί πρέπει ντε και καλά να το προσφέρεις;
Βάλε λίγα ποτά στο ψυγείο και μείνε σε αυτά, συνοδεύοντάς τα με ξηροκάρπι. Προσπάθησε αν μη τι άλλο να είναι καλά παγωμένα τα ποτά και να δεις ότι θα έρχονται χαμογελαστοί και θα φεύγουν ακόμα πιο χαμογελαστοί από τον χώρο σου. Είναι πιο τίμιο αυτό, από το να δημιουργείς προσδοκίες με πράγματα που -εκ του αποτελέσματος- είναι πασιφανές ότι δεν μπορείς να προσφέρεις.
Είσαι σουβλατζίδικο; Μείνε στο σουβλάκι. Δεν χρειάζεται να έρθω και το πρωί σε σένα για brunch. Δεν είπε κανείς ότι όλοι πρέπει να έχουμε απ’ όλα. Ο άλλος, για παράδειγμα, έχει κατάστημα με διακοσμητικές πέτρες και επειδή βρίσκεται σε κεντρικό δρόμο θεώρησε σωστό να κάνει σε μια γωνιά μια προέκταση και να πουλά επίσης καφέ. Άσχετο αν σε ακτίνα 500 μέτρων υπάρχουν άλλες τρεις καφετέριες, με εξαιρετικής ποιότητας καφέ.
Θυμάστε πιο παλιά αυτούς με το frozen yogurt; Αλήθεια, πού εξαφανίστηκαν όλα αυτά τα παγωτατζίδικα;
ΥΓ
Μετά από συζήτηση που είχα με έναν φίλο, ο οποίος διάβασε το συγκεκριμένο άρθρο και λογικά συμμερίζεται την άποψή μου, όντας ιδιοκτήτης μπαρ, μοιράστηκε μαζί μου τα εξής τραγελαφικά, τα οποία προφανώς εξελίσσονται σε μάστιγα:
«Πριν καν ανοίξω, άκουγα: ‘Ρε φίλε εν να κάμνεις τζαι μπραντς;’.
Μετά έγινε: ‘γιατί εν αννοίετε και για μπραντς;’.
Πλέον, οι τοπ 3 ερωτήσεις που μου κάμνουν είναι: Φίλε, γιατί εν κάμνεις λάιβ; Γιατί δεν έχεις ναργιλέδες; Γιατί εν έκαμες το ίδιο Λεμεσό;
Αλλά, η αγαπημένη μου ερώτηση είναι: Πότε θα σάσεις τους τοίχους; (Ευτυχώς άκουσά την ελάχιστες φορές)».