Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Το «Ταξίδι …» του Αμερικάνου συγγραφέα Ευγένιου Ο Νήλ, είναι έτσι κι αλλιώς μια περίεργη θεατρική εμπειρία. Από γραφής του, το 1940. Αυτοβιογραφικό και αυτολυτρωτικό για τον συγγραφέα, μα στον ανυποψίαστο θεατή του 21ου αιώνα εκπέμπει μια θανατερή μελαγχολία χωρίς πάτο, για μια ολοκληρωτικά εθισμένη κι εξουθενωτικά αυτοκαταστροφική οικογένεια, τα μέλη της οποίας πεθαίνουν ένας-ένας πολεμώντας ο ένας τον άλλο από… «αγάπη»! Ένας εσωστρεφές ψυχολογικό βάσανο για την αποσαθρωμένη πια οικογένεια του που αν και είχε ήδη αποδημήσει, δεν θέλησε ποτέ να παρουσιαστεί ενόσω ζούσε. Φανταστείτε τις ενοχές του δόλιου...
Και είναι σίγουρα έργο ενοχών, καθολικών ενοχών Ιρλανδών μεταναστών που ξέφυγαν του μεγάλου λοιμού για να τα καταφέρουν όπως-όπως στην Αμερική. Ο πατριάρχης πατέρας, ένας αγύρτης ηθοποιός που αλώνιζε με την ωραία του φωνή παίζοντας τον ίδιο μελό ρόλο και έργο για τα χρήματα, μα και τόσο τσιγγούνης που δεν σπίτωσε ποτέ τη φαμίλια του πουθενά εξόν από μοτέλ, φτηνούς γιατρούς κι ένα εξοχικό καλοκαιρινών διακοπών. Γυναίκα του μια όμορφη και καλοαναθρεμμένη, θρήσκα Ιρλανδή που τον ακολουθούσε παντού, ακόμα κι όταν αφήνοντας τα παιδιά στη μάνα της, έχασε το δευτερότοκο της βρέφος από ιλαρά που κόλλησε από τον πρωτότοκο. Τους βρίσκουμε μεσήλικες και καταρρακωμένους μαζί με τους δύο εξίσου «χαλασμένους» ενήλικες πια γιούς τους, σ’ αυτή τη μεγάλη μέρα και εφιαλτική νύχτα της παράστασης.
Όλοι τους εθισμένοι στη φυγή είτε του ναρκωτικού είτε του αλκοόλ, όλα παυσίπονα για τις ενοχικά ψυχαναγκαστικές σχέσεις τους και την αδυναμία αληθινής επικοινωνίας μεταξύ τους. Ίσως και η μόνη, οικουμενικά ενδιαφέρουσα ατραπός του εν λόγω θεατρικού, τα λογής-λογής ψέματα κι υποκρισίες που καλλιεργούν οι οικογένειες μεταξύ τους… Πίνουν για να μην μιλήσουν, δεν μιλούν για να μην ομολογήσουν ότι πίνουν και ξαναπίνουν για να μην θυμούνται μέχρι τελικής πτώσης, που σας διαβεβαιώ δεν έρχεται γρήγορα αλλά βασανιστικά αργά σ’ αυτό το μακρύ κι επαναληπτικό ψυχολογικό δράμα του Ο Νήλ.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί ο ΘΟΚ επέλεξε να ανεβάσει αυτό το σπαρακτικό έργο φέτος την άνοιξη στην κεντρική του σκηνή για μας, το κυπριακό κοινό του. Ίσως αυτό να προβλημάτισε και τον προσκεκλημένο Έλληνα σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, που κατέβηκε με σύσσωμη, ελληνογενή (πλην ενός) διανομή και συνεργάτες του, αν και τίποτα δεν είναι σίγουρο ελλείψει σκηνοθετικού σημειώματος του στο πρόγραμμα της παράστασης. Πάντως κάτι τον ώθησε να χειριστεί και να σκηνοθετήσει το κείμενο εναλλακτικά κι όχι ως ρεαλιστικό ψυχόδραμα του ’40. Κάπως έτσι εμφορούνται και τα άλλα περίεργα κι αντισυμβατικά σ’ αυτό το «Ταξίδι…».
Σ’ ένα πολύ όμορφο, αφαιρετικό κουτί για σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, γκριζωπό και κλειστοφοβικό, εξαιρετικά και ατμοσφαιρικά φωτισμένο από τον Γιώργο Κουκουμά, δεσπόζει κεντρικά ο πολυέλαιος που καταλήγει στο λουξ της ανέχειας πάνω στο τραπέζι με τα ποτά - το γνώριμο πατρικό έδαφος, ενώ στο βάθος το πιάνο της μάνας και των συναισθημάτων. Από εκεί μας υποδέχεται με το εξίσου μακάβριο μοτίβο που παίζει η υπηρέτρια ή αλλιώς η ordinateur -σκηνικός καθοδηγητής- της δράσης, καλώντας τους τέσσερις ερμηνευτές που εισέρχονται τελετουργικά από την πλατεία, παρατηρώντας σαν για πρώτη φορά αυτό το κουτί, μέχρι που να βρουν ο καθένας τη θέση του μέσα σ’ αυτό πριν καν ξεκινήσει ο διάλογος. Και δεν φεύγουν ποτέ εκτός θεάματος, μόνο μπαινοβγαίνουν στο κουτί, πέφτουν στα πλάγια ή μπροστά στα σκαλιά, κρυφακούν κι αντιδρούν ο ένας στον άλλο, σαν να γνωρίζουν, σαν να παρατηρούν και σιωπηλά να σχολιάζουν σαν χαρακτήρες το δράμα που καλούνται να εξελίξουν στο κεντρικό κάδρο, ένα δυο βήματα μακριά.
Εξίσου εντυπωσιακό το τέλος, όπου μια πόρτα του θανάτου ανοίγει πίσω με εκτυφλωτικά άσπρο φως, απ’ όπου και βγαίνουν, σαν να πεθαίνουν, ένας-ένας. Επιπλέον η σκηνοθεσία επενδύει στην έντονη εικονοποίηση και σωματοποίηση καταχωνιασμένων συναισθημάτων πριν καν ειπωθούν, υπερτονίζοντας ερμηνευτικά τις προθέσεις αυτού του τραγικού ψυχικού τοπίου, που πια δεν είναι κρυφές σε κανέναν μας. Πονούμε το κορμί μας από τις πολλές θεαματικές κατρακύλες των ίδιων των πρωταγωνιστών επί σκηνής. Μαζί με τα εμβόλιμα μελαγχολικά τραγούδια gospel που τραγουδούν σαν μουσικά ένθετα, όλα φτιάχνουν μια ατμόσφαιρα όχι ακριβώς γήινη, αλλά με αυτάρεσκες διαστάσεις λυρισμού και μεταφυσικής. Χαρακτηριστική η ομίχλη της λίμνης, που ενώ την βλέπουν και σχολιάζουν από το παράθυρο, στο τέλος εισχωρεί μέσα στο κουτί μαζί με την ομίχλη του αλκοόλ και ναρκωτικού που εισχωρεί στο μυαλό και ψυχισμό τους. Ή ένα άστοχο παιγνίδι με το τηλέφωνο σαν ακατανόητο ερμηνευτικό μεγάφωνο. Όλα σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσουμε σαν θεατές, μέσα από έντονες αισθητικές εμπειρίες, το αναπόδραστο της μοίρας των ηρώων, λίγο σαν mise-en-abyse, θέατρο μέσα στο θεατρικό κουτί, δράμα άξιο παρατήρησης, αν όχι απόλαυσης.
Ερμηνευτικά ξεχώρισε η Ρένη Πιττακή ως μητέρα, με την σταδιακή της καταβύθιση στο ναρκωτικό να μεταφράζεται σε υποκριτικές κορώνες και συνεχές μουρμουρητό, όσο πιο ανάλαφρο τόσο πιο τραγικά απονενοημένο. Κάνοντας τις σκληρές, χαμηλόφωνες και κυνικές ατάκες της ακόμα πιο σημαίνουσες κι ας μην ακούγονταν με όση ευκρίνεια και σημασία τους άρμοζε. Αντίθετα ο πατέρας του Αντώνη Κατσαρή δεν είχε τη φωνή και υπόσταση ενός Ιρλανδού ηθοποιού και ενός οικογενειακού τύραννου. Αφέθηκε στο τράβηγμα της φωνής του ως προσομοίωση αμερικανικής προφοράς και στις εντάσεις αδυνατούσε να γίνει εύληπτος. Έντονα σωματικοί οι δύο γιοί, με μπόλικη βία και κραιπάλη, με τον Άρη Μπαλή να ξεχωρίζει ερμηνευτικά σαν ο μικρότερος, φυματικός και alter-ego του συγγραφέα, υποστηρίζοντας πιστευτά όλες τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις, ενώ ο Θανάσης Δόβρης υπερέβαλλε στην αγαρμποσύνη του πότη και μεγαλύτερου αδελφού αλλά τραγούδησε καλύτερα. Διακριτική αλλά ευκρινής σαν φιγούρα και ερμηνεία η πανταχού παρών υπηρέτρια της Ιώβης Φραγκάτου.
* Το έργο παίζεται κάθε Παρασκευή και Σάββατο στην Κεντρική Σκηνή του ΘΟΚ