ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε και είδαμε: «Ο Αλαβροστοισειώτης»

Της Αργυρώς Τουμάζου

Τον μάγεψε σαν άλλο στοιχειό τον νεαρό ηθοποιό Γιωργή Τσουρή η πρώτη παράσταση του «Αλαβροστοισειώτη» (ΘΟΚ, 2002) στα ανήλικα νιάτα του, με τον πατέρα του στη σκηνοθεσία/ερμηνεία και τον ίδιο στo πνευστό. Κι όταν ενήλικας ηθοποιός πια βρέθηκε σ’ ένα επαγγελματικό άνοιγμα, το ξανατράβηξε από το συρτάρι  και το ανέβασε στην Αθήνα μαζί με τέσσερεις άλλους Κύπριους ηθοποιούς, τους Kλείτο Κωμοδίκη, Άνδρη Θεοδότου, Μαρίνα Αργυρίδου και Δημήτρη Αντωνίου, προσκαλώντας σε σκηνοθεσία τον Ελλαδίτη ηθοποιό- μεταφραστή Νίκο Χατζόπουλο. Αλλά και με την στήριξη της Κυπριακής πρεσβείας, το Σπίτι της Κύπρου και της ομογένειας στην Αθήνα, για να παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Αθηνών. Έτσι φιλοξενήθηκε και από τον ΘΟΚ πρόσφατα, σ’ ένα ευτυχές και βολικό προγραμματισμό, μια τακτική που θα συνεχίσει ο κρατικός οργανισμός για τη νέα σεζόν για επιλεγμένες παραγωγές και σημαντικούς δημιουργούς σύμφωνα με την πρόσφατη δημόσια ενημέρωση του.

Δικαιολογημένα λοιπόν, ομάδα και σκηνοθέτης επιχείρησαν μια νέα παραστατική ανάγνωση, πέραν της ηθογραφίας και της γραφικότητας, όπως άλλωστε δήλωσαν, εστιάζοντας μάλλον στην ανάδειξη του πλούτου και της μουσικότητας της κυπριακής διαλέκτου. Γιατί το έμμετρο κείμενο του λαϊκού ποιητή Παύλου Λιασίδη, γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με πλούσιο κυπριακό γλωσσάριο κι αγροτικό χρώμα, στρέφεται γύρω από ένα απλό, μελαγχολικό μύθο για την ανεξήγητη εκδίκηση της μοίρας και δεν διαφέρει πολύ από ένα λαϊκό παραμύθι. Ρομαντικό, ρεαλιστικό και «μαγικό», εξιστορεί την τραγική τύχη ενός νέου «διαφορετικού», στοιχειωμένου από τις «καλές γυναίκες», τις «ανεράδες», όπως ήταν γνωστές από την εποχή του Βασίλη Μιχαηλίδη. 

Χωρίς να αποκλείεται ο ποιητής Παύλος Λιασίδης να αυτοαναφέρεται ως αλαβροστοισειώτης, ως στοιχειωμένος ο ίδιος από την μούσα της ποίησης του δηλαδή, παρ’ όλα ταύτα το έργο δεν εμβαθύνει στην διαφορετικότητα, αφήνοντας τις ανεράδες αόριστες, να ερμηνεύονται ποικιλοτρόπως. Από ποιητική διάθεση κι ευαισθησία, έως κακές μοίρες ή κισμέτ, ανικανότητα και δυσπροσαρμοστικότητα. Ούτε όμως η σκηνοθεσία επιχειρεί να προσδώσει ταυτότητα στην διαφορετικότητα, πέραν της αναπόφευκτης, ατμοσφαιρικής μεταφυσικής.

Αντίθετα, με διακριτικούς τόνους και ερευνητική διάθεση, η ομάδα αφηγείται, ερμηνεύει, σχολιάζει το εμπλουτισμένο κείμενο, σε ένα αφαιρετικό σύμπαν διακεκομμένης ανάπλασης, συντονισμένοι όλοι σε κίνηση και σιγοτραγούδισμα με το σύγχρονο ήχο πιάνου από τον γνωστό τζαζίστα Σταύρο Λάντσια, Κύπριος κι αυτός. 

Απροκάλυπτα, με όλους τους συντελεστές επί σκηνής, να περιμένουν σαν οργανοπαίχτες κονσέρτου τη σειρά τους, μεγάλο πιάνο και όργανα στο βάθος, μπροστά ένας ανυψωμένος τετράγωνος διάδρομος ερμηνειών  και στο κέντρο το ανοικτό λαγούμι, η απομόνωση του νέου σε κοινή θέα, να παραδέρνει με τα στοιχειά του. Τι κι αν τρέμουν η μάνα και ο κύρης του, αυτός είναι διαφορετικός και το ξέρει. Ανταποκρίνεται ανόρεκτα στο προξενιό της γειτόνισσας, παντρεύεται την γειτονοπούλα του, χαίρονται οι δικοί του, αλλά πρόσκαιρα… το κακό δεν αργεί.

Παρά το σύγχρονο ύφος της πρόθεσης, οι ερμηνείες απέδωσαν τους παραδοσιακούς ήρωες και τύπους πότε σε ποιητικό-ρεαλιστικό τόνο, όπως του πατέρα του Δημήτρη Αντωνίου αλλά και του αδερφού του στοιχειωμένου όταν τον κατηγορεί ότι κάθεται όλη μέρα, μια ωραία ένταση από τον Kλείτο Κωμοδίκη. Από την άλλη πιο εξπρεσιονιστικά τονισμένες και με κάποιο στόμφο οι δύο γυναίκες. Δυναμική και εύπλαστη η μάνα της Άνδρης Θεοδότου, αν και έφερνε λίγο από ηθογραφία Κύπριας μάνας, ενώ πιο ξεκάθαρα κωμική καρικατούρα που διασκέδαζε αλλά και ξένιζε ταυτόχρονα, ήταν η γειτόνισσα της Μαρίνας Αργυρίδου, που κυριολεκτικά έφτιαχνε το στήσιμο της λεκάνης της να εξέχει, σαν μια κλοουνερί του ποπού ή του ισχίου, πριν την καθ’ εαυτό ερμηνεία. Αόριστα αλαφροΐσκιωτη, και υποτονική η ερμηνεία του δύστυχου νέου από τον Γιωργή Τσουρή, με προβλεπτή κι άκομψη κίνηση να χτυπιέται στις τέσσερις μεριές με τη σειρά στο λαγούμι του. Ανεξήγητη κι η μανιέρα του τέλους, όπου ενώ όλη η ομάδα σκεπασμένη με άσπρη κουρούκλα μετρώντας μεταφυσικά το τέλος μέσα στο λαγούμι, είναι οι δύο άντρες, και μάλιστα ο ένας ο αλαβροστοισειώτης ο ίδιος, που με ψεύτικη, γυναικεία φωνή ως δύο γειτόνισσες, ερμηνεύουν τα τελευταία σχόλια για τον νεκρό ήρωα.