Loading...
H Λεβέντειος Πινακοθήκη και η εφημερίδα Η Καθημερινή φέρνουν τους πρωτοπόρους Κύπριους ζωγράφους σε κάθε κυπριακό σπίτι:
Αδαμάντιος Διαμαντής, Iωάννης Κισσονέργης, Λουκία Νικολαΐδου – Βασιλείου, Μιχάλης Μιχαηλίδης, Γιώργος Γεωργίου.
Από αυτή την Κυριακή κάντε κτήμα σας ένα κομμάτι της κυπριακής τέχνης και ιστορίας ανυπολόγιστης αξίας σε ακριβές αντίγραφο, προσφορά της Λεβεντείου Πινακοθήκης, μέσω του προγράμματος «Μένω σπίτι - γνωρίζω τους Κύπριους δημιουργούς της πρώτης γενιάς».
Λίγα λόγια για το έργο:
Το μνημειακό αυτό έργο, ο Αδαμάντιος Διαμαντής το ζωγράφισε από το 1967 έως το 1972. Όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος στο βιβλίο του «Ο Κόσμος της Κύπρου - Αφήγηση», η δημιουργία του ήταν αποτέλεσμα μιας επιτακτικής εσωτερικής ανάγκης. Στις πολύχρονες περιπλανήσεις του στο νησί, είχε αποτυπώσει σε εκατοντάδες σχέδια όλα τα στοιχεία που συγκροτούσαν τη φυσιογνωμία των ανθρώπων και του τοπίου της πατρίδας του.
Όλο αυτό το θησαύρισμα έπρεπε κάπου να το αποθέσει για να ελευθερωθεί και να διαφυλάξει τη θύμηση του κόσμου που γνώρισε και ζωγράφισε «είτε σαν επισκέπτης, είτε σαν λάτρης». Ενός κόσμου που «έπλασε μια ζωή λογαριασμένη και πλήρη, μ’ όλες τις δυσκολίες και το στενό περιθώριο των μέσων του».
Η μεγαλόπνοη σύνθεση αποτελείται από εξήντα επτά χαρακτήρες. Για τη δημιουργία των
εξήντα ενός ο καλλιτέχνης βασίστηκε πάνω σε σχέδια από το φυσικό που ζωγράφισε από το
1931 μέχρι το 1959 σε διάφορα χωριά της Κύπρου. Μόνο έξι μορφές αποτελούν
δημιούργημα του καλλιτέχνη. Παλαιότερα σχέδια, είκοσι πέντε στον αριθμό, από διάφορες
περιοχές του νησιού, χρησιμοποίησε και για το τοπίο του φόντου.
Το μακρόστενο σχήμα και οι μεγάλες διαστάσεις του έργου (17,5 μ. Χ 1,75 μ.), καθώς και η
συνθετική δομή του με τη μελετημένη εναλλαγή των ανθρώπινων χαρακτήρων, το κατατάσσουν στον τύπο της ζωοφόρου. Μια ζωοφόρο από τη ζωή της παραδοσιακής Κύπρου. Παρότι ο καλλιτέχνης έχει ως αφετηρία αναγνωρίσιμες μορφές, υπερβαίνει τα συγκεκριμένα ατομικά προσωπογραφικά χαρακτηριστικά και δίνει ανθρώπινους τύπους, μορφές-σύμβολα που συνθέτουν τον κόσμο που γνώρισε και αγάπησε, περνώντας από το ατομικό στο καθολικό.
«Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αντιλήφθηκα τη σημασία του άνδρα που δημιούργησε ένα σπιτικό, με γυναίκα και κόρες και γιους και γαμπρούς και εγγόνια που έπιαναν τόπο - γέμιζαν τα ευρύχωρα σπίτια…». Στο έργο η γυναίκα εμφανίζεται διακριτικά στο δεύτερο επίπεδο, όπως ακριβώς ήτανε η παρουσία της στην παραδοσιακή κοινωνία, αφιερωμένη στην οικογένεια έμενε πάντα στο περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής «με τη μεγάλη δύναμη της μάνας πάντα ζωντανή και κυρίαρχη».