ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Eίδαμε και μας άρεσε: «Τα κομμάτια της απώλειας» στο Netflix

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΗΣ

Του Ανδρέα Μαλάη

Αγγλόφωνο ντεμπούτο για τον Κονρέλ Μουντροκσό και το «Pieces of a woman» με πρωταγωνίστρια τη Βανέσα Κίρμπι. Η Μάρθα και ο Σον περιμένουν το πρώτο τους παιδί με την ξεχειλισμένη ανυπομονησία της ολοκλήρωσης. Η διαδικασία του τοκετού, ωστόσο, θα τους αφήσει μετέωρους στομώνοντας την προσδοκία με το αδιέξοδο και το ανείπωτο αποτέλεσμα ενός θνησιγενούς βρέφους. Η υπόθεση στη συνέχεια απλώνεται στις συνέπειες του θανάτου και του τρόπου με τον οποίο το ζευγάρι προσπαθεί να διαχειριστεί το κενό, έχοντας, ταυτόχρονα, να αντιμετωπίσουν και τον δαίδαλο της δικαστικής πορείας που θα ακολουθήσει για μια κάποια δικαίωση.

Ο Ούγγρος Κορνέλ Μουντρουκσό σε σενάριο της γυναίκας του Κάτα Βέμπερ κατορθώνει να πυκνώσει στον πρόλογο της ταινίας έναν αυτοβιογραφικό «δυσανάβατο» συναισθηματικό Γολγοθά, άρτια στοιχειωμένο με τη βασανιστική αγωνία της προσμονής του τέλους, που κορυφώνει ήδη την πλοκή προτού καν διαπραγματευτεί τις συνέπειες των «Παθών». Αντανακλά, έτσι, κατά εύστοχο τρόπο τη λιμνάζουσα σιωπή μετά το τέλος, που ξεγυμνώνει τους χαρακτήρες και τους επιτρέπει να μιλήσουν με αποστάσεις, με ακραίες συμπεριφορές και ξεσπάσματα.

Η εύλογη αποκλιμάκωση, ωστόσο, στερεί από το αποτέλεσμα εκείνο το συνεκτικό στοιχείο που θα εξυπηρετούσε καλύτερα τον συντονισμό του θεατή. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η Μάρθα ολοένα αποστασιοποιείται από τον σύζυγό της, ενώ εκείνος επιχειρεί μάταια να ξορκίσει τον θάνατο μέσα από την επιβεβαίωση των σπηλαιωδών ενστίκτων του, σε μια δίχως «κέντρο» διαχείριση του δράματος που δεν πείθει ούτε ως αρετή, ούτε ως ξεκάθαρη αδυναμία. Η ερμηνεία της θεματικής από τον Μουντρουκσό μοιάζει να εκβιάζεται μέσα από τη δική του αμηχανία να οδηγήσει αποφασιστικά και στέρεα την πλοκή προς την έξοδο, καθώς η «ουρά» του δράματος ανοίγεται δίχως χαλινό σε δικαστικές κι ερωτικές σκηνές, στιγμές οικογενειακών κρίσεων και ξεσπάσματα: όλα αυτά αποτελούν μεν θραύσματα, δεν δικαιολογούν, όμως τη χαλαρότητα με την οποία συρράπτονται από τον σκηνοθέτη.

Η Κίρμπι μάς χαρίζει την καλύτερη κινηματογραφικά στιγμή της σε μια θεατρικής υφής ερμηνεία, που αγγίζει, ας μου επιτραπεί, σχεδόν ηδονικά το πένθος της αλύτρωτης προσμονής. Η ανάγλυφη παρουσία της, ωστόσο, θολώνει προς το τέλος ως θύμα της αποπροσανατολισμένης πλοκής, ενώ ο Λε Μπουφ παραμένει σταθερότερος υποκριτικά, σε χαμηλότερο ασφαλώς υψόμετρο. Η Μπέρστιν, εξάλλου, πασκίζει να προσδώσει βάθος και νόημα σε έναν ρόλο πολύ κατώτερο του βεληνεκούς της, αυτόν της εύπορης και δυναμικής μητέρας και πεθεράς, που δρα σπασμωδικά και υπόγεια, χωρίς, ωστόσο, να εξοπλίζεται με επαρκές «χαρακτηρολογικό» υπόβαθρο, ακόμη και στην εξομολογητική σκηνή της.

Η εσωτερικότητα της Κίρμπι και ο αθέατος λυγμός στο βλέμμα της καθιστούν τη συγκεκριμένη κινηματογραφική εμπειρία αξιομνημόνευτη. Η ατμόσφαιρα που θα χάριζε, ωστόσο, ένα πιο «ευρωπαϊκό» περιτύλιγμα στο αποτέλεσμα ίσως απογείωνε και το σύνολο.