ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Είδαμε σινεμά: «Moonlight»

Του Χρήστου Παρίδη

Το «Moonlight» είναι κάτι που δεν περιμένεις από το Χόλιγουντ. Είναι μια ταινία τρομερά άγρια, σκοτεινή, αποπνικτική ώρες ώρες αλλά που λούζεται από φως! Λυρισμός, ανθρωπιά, σπαρακτικές σκηνές - πανέμορφες σκηνές, όλα ενταγμένα και καθαγιασμένα από αυτόν τον σχετικά άγνωστο νέο σκηνοθέτη που μεγάλωσε στο Μαϊάμι, τον Τζένκινς, ο οποίος αποκαλύπτει μία καθόλου γοητευτική πλευρά του διάσημου θέρετρου. Με προφανή τα βιωματικά στοιχεία, παρόλο που το σενάριο το υπογράφει ο Τάρελ Άλβιν Μακρέινι, πρόκειται για εκείνες τις ταινίες που το μοντάζ είναι ήδη στο μυαλό του δημιουργού την ώρα που το γυρίζει. Δηλαδή, απόλυτη ταύτιση ιστορίας και φιλμικού σώματος.

Στο αθέατο Μαϊάμι των φτωχών συνοικιών των Αφροαμερικανών και των Κουβανών όπου κυριαρχεί η ντόπα και το εμπόριο ουσιών, ο Σαϊρόν ζει με τη μητέρα του (Ναϊόμι Χάρις) η οποία είναι εθισμένη και για να τη βγάλει κάνει βίζιτες. Χωρίς παρουσία πατέρα, μάλιστα ποτέ δεν γίνεται καμία αναφορά, ίσως καρπός βίζιτας ο ίδιος, το αγόρι αυτό που όλοι αποκαλούν «μικρούλη» καθώς είναι μικροκαμωμένος και ιδιαίτερα τρωτός, είναι ο πιο εύκολος στόχος χλευασμού και μπούλινγκ από τους συμμαθητές του στο σχολείο. Τον κοροϊδεύουν, τον κυνηγάνε, τον χτυπάνε, ο ευαίσθητος χαρακτήρας του τους δίνει το δικαίωμα της εξόντωσης του. Ο Σαϊρόν δεν αμύνεται, δεν εκδηλώνεται, δεν ανταποδίδει. Ζει μια τυραννία η οποία στο σπίτι συμπληρώνεται από την ακόμα πιο αποκαρδιωτική και ίσως εξίσου απελπιστική κατάσταση της μητέρας του. Δεν έχει από πουθενά να πιαστεί, δεν βγάζει άχνα. Φοβάται; Πιθανόν! Ποιος δε θα φοβόταν; Μονίμως τρέχει να κρυφτεί, να αποδράσει από τους τυράννους του.

Μέχρι που εμφανίζεται σαν προστάτης άγγελος ο Χουάν (Μαχέρσαλα Άλι), ένας εύσωμος Κουβανός έμπορος ναρκωτικών και τον περιμαζεύει. Και γίνεται ο πατέρας που δεν έχει, που θα του πει δυο τρυφερές και σωστές κουβέντες μαζί με την φίλη του την Τερίζα που κι αυτή τον βλέπει σαν παιδί τους. Αλλά η ζωή και η γειτονία έχει άλλα σχέδια για αυτούς.

Η ιστορία αυτού του συνταρακτικού παιδιού εξελίσσεται σε τρία κεφάλαια: Ι. little (μικρούλης) II.Shiron (Σαϊρόν) III.Black (μαύρος). Κεφάλαια που αποτελούν τις τρεις ηλικίες του Σαϊρόν. Τρεις μοναχικές ηλικίες μιας τραγικά μοναχικής διαδρομής και επιβίωσης μέσα στην απόλυτη φτώχεια και βία, με μόνο απάγκιο το φίλο του τον Κέβιν, τον μόνο που του μιλάει και με τον οποίο θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση. Ίσως η μόνη που του δείχνει το φως, ακόμα κι όταν χρόνια αργότερα, μεταλλάσσεται - σαν να παίρνει εκδίκηση από μια αποτροπιαστική κοινωνία, εξοφλώντας όλα όσα του επέβαλε με το ίδιο νόμισμα.

Οι δημιουργοί αυτής της ξεχωριστής ταινίας, με το σπουδαίο καστ και τις  εξαιρετικές ερμηνείες όλων όσων ενσαρκώνουν τον Σαϊρόν σε διαφορετικές ηλικίες, δεν ωραιοποιούν τίποτα απολύτως. Μπαίνουν μέσα στην Αφροαμερικανική μειονότητα και δείχνουν όλη την απελπισία χωρίς να αναλύουν, χωρίς να καλύπτουν, χωρίς να ξορκίζουν κανένα και τίποτα. Ένας γκετοποιημένος μικρόκοσμος όπου όλοι είναι ευνουχισμένοι και μελλοθάνατοι. Κανείς δεν έχει μέλλον, πόσο μάλλον ένας αποσυνάγωγος. Η βία ως καθημερινότητα, τα ναρκωτικά ως μοναδική ασχολία, το σεξ ως αυτολύπηση. Κι εκεί έρχεται και η ομοφυλοφιλία, το μεγαλύτερο ταμπού των μαύρων, και γίνεται ταυτόχρονα ο λόγος διαπόμπευσης ενός νέου ανθρώπου και συγχρόνως το μόνο από το οποίο μπορεί να γαντζωθεί και να βλέπει την ελπίδα στο πρόσωπο ενός άλλου.

Ο Τζένκινς, επηρεασμένος από τις ταινίες του Γουόνγκ Καρ Γουάι χρησιμοποιεί αριστουργηματικά το φως και το σκοτάδι, με τη συνδρομή της εξαιρετικής φωτογραφίας του Τζέιμς Λάξτον, κάνει προσωπικά σχόλια με την υπαινικτική μουσική, ενώ τα τρία κεφάλαια μετακινούν υποδόρια την ταινία μέσω της αισθητικής σε μια οικουμενικότητα της θνητότητας. Αυτό που λέει ο Κέβιν λίγο πριν το τέλος, «Δεν έχω κάνει τίποτα ιδιαίτερο. Δεν είχα κανένα ιδιαίτερο ταλέντο. Δουλεύω, έχω το σπίτι μου, το παιδί μου, ζω».  Με φόντο μια λαϊκή αμερικάνικη diner.