ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Είδαμε σινεμά: «Nocturnal Animals»

Του Χρήστου Παρίδη

Όσο και να μην είσαι προκατειλημμένος απέναντι σε έναν διάσημο σχεδιαστή μόδας που αποφασίζει να γίνει σκηνοθέτης του κινηματογράφου, όπως είναι η περίπτωση του Τομ Φορντ, επ’ ουδενί δεν περιμένεις μια ταινία όπως τα «Nocturnal Animals»!

Την πρώτη του απόπειρα με το «A single man» βασισμένο στο ομότιτλο εμβληματικό βιβλίο του Κρίστοφερ Ίσεργουντ το δικαιολογούσες. Είχε τους δικούς του προσωπικούς λόγους να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Αλλά δε θα περίμενες ποτέ να διασκευάσει το μυθιστόρημα της Ώστιν Ράιτ και να το αποδώσει όπως το είδαμε στην οθόνη, αποδομώντας την κοινωνία της ματαιοδοξίας και της αλαζονείας με φόντο την Καλιφόρνια. Αυτός, ένας στυλοβάτης αυτής ακριβώς της κοινωνίας!

Η Σούζαν, μια πετυχημένη ιδιοκτήτρια γκαλερί, έχει προ καιρού εγκαταλείψει κάθε πιθανότητα ενασχόλησης με τη δημιουργική πλευρά της τέχνης. Είκοσι χρόνια πριν, για να παντρευτεί τον πρώτο της άντρα τον Έντουαρτ είχε συγκρουστεί με την υπερσυντηρητική Τεξανή σνομπ μητέρα της. Δεν ήταν απαραίτητα επειδή ο Έντουαρτ δεν ανήκε στην τάξη τους, αλλά κυρίως επειδή δεν ανήκε στη συνομοταξία αυτού του τύπου φιλόδοξων, αδίστακτων, υπεροπτικών πλασμάτων που ενδιαφέρονται μόνο για την άνοδο και την επικράτηση τους στην ανώτερη βαθμίδα της κοινωνίας και της εξουσίας.

Ο Έντουαρτ ήταν ακριβώς το αντίθετο: ευαίσθητος, καθόλου φιλόδοξος με αυτή την έννοια, ανθρώπινος, και το όνειρο του ήταν να γίνει συγγραφέας. Η Σούζαν αποδείχθηκε στην κοινή τους πορεία άξιο τέκνο της μάνας της. Κι ας έκανε υποτίθεται προσπάθειες να μην της μοιάσει. Όταν χρειάστηκε να τον ενθαρρύνει στις πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, δεν το έκανε. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τον εγκατέλειψε για έναν άλλο άντρα, φιλόδοξο και αριβίστα.

Κι έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Μια βραδιά εγκαινίων μιας νέας έκθεσης που έχει επιμεληθεί -με εικόνες που μολύνουν το «αμερικανικό όνειρο» καθώς υπέρβαρες γυμνές τσιρλίντερς χορεύουν κρατώντας σημαιάκια της Αμερικής-, συνειδητοποιεί την κενότητα της ζωής και της καριέρας που έχει πετύχει. Ο σύζυγος την απατάει και ζει πια τη δική του ζωή, η κόρη της έχει φύγει, και τότε καταφθάνει το χειρόγραφο ενός μυθιστορήματος του Έντουαρτ λίγο πριν την έκδοση του με τον τίτλο «Nocturnal Animals», όπως την αποκαλούσε εκείνος, αφιερωμένο στην ίδια. 20 χρόνια μετά το χωρισμό τους.

Αρχίζει να το διαβάζει. Η ιστορία που ξεδιπλώνεται μέσα από τις σελίδες του οπτικοποιούνται σε μια άλλη ταινία μες στην ταινία. Ένα θρίλερ στο οποίο μια οικογένεια ξεκινάει για διακοπές αλλά πέφτει θύμα μιας συμμορίας, ζώντας έναν εφιάλτη στη μέση του πουθενά. Η Σούζαν εκλαμβάνει το βιβλίο ως μια αλληγορία της δικής της συμπεριφοράς απέναντι στον πρώην άντρα της.

Η εξέλιξη της πλοκής διακόπτεται σε κάθε κορύφωση ενώ κάθε φορά που κλείνει το βιβλίο αναλογίζεται τη δική της ζωή στο παρελθόν και στο άβολο παρών. Όταν πια συνειδητοποιεί πόσο είχε πληγώσει τον Έντουαρτ, την προδοσία της και την ήττα της σε συναισθηματικό επίπεδο, καταλαβαίνει ότι είναι αργά για να επανορθώσει. Εκείνος έχει πάρει την εκδίκηση του κι εκείνη πίνει το πικρό ποτήρι, εν προκειμένης το ουίσκι της, ανίκανη να ανατρέψει τα γεγονότα. Απλά η ρεαλιστική βία του μυθιστορήματος αποδεικνύεται το ίδιο σκληρή με εκείνη της τάξης της και κυρίως της συμπεριφοράς της ίδιας απέναντι του.

Η τελειομανία του Τομ Φορντ είναι εμφανής σε κάθε πλάνο, σε κάθε σκηνή, σε όλες τις λεπτομέρειες, τόσο αισθητικά όσο και σεναριακά. Η βία σκηνοθετημένη με φρικτό ρεαλισμό αλλά και κατά έναν παράξενο τρόπο, καθώς οι εικόνες του μυθιστορήματος/παράλληλης ταινίας πατούν στη μεγάλη αμερικανική φωτογραφική παράδοση, με απόλυτη κομψότητα! Το Τέξας -τόπος καταγωγής του ίδιου του Φορντ -, αποκαλύπτεται ως ένα άνυδρο και ανελέητο τοπίο. Από κάθε άποψη. Τόσο στο σκοτάδι όσο και στο φως.

Οι ηθοποιοί του Έϊμι Άνταμς και Τζέικ Γκίλενχαλ (στο διπλό ρόλο του Έντουαρτ και του οικογενειάρχη στο θρίλερ) αποδίδουν εξαιρετικά τους χαρακτήρες, κι έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθείς τις εσωτερικές τους συγκρούσεις να εναλλάσσονται με τις εξωτερικές. Ίσως η μετάλλαξη της Σούζαν από μια ιδεαλίστρια νέα γυναίκα που αντικρούει της επιταγές της πλουτοκρατίας στην πλήρη της παράδοση σε αυτήν, να είναι η μόνη «αδύναμη» ερμηνεία της. Σα να βιάζεται να μεταλλαχτεί σε αυτό που απέφευγε, επιβεβαιώνοντας μας εκείνο το αμίμητο της μεγαλοαστής μαμάς της στη σύντομη σύγκρουση τους: «Μη γελιέσαι. Στο τέλος όλοι μας γινόμαστε σαν τις μητέρες μας».