ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Είδαμε σινεμά: «Trainspotting 2»

WIZ TEAM

Του Χρήστου Παρίδη
 
Δεν μπορείς να το αποκαλέσεις σίκουελ. Δε θα είχε νόημα κάτι τέτοιο 20 χρόνια μετά. Άλλωστε, πόσοι νέοι θα τρέξουν να γεμίσουν τις αίθουσες με μόνο εχέγγυο τη φήμη του πρώτου «Trainspotting», την εμβληματική ταινία των 90s; Σε αυτή που μπήκαμε εμείς, μία μεγάλη αίθουσα με γιγάντια οθόνη, ήταν άδεια. Το πιθανότερο είναι ότι παρόμοια θα είναι λίγο πολύ η αποδοχή και στο εξωτερικό. Ο σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ (ίσως όχι οι παραγωγοί) δε πόνταρε σε αυτό, δηλαδή στην εμπορική επιτυχία. Είναι σαφές ότι με ειλικρίνεια και νοσταλγία, δε στόχευε παρά στο συναίσθημα. Σα να ήθελε να ξαναδεί τους κινηματογραφικούς του ήρωες -και φίλους στη ζωή- από την αρχή, και την εποχή τους από κάποια απόσταση. Να κρίνει; Να «διορθώσει»; Να μιλήσει για το ανελέητο σήμερα μέσα από το παρελθόν, σαν εκείνο που λένε οι παρέες «άραγε που θα βρισκόμαστε 20 χρόνια από τώρα, και τι θα είμαστε;». Αυτό που κάποια στιγμή λέει ο Σάιμον στον Ρέντον: «Την νοσταλγία αναζητάς. Είναι σαν να είσαι τουρίστας στην ίδια σου τη νιότη». Νομίζω ότι όσοι μπαίνουν στις αίθουσες όπου παίζεται το Τ2 αυτό ακριβώς ψάχνουν: την ίδια τους τη νιότη!

Ο Σάιμον/ Sick Boy μανατζάρει μια παροπλισμένη παμπ ενώ «συμπληρώνει» το εισόδημα του στήνοντας εκβιασμούς σε ευπρεπείς νοικοκύρηδες με τη συνδρομή της Βουλγάρας φίλης του Βερόνικα, ο Σπαντ παραμένει τζάνκι και νοιώθοντας ανίκανος να σταθεί αντάξιος ως πατέρας στο γιό του ετοιμάζεται να την «κάνει», ο Μπέκμπι απολαμβάνει μια επιτυχημένη απόδραση από φυλακές υψίστης ασφαλείας και προσπαθεί να μυήσει τον εντελώς νοικοκυρόπαιδο γιό του στη μπίζνα της κλοπής. Σε αυτή τη φάση βρίσκονται οι τρεις από τους πέντε κολλητούς, τα πέντε εκείνα αλάνια βυθισμένα στα drugs, τη λαθραία ζωή, το σεξ υπό την απειλή του ειτζ στο Εδιμβούργο του 1996, που μάγεψαν μια ολόκληρη γενιά, έναν ολόκληρο κόσμο. Στο μεταξύ ο τέταρτος της παρέας, ο Ρέντον (Γιούαν Μακ Γκρέγκορ) την έκανε με τη λεία των 16000 λιρών από ληστεία που υποτίθεται έπρεπε να μοιραστούν ενώ ο Τόμμυ την έκανε γενικώς και οριστικώς από τον μάταιο τούτο κόσμο. Είκοσι χρόνια μετά λοιπόν, ο Ρέντον επιστρέφει στα πάτρια εδάφη από το Άμστερνταμ όπου κρυβόταν από τους ίδιους του τους κολλητούς και ελπίζει να τα βρει μαζί τους. Σώζει τον Σπαντ από αυτοκτονία, τρώει άγριο ξύλο από τον Σάιμον αλλά μονιάζουν και βάζουν πλώρη για ένα νέο ξεκίνημα, γίνεται στόχος -με μεγάλες πιθανότητες να μην τη σκαπουλάρει-, του Μπέκμπι.

Η ταινία τρέχει, με φρενήρεις ρυθμούς όπως τότε. Η μουσική σε κερδίζει και πάλι, όπως τότε, άλλωστε αποτελεί αναφορά στο σάουντρακ της πρώτης εκδοχής με Iggy Pop, The Clash, Frankie Goes to Hollywood, Underworld, Blondie, Queen, Run DMC. Η αισθητική σε κερδίζει γενικώς κι ας μοιάζει να σε ταξιδεύει πίσω σε άλλες εποχές. Οι εικόνες, η τρέλα, η ωμότητα, η σάτιρα, το χιούμορ, το σύντομο «αφιέρωμα» στο «μεγαλύτερο ποδοσφαιριστή όλων των εποχών» Τζωρτζ Μπεστ, όλα είναι εξαιρετικά. Με φόντο τις εργατικές συνοικίες, το σκουπιδιαριό, τις νύχτες, αλλά και μια πανέμορφη πόλη φωτογραφημένη στα καλύτερα της. Σε συγκινεί και αυτή η «πραγματική» διάσταση της μυθοπλασίας όπου βλέπεις την τετράδα των ηθοποιών μέσα από φλασμπακ 20 χρόνια νεότερους - όχι μακιγιάζ, όχι νεότεροι ηθοποιοί, οι ίδιοι πρωταγωνιστές, 20 χρόνια μεγαλύτερους σήμερα και πώς ήταν νέοι, να περιφέρονται στους ίδιους δρόμους, στα ίδια μέρη. Να τρέχουν να αρπάξουν τη ζωή από τα κέρατα, ενώ είναι σαφές ότι οι αντοχές τους δεν είναι και δε θα μπορούσαν να είναι οι ίδιες.

Ο χλευασμός του μότο «Διάλεξε ζωή» από την καμπάνια ενάντια στα ναρκωτικά «Διάλεξε στεγαστικό δάνειο. Διάλεξε οικογένεια, τηλεόραση, αμάξι, ασφάλιση, δουλειά, εμφάνιση...», από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία στην ταινία του 1996, έχει υποκατασταθεί από την αποδοχή και την κατάφαση μιας ζωής πλασματικής, ανασφαλούς, διαδικτυακής. Η ζωή μέσα από το «Διάλεξε social media, facebook, twitter» και πάει λέγοντας. Αλλά τουλάχιστον διαλέγουν τη ζωή, τον έρωτα, ίσως και μια «δεύτερη» ευκαιρία. Κι όσοι έζησαν το τότε, στο τέλος της προβολής βγαίνουν από την αίθουσα βυθισμένοι μέσα σε σκέψεις. Για τα χρόνια που έφυγαν, τα χρόνια που φεύγουν κι εκείνα που έρχονται. Όπως ο Ρέντον στο εφηβικό του δωμάτιο/μηχανή του χρόνου με το οποίο κλείνει και η ταινία.