Loading...
«Ήρθε η ώρα του επαναπατρισμού. Μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια, επιστρέφω στην Κύπρο με πολύ βαθιά συγκίνηση. Έχω τόση χαρά και προσμονή που επιστρέφω! Την αγαπάω βαθιά. Χαίρομαι που θα τη ζήσουν τα παιδιά μου από κοντά. Νομίζω πως κάθε αλήθεια και καλοσύνη που συναντούσα τόσα χρόνια οπουδήποτε στον κόσμο, με επέστρεφε εκεί».
Στο πλαίσιο μιας όμορφης συνέντευξης στην ελληνική έκδοση της Καθημερινής και συγκεκριμένα στο περιοδικό Κ, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είπε (όπως πάντα) πολλά και ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων και πως αποφάσισε να μετακομίσει μόνιμα με την οικογένειά του στην πατρίδα του.
«Ζήσαμε πέντε όμορφα και σημαντικά χρόνια στο Πήλιο. Το αγαπάω πολύ από τα δεκαέξι μου, όταν πήγα στο Φεστιβάλ Κλασικής Κιθάρας, στην Αγριά Βόλου. Ήταν όνειρό μου το να ζήσω εκεί. Γνώρισα τους ανθρώπους του, έζησα έντονες στιγμές. Τώρα ήρθε η ώρα του επαναπατρισμού. Μετά από τριάντα τέσσερα χρόνια, επιστρέφω στην Κύπρο με πολύ βαθιά συγκίνηση.
Όλα αυτά τα χρόνια επισκέπτομαι την Κύπρο όσο πιο συχνά μπορώ. Το ‘μόνιμη κατοικία’ για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα αποτελεί σύντομο ανέκδοτο. Και όμως, έχω τόση χαρά και προσμονή που επιστρέφω! Την αγαπάω βαθιά. Δυστυχώς, οι Ελλαδίτες τη γνωρίζουν λίγο και επιφανειακά. Χαίρομαι που θα τη ζήσουν τα παιδιά μου από κοντά. Νομίζω πως κάθε αλήθεια και καλοσύνη που συναντούσα τόσα χρόνια οπουδήποτε στον κόσμο, με επέστρεφε εκεί».
Τώρα που θα μετακομίσεις στην Κύπρο, υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορήσεις κάποιο υλικό που ενδεχομένως έχεις ετοιμάσει, ρωτά ο δημοσιογράφος Παντελής Τσομπάνης, αλλά και κατά πόσο τον αγχώνει που έχουν περάσει εννέα χρόνια από την τελευταία δισκογραφική δουλειά του (το 2014), τη ‘Μικρή βαλίτσα’.
«Έχω πολλά και διαφορετικά πράγματα στα σκαριά. Ελπίζω εκεί να βρω τη δύναμη και τη συγκέντρωση ώστε να τα ολοκληρώσω […] Αγχώνομαι όταν είμαι δημιουργικά άπραγος, όχι όταν δεν κυκλοφορώ κάποια δουλειά. Τα τελευταία χρόνια έκανα αρκετά πράγματα που δεν εκδίδονται δισκογραφικά, οπότε αισθάνομαι πλήρης. Μελέτησα, διάβασα, έγραψα, ασχολήθηκα πολύ με την ηλεκτρονική μουσική, με τη δημιουργία ήχων. Έκανα κάποιες διαλέξεις σε πανεπιστήμια στην Αμερική πάνω στη φύση του τραγουδιού, έγραψα μουσική για το θέατρο. Ταξίδεψα και έδωσα πολλές συναυλίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θα χαρώ να κυκλοφορήσω νέο υλικό, θα το κάνω σύντομα, αλλά όχι με άγχος. Δεν έχω κάποια δισκογραφική εταιρεία να με πιέζει, ούτε κάποια υποχρέωση σε κάποιον ή στον εαυτό μου. Θα το κάνω όταν έρθει η στιγμή να το μοιραστώ».
Οι συναυλίες φαντάζομαι πως σε βοηθούν στην επαφή σου με τον κόσμο, είναι η καταληκτική ερώτηση του δημοσιογράφου, μιας και η συνέντευξη έγινε με αφορμή τη μεγάλη συναυλία του στην Τεχνόπολη, όπου ενώνεται ξανά με τη μπάντα των πρώτων συναυλιών του, η οποία αποτελείται ως γνωστό από τους Μιλτιάδη Παπαστάμου, Σταύρο Λάντσια, Γιώτη Κιουρτσόγλου και Μιχάλη Καπηλίδη.
«Με βοηθούν πολύ, γιατί είμαι εσωστρεφής άνθρωπος και τις χρειάζομαι. Είναι ένας μοναδικός και πολύτιμος για μένα τρόπος μοιρασιάς και επικοινωνίας».
Να υπενθυμίσουμε ότι με την ίδια παράσταση ο Αλκίνοος Ιωαννίδης θα εμφανιστεί και στην Κύπρο, στις 22 Σεπτεμβρίου στο Μεσαιωνικό Κάστρο Πάφου και στις 23 Σεπτεμβρίου, στο Κοινοτικό Θεατράκι Λυμπιών.
Στο πλαίσιο της συνέντευξης πάντως είπε κι άλλα ωραία, μερικά από τα οποία παραθέτουμε παρακάτω:
-Θέλω να μοιραστώ μαζί σου την εικόνα που παρατηρώ στα σόσιαλ μίντια όσον αφορά τις συναυλίες σου: το πλήθος του νεαρόκοσμου που βρίσκεται κάτω από τη σκηνή.
-Μεγάλο μέρος του κοινού αποτελείται από νέους ανθρώπους, που είτε ήταν αγέννητοι είτε πολύ μικροί όταν πρωτοπαίξαμε με αυτό το σχήμα. Ειδικά σε αυτή την εποχή, μέσα στον ορυμαγδό της πληροφορίας και στο ρούφηγμα των σόσιαλ μίντια, το να ανοίγει ένα παιδί ένα λογοτεχνικό βιβλίο αποτελεί επαναστατική πράξη. Το να βλέπεις νέους και νέες να πηγαίνουν σε συναυλίες ή θεατρικές παραστάσεις για να ζήσουν από κοινού μια αληθινή στιγμή, για να συναντήσουν κάτι που μπορεί να μιλήσει στην καρδιά τους, είναι συγκινητικό και ελπιδοφόρο.
-Υπάρχουν φορές που φέρνω στον νου μου κάποιους από τους στίχους της Πατρίδας (από το άλμπουμ Νεροποντή, 2009), όπου παίρνεις και ένα δάνειο από το Τσάμικο του Σαββόπουλου, με το οποίο και κλείνεις οργισμένα το τραγούδι σου. «Έχεις πατρίδα τον φόβο […] / μισείς τον μέσα σου ξένο κι όχι, δεν καταλαβαίνω / δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω».
-Οι φίλοι μού έλεγαν να μην το βάλω στον δίσκο. «Γιατί κινδυνολογείς, όλα μια χαρά είναι», μου έλεγαν, αφού γράφτηκε πριν από την κρίση. Αναφέρεται σε γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του τόπου μας που έζησα ο ίδιος ή η οικογένειά μου, γεγονότα που με καθόρισαν: ο θάνατος των δύο παππούδων μου, του Κύπριου στον βομβαρδισμό του Λονδίνου από τους ναζί, του Μικρασιάτη από Βούλγαρους φασίστες στη Δράμα, το πραξικόπημα, η αιχμαλωσία της εκφωνήτριας μητέρας μου στο ΡΙΚ από τους χουντικούς, η τουρκική εισβολή, που είναι και η πρώτη καθαρή μου ανάμνηση, ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας ενώ τραγουδούσα, το κάψιμο του κτιρίου «Κ. Μαρούση» στην Ομόνοια το 1991, όπου ήμουν παρών ενώ καίγονταν ζωντανοί τέσσερις άνθρωποι, η δολοφονία του Σολωμού, το άνοιγμα της Πράσινης Γραμμής, η άρνησή μου να τραγουδήσω στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Και άλλα που έβλεπα να έρχονται, όπως η συνολική κατάρρευση της χώρας, η ποδοσφαιροποίηση της ζωής μας, τα κόμματα, ο σκοτεινός λόγος των ιερέων, η ξενοφοβία, η επάνοδος του φασισμού. Το Τσάμικο είναι ένα σπουδαίο τραγούδι. Τρέφω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον Διονύση Σαββόπουλο. Αν δεν υπήρχε, θα ήμουν κάποιος άλλος. Είναι σημαντικό για μένα που κάτι τόσο προσωπικό μου αναφέρεται σε κάτι δικό του.
-Θέλει καθημερινό αγώνα το να αφοπλίζεις το τέρας μέσα και γύρω σου.
-Εσύ έχεις κάποιο τέρας μέσα σου;
-Βέβαια. Όλοι έχουμε. Έγραψα κι ένα ακυκλοφόρητο τραγούδι για τα τέρατα. Όμως, το ποιο δέντρο διαλέγουμε να ποτίσουμε μέσα μας, ώστε να μεγαλώσει, να απλώσει ρίζες και να δώσει καρπούς, είναι αυτό που μας χαρακτηρίζει στο τέλος. Μαζί υπάρχουν και όλα τα άλλα ζιζάνια που παλεύουμε μαζί τους, όπως τα μπαομπάμπ στον Μικρό Πρίγκιπα.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη.
Φωτογραφία: Άγγελος Γιωτόπουλος