ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε & είδαμε: «Η Αϊσέ Πάει Διακοπές»

Της Αργυρώς Τουμάζου

Άλλο ένα κυπροκεντρικό έργο της Κωνσταντίας Σωτηρίου, η νουβέλας της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» (εκδ.2015) βρίσκει το δρόμο για το θέατρο Δέντρο, σε μια σύμπραξη δύο θεατρικών ομάδων, τις Σόλο για Τρεις & Θέατρο Αντίλογος. Η Αϊσέ πάει διακοπές όμως, αν δεν το θυμάστε, είναι κι ο περιβόητος κωδικός του τουρκικού στρατού για την 2η απόβαση / εισβολή στην Κύπρο το ’74 και αποτελεί ηχηρό τίτλο για ένα έργο-ρωγμή, όπως το αποκαλεί η συγγραφέας, που ανασκαλίζει το ιστορικό παρελθόν μας αμφισβητώντας διχασμό και απόλυτες ταυτότητες μέσα από την ιστορία μιας μάνας. Αϊσέ, Χατισέ, Ελένη… το ίδιο δεν κάνει;

Μέσα από τη φόρμα και αφορμή μιας μακράς αφήγησης της μέσα στη νύκτα, ακολουθούμε το ταξίδι της ζωής της από το ’50, μέσα από αποσπασματικές μνήμες και αναπολήσεις. Μέχρι την επομένη μέρα που ξημερώνει, στο 2003 πια, όταν θα επιστρέψει ο γιός από την άλλη πλευρά με άλλες αλήθειες κι  ερωτήματα, εκεί ακριβώς σταματά η αφήγηση, αφήνοντας αιωρούμενες σκέψεις και λύσεις για τον καθένα μας.
 
Αποκαλυπτικός κυπριακός ρεαλισμός, λοιπόν, σαν λίγο νερό στη δίψα μας για μια ουσιαστική θεατρική διερεύνηση της «δικής» μας ζωής και ιστορίας, παλιάς και σύγχρονης. Και με το δίκιο μας, αφού αποτελεί αναγκαία κοινωνική διεργασία για την ανάπτυξη επιτέλους ενός αξιόλογου γηγενούς θεάτρου που να καλλιεργεί το κοινό του, αλλά και που να αυτο-καλλιεργείται και ν’ αναπτύσσεται προπορευόμενο. Κι ας αποδεικνύεται απαιτητικό το δραματουργικό μοτίβο που ανθεί στις μέρες μας, δηλαδή η διασκευή πεζογραφημάτων σε αφηγηματικό θεατρικό λόγο, που στην προκειμένη παράσταση ανέλαβαν το γνωστό ντουέτο Βαλεντίνου Κόκκινου και Μαρίνας Βρόντη. Μαζί με την σκηνοθεσία της Μαρίας Μανναρίδου - Καρσερά που πίστεψε στην πρόταση τους, ορθά στήνουν την μάνα στο κέντρο της αφήγησης.

Όλοι οι άλλοι χαρακτήρες μπαινοβγαίνουν γύρω της, ζωντανεύοντας μικρές ή μεγάλες αναμνήσεις σαν flash back, με διαλόγους αρκετά ελλειπτικούς, σύντομους και προφανής, ακολουθώντας ένα αποτελεσματικό γαϊτανάκι-πρότυπο εξιστόρησης με μουσικά ακούσματα (Χάρης Χαραλάμπους) και αφαιρετικό σκηνικό (Στέλλα Πάρπα). Αν και δεν δημιουργείται κλασική θεατρική δράση, ούτε ο εσωτερικός μονόλογος της μάνας εμβαθύνει στα διλήμματα της δράσης της -δεν μαθαίνουμε γιατί είναι αυτή που είναι- η ίδια περιγράφει περισσότερο τις περιστάσεις της εμπλουτίζοντας με θύμισες παραδοσιακών στοιχείων, αφήνοντας να νοηθεί ότι ο έρωτας και οι περιστάσεις πήραν το τιμόνι.

Δεν λείπουν όμως κι οι αστοχίες της ομαδικής σύλληψης κι εκτέλεσης που ενώ το επενδύουν συγκινησιακά, δεν το αφήνουν να απογειωθεί παραστατικά και περιορίζουν τις ερμηνείες. Κατ’ αρχήν η γλώσσα, με την οποία η Κωνσταντία Σωτηρίου συνειδητά πειραματίζεται, κυπριακή και καθομιλουμένη ελληνική μέσα σε πλαίσια. Διαβάζοντας τη νουβέλα, αυτό το παιχνίδισμα έχει ενδιαφέρον γιατί ακούς σαν αναγνώστης με τ’ αυτιά της φαντασίας σου και τη διάλεκτο σου και την ελληνική σου. Στη σκηνή όμως, ακόμα μου φαίνεται είμαστε όλοι δέσμιοι του υπερτονισμού, όπως έχουμε μάθει να ακούμε τα κυπριακά στην παραδοσιακή ηθογραφία. Ένας αχρείαστος στόμφος και υπερτονισμός των κυπριακών λέξεων που δυστυχώς δεν προσπερνά τη φολκλορική προσέγγιση και ήχο, αντίθετα υποκύπτει σ’ αυτήν για γοητεία. Και βέβαια αυτή είναι η αποδεκτή δημόσια εκφορά αν κρίνει κανείς από τα τόσα τηλεοπτικά επεισόδια, απλά στο θέατρο κόβει τα πόδια στην φυσικότητα και εκλέπτυνση των ερμηνειών και ενοχλεί ακόμα περισσότερο.

Έπειτα είναι τα στερεότυπα των χαρακτήρων και η πασιφανής προβλεψιμότητα των συμπεριφορών τους: η απλοϊκή Παφίτισσα χωριατοπούλα (Χριστίνα Χριστόφια), η αυστηρή αδερφή (Ηλιάνα Κάκουρα), η κοκέτα ράφτρα (Αντρούλα Ηρακλέους), η συμπαθητική γειτόνισσα (Πόπη Αβραάμ), ο ερωτύλος Αρμένης (Κωνσταντίνος Αλκιβιάδης)… σαν ένα μωσαϊκό κυπριακών μορφών που στην ανάγνωση μπορεί να σου προκαλούν κι ένα μειδίαμα και να πετάγεσαι 2-3 γραμμές πιο κάτω. Όμως στο θέατρο στραγγίζουν το απροσδόκητο και κουράζουν. Επιπλέον η δραματοποίηση ελκύεται στις μακροσκελή περιγραφές αναγνωρίσιμων και κοινότυπων θεμάτων που έτσι κι αλλιώς είναι προσχήματα… όπως οι κεφτέδες της αδερφής, το πουργούρι με ντομάτες που σφράγισε τη μέρα που της έφεραν τον σύζυγο της νεκρό, η ατέλειωτη περιγραφή της σύντομης ζωής του μεταξοσκώληκα, ακόμα και όταν επενδύει τη δράση μπροστά στην προσπάθεια να της δοθεί μια άλλη διάσταση. Αντιαισθητικό βρήκα επίσης το voice over για τις δύο γυναίκες που ενώ παρουσιάζονται στα φωτισμένα παραπετάσματα του σκηνικού, αντί ζωντανής ερμηνείας τους ενισχύοντας την αφαιρετική δράση ακούμε τον ηλεκτρικό ήχο του τι θα έλεγαν αν άνοιγαν το στόμα τους. Ανερμάτιστες μου φάνηκαν οι μουσικές επιλογές, από το μεσαιωνικό άσμα της Αρετούσας που σιγοτραγουδά η Ελένη από την Πάφο ως τον Μάνο Χατζιδάκι, μοτίβο χιλιοπαιγμένο σε εκπομπές του ΡΙΚ. Ναι, έτσι είμαστε, αυτοί είμαστε, αλλά στο θέατρο αναζητούμε το ξάφνιασμα, την εκλέπτυνση, όχι με τα γνωστά τεχνάσματα αλλά με νέα κι ας μιλούμε γι' αυτό που είμαστε, τόσο στο παρόν όσο και στο παρελθόν…