ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε & είδαμε: «Η παράλειψη τη οικογένειας Κόλεμαν»

Της Αργυρώς Τουμάζου

Η οικογένεια Κόλεμαν μαστίζεται από μια σειρά παραλείψεων, χαρακτηριστικών της ανέχειας και του περιθωρίου, αλλά σίγουρα η πιο εκκωφαντική, μέσα στην απόλυτη αποσιώπηση της, είναι αυτή του τραγικού τέλους. Η εγκληματική εγκατάλειψη του πιο αδύνατου κι ενοχλητικού μέλους της, χωρίς καμιά κουβέντα, υποκύπτει στον άγραφο νόμο της φυσικής επιβίωσης που θέλει τους δυνατούς να θυσιάζουν τους αδύνατους για να επιβιώσουν όσοι άλλοι μπορέσουν. 

Το θεατρικό του Αργεντινού ηθοποιού-σκηνοθέτη-συγγραφέα Κλαούντιο Τολκατσίρ γράφτηκε συλλογικά, αυτοσχεδιαστικά και εξελικτικά από τον θίασο στο σπίτι του Τολκατσίρ που μετατράπηκε σε θεατρικό εργαστήρι με συνεχείς πρόβες εννιά μηνών. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2005 εν καιρώ οικονομικής πτώχευσης της Αργεντινής και εκτόξευσε το όνομα του συγγραφέα που βρέθηκε ξαφνικά στην επικαιρότητα, είχε σκηνοθετική αναγνώριση και βραβεύσεις.

Παρ’ όλα αυτά ο Τολκατσίρ, που θεωρεί την οικογένεια ως τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνίας αλλά και των θεατρικών του, είναι ανελέητος με τα μέλη αυτής της οικογένειας του. Χαρακτήρες επιφανειακά αναγνωρίσιμοι αλλά ταυτόχρονα ακραίοι κι ασταμάτητα επιθετικοί μεταξύ τους, μέσα στο παραισθησιακό χάος που δημιουργούν γύρω τους.

Η γραφή του έργου, ένας σκληρός ρεαλιστικός παραλογισμός δράσης με μαύρο χιούμορ, ευνόησε την σκηνοθέτρια Μαρία Κυριάκου να κινηθεί στα βήματα του συγγραφέα. Όντας και η ίδια συγγραφέας devised theatre (θέατρο επινόησης), αναζήτησε βιωματική στήριξη σε εργαστήρι με τον Ελλαδίτη θεατράνθρωπο Γιάννη Λεοντάρη, τον οποίο ευχαριστεί στο σημείωμα της για τα ανεκτίμητα εφόδια αντιμετώπισης του έργου.  

Στις αποθήκες του ΘΟΚ, λοιπόν, βιώσαμε ολοζώντανο τον συρφετό ασυνεννοησίας των Κόλεμαν, μιας οικογένειας σχεδόν εξεζητημένα ανώμαλης. Όλοι εξαρτημένοι, απομονωμένοι, αποτελματωμένοι. Μια οικογένεια συνεχών αλληλο-εκβιασμών που σε ζαλίζει με τον ποταπό εγωκεντρισμό των μελών της, τα αλλότρια κίνητρά τους αλλά πρωτίστως και μεγαλειωδώς με την έλλειψη στοιχειώδους ωριμότητας και θάρρους για συνείδηση της κατάστασης τους .

Καθώς το έργο προχωρά και ο θεατής εγκλιματίζεται σ’ αυτό το θεατρικό εξεζητημένο καταιγισμό, ψάχνει να βρει λόγους και δικαιολογητικά του καθενός για να του γίνουν συμπαθείς σαν ήρωες θεατρικού κι όλος αυτός ο καταθλιπτικός παροξυσμός αρχίζει να αποκτά νόημα. Έχουμε συμπαθήσει λογιών-λογιών εγκληματίες της σκηνής, εδώ όμως αυτό γίνεται πραγματικά δύσκολο. Δεν βοηθά κι ο συγγραφέας που κρατά ηθικές αποστάσεις από τους απονενοημένους χαρακτήρες του «αφήνοντας τους θεατές ν’ αποφασίσουν»,  όπως σημειώνεται στο πρόγραμμα σ’ ένα ανυπόγραφο κείμενο. Ούτε το τέλος του έργου αφήνει κανένα περιθώριο. Από τη στιγμή που πεθαίνει η γιαγιά, όλοι το σκάνε σαν ποντίκια δεξιά κι αριστερά αποποιούμενοι οποιασδήποτε ευθύνης, αφήνοντας το προβληματικό μέλος τους μόνο και έρημο… Καμία σωτηρία. Κανένα παράθυρο. Καμία ελπίδα για την μικρότητα τους.

Σκηνοθεσία, σκηνογραφία κι ερμηνείες συμπορεύτηκαν σ’ αυτή την ατμόσφαιρα υπερβολής του οικογενειακού  παραλογισμού της οικογένειας Κόλεμαν, πετυχαίνοντας τους γρήγορους και παράλληλους ρυθμούς του έργου, αλλά και συμπιέζοντας ερμηνείες. Συμπίεση και υπερβολή εκπέμπει και το σκηνικό των Μελίτα Κούτα και Χάρη Καυκαρίδη. Από τη μια το χαοτικό σπιτικό των Κόλεμαν απλώνεται και κυριαρχεί σε όλο το σκηνικό του πρώτου μέρους, στο δεύτερο μέρος όμως που εκτυλίσσεται αποκλειστικά σε ένα δωμάτιο κλινικής, περιορίζεται στο χώρο όπου πριν δέσποζε ο καναπές και συμμαζεύει την δράση σ’ ένα τετράγωνο κι ένα διάδρομο, τηρώντας τους φιλότιμους σκηνογραφικούς σχεδιασμούς επί δαπέδου.

Ερμηνευτικά ξεχωρίζει η ερμηνεία της Νιόβης Χαραλάμπους που μας ξεγελά αρχικά με τις «καθαρές» προθέσεις της, μέχρι κι αυτή να υποπέσει στις παραλείψεις των Κόλεμαν. Και ο Μάριος Κωνσταντίνου στον ρόλο του προβληματικού, ο οποίος ξεκινά ανάποδα, αντιπαθητικός, μέχρι που τα «ακατανόητα» του αρχίζουν και βγάζουν νόημα καταλήγοντας όντως τραγικός.