ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Πήγαμε και είδαμε: «Βάκχες»

Της Αργυρώς Τουμάζου

Το τελευταίο έργο του Ευριπίδη πριν το θάνατο του, γραμμένο στην εξορία της Μακεδονίας το 407 π.Χ., παρουσίασε ο ισραηλινός θίασος Yair Sherman Ensemble στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος. Ανατρεπτικές οι προθέσεις του σκηνοθέτη Yair Sherman,  όπως καταγράφονται στο σημείωμα του εξηγώντας τη δική του, σύγχρονη ερμηνεία και παραστατική εκδοχή του έργου, όπου δύο παραγνωρισμένοι καλλιτέχνες επαναστάτες ζητούν αναγνώριση, Ευριπίδης και Διόνυσος, ego και alter-ego, σε μια  μεταμοντέρνα παραστατική εκδοχή που ικανοποίησε πολλούς αλλά και εξόργισε άλλους.

Στο ανοικτό, άδειο σκηνικό με τα δύο DJ sets εκατέρωθεν και τα φώτα πίστας, φιγουράρει μόνο ένα τραπέζι, μια καρέκλα και ένας υπολογιστής που περιμένουν τον συγγραφέα τους. Από τις κερκίδες κατεβαίνει ο πικραμένος ποιητής, με κοστούμι και γυαλιά, τρεκλίζοντας με μια μπουκάλα ποτό στο  χέρι, ο Ευριπίδης σε κακά χάλια. Αυτός κάθεται να γράψει, να διηγηθεί πυρετικά τρόπον τινά τις «Βάκχες» του, με τη συνδρομή των τεσσάρων ταγμένων βοηθών του -οι γυναίκες με τις μαύρες φόρμες των παρασκηνίων- να αντικαθιστούν τον χορό, και να συνδράμουν που και που με τα μελαγχολικές μελωδίες τους. Ομοίως καταφθάνουν και οι ερμηνευτές του με τις ασπριδερές  φόρμες για να ‘ενδυθούν’ τα επίσης λευκά κυρίως κουστούμια και ήρωες, βγαλμένοι λες από το μυαλό, την ανάγκη και το κείμενο του συγγραφέα.

Σ’ ένα τέτοιο σκηνοθετικό σύμπαν λοιπόν, με ακραία κουστούμια και εμφαντικές ερμηνείες  συγκρούονται οι δύο αντίθετες δυνάμεις. Από τη μια η πατριαρχική άτεγκτη υπεροψία της εξουσίας του αρρενωπού βασιλιά Πενθέα, που θέλει να πατάξει τον νέο θεό Διόνυσο και τα οργιαστικά, ερωτικά του καλέσματα που τρέλαναν τη πόλη. Από την άλλη αντιτάσσεται ένα μικρόσωμο πειραχτήρι, καλλίγραμμο και θηλυπρεπές, ο Διόνυσος, σαν κυνικός και χιουμορίστας βελζεβούλης του έρωτος. Προκαλεί τον Πενθέα για την αδιαλλαξία και απολυτοσύνη του, τον προειδοποιεί, τον γελοιοποιεί ντύνοντας τον με γυναικεία φορέματα και τον τιμωρεί με τον χειρότερο τρόπο κι αυτόν και τη γενιά του. Μ’ ένα φιλί στο στόμα δε, σαν ‘άλλος’ Ιούδας, τον αποτελειώνει σαν θήραμα πια στα μαινόμενα χέρια της βακχεύουσας μάνας του. 

Παρόλη την τολμηρή σκηνοθετική αυθαιρεσία που ίσως ενόχλησε κάποιους για την κοσμικότητα της και την γείωση του έργου στον ερωτισμό του σήμερα, το θέαμα είχε συνοχή ύφους, δυνατές ερμηνείες, ρυθμό και εναλλαγές, μουσική, τραγούδι, φώτα και θεαματικές σκηνές, που κρατούσαν και την προσοχή και το ενδιαφέρον και αυτά καταγράφονται στα θετικά της παραγωγής.

Προσωπικά ένοιωσα ότι ενώ το θέαμα ενίσχυε την αφηγηματικότητα και την αποστασιοποίηση που ήθελε, ταυτόχρονα η προσέγγιση μού στέρησε την τραγικότητα αλλά και τη συγκίνηση, ένοιωσα ότι δεν με κέρδιζε με την ύβρη όπως εκφράστηκε. Αντίθετα ένοιωσα την κυνική διάθεση και τις απροκάλυπτες ακρότητες σε μερικά σημεία να εξυπηρετούν κακόγουστα τον εντυπωσιασμό και την γελοιοποίηση, όπως η ελαφράδα του Διόνυσου σαν θεού. Ή τα κουστούμια του γέρο βασιλιά Κάδμου και του μάντη Τειρεσία, που τους είδαμε σαν δύο αδύναμα γεροντάκια με γυναικείες τουαλέτες από δαντέλλα και tutu. Το ίδιο σχεδόν επώδυνο ήταν και το θηλυκό κουστούμι του Πενθέα, έτσι όπως τον παρουσίασε ο θεός Διόνυσος, με μια ολοκόκκινη στενή, λαμέ τουαλέτα πίστας, σαν σταρ drag queen. Αλλά και η ερμηνευτική επιλογή της πρώτης αγγελιαφόρου ως κουτσής, τρεμάμενης, σαν φύση ειδικών αναγκών, μια άρτια τεχνικά ερμηνεία αλλά και μια ανεξήγητη υπερβολή στη διαφορετικότητα.