Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Μια παράσταση ψηλών προδιαγραφών φιλοξένησε το περασμένο Σάββατο το Πάφος2017, βασισμένη στην τραγική μάντισσα- ιέρεια Κασσάνδρα της Τροίας, όπως τη μεταποίησε σε ένα χειμαρρώδη εσωτερικό μονόλογο, φιλοσοφικό και αντιπολεμικό, η ανατολικο-γερμανίδα κριτικός-συγγραφέας Christa Wolf το 1983. Με σαφείς παραληρισμούς για το καταπιεστικό, πολεμο-πλόκο καθεστώς του ψυχρού πολέμου και της λογοκρισίας, θύμα της οποίας άλλωστε υπήρξε και το συγκεκριμένο διήγημα της. Ο ελεύθερος λόγος είχε απαγορευτεί και στην περιθωριακή «Κασσάνδρα» της από πατέρα και αδέρφια, βασιλείς της Τροίας, ως εμπόδιο στα πολεμοχαρή σχέδια τους. Ακόμα και ο θεός της μαντικής Απόλλωνας, κι ας υπηρετούσε στο ναό του, τη σφράγισε ανεπανόρθωτα με το φιλί του: να προλέγει το μέλλον με οράματα, μα στα λόγια, κανείς να μη την πιστεύει.
Στο έργο τη βρίσκουμε λίγο πριν το θάνατο της, να ιστορεί ελεύθερα, με πόνο και για τελευταία φορά τις προσωπικές της μνήμες και ανατρεπτικές της σκέψεις για την δεκάχρονη καταστροφή της Τρόιας, το φονικό μένος και τις δολοπλοκίες εξουσίας τόσο των Ελλήνων όσο και των Τρωάδων, τόσο των θεών, όσο και των ανθρώπων. Και στο κέντρο όλων, σαν το κοινό νόμισμα θαρρείς, οι γυνάικες. Ελένη, Εκάβη Ανδρομάχη, Πολυξένη, Μυρίνη και η Κασσάνδρα του περιθωρίου, τα κατ’ εξοχήν εξιλαστήρια θύματα που αλλάζουν ιδιοκτήτη ή σφαγιάζονται είτε για εκδίκηση είτε για επιβράβευση ή εκτόνωση, τονίζοντας τη φεμινιστική θεώρηση της Wolf.
Το διήγημα το ίδιο είναι ένας εξομολογητικός χείμαρρος που φέρνει τις ακρότητες της εξουσίας σε ανατριχιαστική ψυχολογική εγγύτητα μέσα από την προσωπική, παρατηρητική ματιά και μαντική της ηρωίδας -μια εικόνα χίλιες λέξεις- ανείπωτες. Έτσι η Κασσάνδρα της Wolf δίνει τη δική της εξήγηση γιατί επιλέγει να παραμείνει με τον λαό της, όχι σαν προστάτιδα ηρωίδα αλλά μέχρι θανάτου, αντί να φύγει με τον αγαπημένο της Αίαντα που δραπετεύει από τον παραλογισμό τραβώντας για Σικελία. Οι απόγονοι του, και κατά ένα λόγιο μύθο, έκτισαν μετέπειτα τη Ρώμη… Κι η ιστορία επαναλαμβάνεται στους αιώνες …
Ο Ελβετός μουσικός Michael Jarrell κράτησε υποδειγματικά όσο κείμενο χρειαζόταν από αυτό το συνειδησιακό διήγημα για να δημιουργήσει την 60λεπτη παραγωγή του, μια εντυπωσιακή σύνθεση για ορχήστρα και ερμηνεία ηθοποιού. Η σύγχρονη μουσική του, με έντονους ρυθμούς που αλληλεπικαλύπτονται, με ανορθόδοξες εικόνες έντασης από διάφορα όργανα και ατμοσφαιρικό ηλεκτρονικό θαρρείς ήχο, πραγματικά καθορίζει το συναισθηματικό τοπίο με παράξενους, καθηλωτικούς ήχους και επεμβατικούς συνειρμούς, μια παρατεταμένη μουσική coda του τέλους, όπως την αποκάλεσε ο ίδιος.
Σ’ αυτή την ευρηματική παρτιτούρα, η σπουδαία καλλιτέχνις Fanny Ardant αποδεικνύεται το τέλειο ταίρι στην ερμηνεία. Όχι μόνο γιατί συμβαδίζει απόλυτα με το τέμπο και την αίσθηση της μουσικής, κάνοντας το δικό της διάλογο, πότε σε αρμονία και πότε σε κόντρα με τον ήχο μεγεθύνοντας την τραγική αίσθηση του έργου, αλλά και σε ερμηνεία. Αντίθετα με τις συνήθεις, επιβλητικές φωνές των τραγωδών που έχουμε συνηθίσει, τοποθετείται έξοχα ως γυναίκα του περιθωρίου, τρυφερά και με γρέζι φωνής, σαν μια αναχωρητής μιας μοίρας που προείπε, τόσο για τους άλλους όσος και για τον εαυτό της. Με επιλεγμένες δυναμικές εξάρσεις που συνεπαίρνουν και κίνηση λιτή, τελετουργική, με εντυπωσιακά μοτίβα όπως το κόκκινο πανί να πέφτει σαν αίμα στα χέρια και τα πόδια της. Τέλος η σκηνοθεσία του Hervé Loichemol εμπλούτισε το θέαμα περαιτέρω με φωτιστικούς σχεδιασμούς προετοιμάζοντας το καθοριστικό τέλος που στιγματίζει το έδαφος με μαυρόασπρη προβολή μιας ζωντανής κάτοψης πόλης, κατεστραμμένης. Πραγματικά ένα έξοχο πάντρεμα πάθους και ακρίβειας, σύγχρονης μουσικής, ερμηνείας και θεάματος.
Μοναδική παραφωνία της βραδιάς ο περιβάλλοντας χώρος του κάστρου της Πάφου. Πέραν από τους μακρινούς βόμβους, με τα αεροπλάνα να πετούν και τους τουρίστες της παρακείμενης προβλήτας να δειπνούν, οι κοντινές νεανικές τσιρίδες από τα πλάγια ήταν αυτές που επενέβαιναν ενοχλητικά στη διάρκεια της παράστασης. Προσθέστε και μερικούς θεατές που σε διάφορα σημεία των 60 λεπτών της παραγωγής αποφάσιζαν ότι δεν τους αφορούσε πια το θέαμα και κατέβαιναν με αναπόφευκτο θόρυβο στο σανίδωμα των κερκίδων. Και δεν χρειαζόταν μαντική αλλά πρόνοια για αποφυγή τους.
* Φωτογραφίες foto LARKO, Pafos