Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Άλλη μία τραγωδία με πρωταγωνιστή τον ‘ηττημένο εχθρό’ των Ελλήνων, είδαμε στο θέατρο αυτό το καλοκαίρι, θαυμάζοντας το μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Μετά τις Ευριπίδειες γυναικείες «Τρωάδες» της Πάφου, ο ΘΟΚ παρουσιάζει τους Αισχυλικούς άνδρες των «Περσών». Σύμπτωση και χρονική συγκυρία, φέρνουν αναπόφευκτα στο νου τις ήττες και τα δεινά των ημερών και του τόπου μας.
Ο Αισχύλος έγραψε την ιστορική τραγωδία του (472 π.χ.) λίγα χρόνια μετά την νίκη των Ελλήνων στις Θερμοπύλες και στη Σαλαμίνα, όπου έλαβε κι ο ίδιος μέρος. Κι όμως το έργο του παρουσιάζει την ήττα των Περσών ως τον κλονισμό του απολυταρχικού δόγματος της αυτοκρατορίας τους, εκεί ακριβώς όταν φτάνει ο αγγελιαφόρος εξιστορώντας τη συντριβή του στρατού τους και του πλούτου τους, τον χαμό των νέων τους και την απόλυτη πτώση των βασιλιάδων τους, από τους Έλληνες μαχητές, ‘ανθρώπους ελεύθερους… υπήκοοι κανενός’ όπως σημειώνει κι ο σκηνοθέτης. Από την έπαρση και δύναμη του πλούτου - με πράξεις ύβρεις στους θεούς, όπως αποδίδει στο γιο του ο σοφός βασιλιάς Δαρείος που ανακαλείται από τον Άδη για να συνδράμει το λαό του - στον αφανισμό και την ταπείνωση. Τραγωδία θρήνου, πένθους και σεβασμού παράλληλα στην δυστυχία του ηττημένου. Εξ’ ου και η έντονη λυρική της διάθεση, που σαν πρώιμη τραγωδία αφήνει τον Χορό να κυριαρχεί στο δράμα με τραγούδι και χορό, περιορίζοντας τα πιο στατικά διαλογικά μέρη των βασιλέων.
Μέσα από τα εκλεκτά σημειώματα του προγράμματος, του διακεκριμένου εκλιπόντος ακαδημαϊκού / μεταφραστή Παναγιώτη Μουλλά και του καθηγητή Θεόδωρου Στεφανόπουλου που δίδαξε μετρική, αναδεικνύονται οι ιδιάζουσες, αυστηρές επιλογές φόρμας και νοήματος στη μεταφορά του αρχαίου κειμένου. Τόσο η έξοχη μετάφραση όσο και η μετρική στοίχων σε ομαδική μουσική υπόκρουση, προσθέτουν ποιότητα και βάθος στην σκηνοθετική πρόκληση, που από τη μια βασίζεται -κατά το δυνατόν- στις αρχαίες μουσικές καταβολές και από την άλλη ‘τεχνοτροπεί’ εκ νέου στην μουσική απόδοση των χορικών της συγκεκριμένης τραγωδίας. Επενδύει δυναμικά στην ενέργεια ενός ικανού, εύπλαστου χορού και τη μουσικότητα του έργου και κερδίζει το στοίχημα σε μεγάλο βαθμό.
Και τίποτα από τα πιο πάνω να μην θυμάστε, και να μην ξέρατε για τις ροκ μουσικές καταβολές του νέου, ανερχόμενου Ελλαδίτη περφόρμερ-ηθοποιού-σκηνοθέτη Άρη Μπινιάρη που καλέστηκε να σκηνοθετήσει αυτούς τους Πέρσες, ούτε για τους προηγούμενους του πειραματισμούς στη μουσικότητα του αρχαίου λόγου, ούτε ότι συμμετέχει σαν Πέρσης στο Χορό, όσο ανόθευτοι εντελώς οποιασδήποτε περιρρέουσας γνώσης κι αν είστε σαν θεατής, πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεστε το μουσικό του στίγμα έμπρακτα με το που ξεκινά η παράσταση και εμφανίζεται ο 13μελής χορός των «Περσών» και ανεβαίνουν τα decibel. Η καταγγελτική dark rock διάθεση μελοποίησης, με ένα-δυό τύμπανα κι ένα τζουρά και τις φωνές και ιαχές τους, σαν ελληνικό ποιοτικό ραπ, σε δυναμικούς ρυθμούς, ενστικτώδης και βαρβαρικούς, ανατολίτικους, διακριτοί σαν ξένοι, πειστικοί σαν Πέρσες, οικείοι σαν πληγωμένα αρσενικά - θύματα ολοσχερούς συμφοράς. Η συγκινητική απαρίθμηση και μόνο των νεκρών τους, σαν άλλο μνημόσυνο στη λίστα των αγνοουμένων μας.
Καθοδηγούμενοι από την επίσης έντονη, τελετουργική ομαδική κινησιολογία της Λίας Χαράκη, καταλαμβάνουν τη σκηνή ολόκληρη, ανεβάζουν εξ αρχής τους κραδασμούς και τις δονήσεις που αποκλείεται να τους ξεφύγετε. Αυτοί είναι και η πραγματική γοητεία της παραγωγής. Ακόμα κι ο θρήνος τους ακούγεται σύγχρονα θυμωμένος και παρόν με τις λειτουργικές επαναλήψεις και τις ομαδικές ´βαρβαρικές´ επικλήσεις.
Στιβαρή η ερμηνεία της Καριοφυλιάς Καραμπέτη, που μπαίνει σαν αδιαμφισβήτητή βασίλισσα Άτοσσα, μάνα του αλαζόνα Ξέρξη, μέχρι που κλονίζεται σε μίαν υπέροχη λιτή κίνηση, που φτάνει μέχρι κάτω αλλά ξαναστήνετε. Ακραία και μεγαλειώδης στη σκηνή της επίκλησης, και με το ατέρμονο στριφογύρισμα της χαίτης της αλλά και της ίδιας αργότερα σαν περιστρεφόμενος δερβίσης. Θαυμαστή σίγουρα τεχνικά η μεταφυσική συνομιλία της με το φάντασμα του Δαρείου, ήρεμη καθώς συνέχιζε να στριφογυρίζει… Ακούγεται και είναι εντυπωσιακό, αλλά το μάκρος και η ταραχή της συνεχούς κίνησης κουράζει στη πορεία, χωρίς να προσφέρει τίποτα περισσότερο. Ιδιαίτερα όταν μιλούσε ο Δαρείος, ο βασιλιάς από το παρελθόν, ένοιωσα ότι αποσπούσε τη προσοχή σαν ανταγωνισμός αντοχής από υπερβολικό σκηνοθετικό ζήλο. Κι έκανε την επίκληση περισσότερο θέαμα και λιγότερο πνευματική επικοινωνία με τον λαμπερό Δαρείο, στη μετρημένη βασιλική ερμηνεία του Νίκου Ψαρρά. Αντίθετα, αδύναμος κι’ απογοητευτικός ερμηνευτικά ο Ξέρξης του Αντώνη Μυριαγκού στο δύσκολο ρόλο του ταπεινωμένου Ξέρξη του τέλους.
Ο Χάρης Χαραλάμπους (ένας από τους πέντε Κύπριους της παραγωγής), διακρίνεται ερμηνευτικά σαν τραγικός αγγελιαφόρος, για το σθένος και την ένταση της ερμηνείας του που έστησε εξαρχής ψηλά σε τόνο, φωνάζοντας, κραυγάζοντας την φρίκη. Εκεί παρέμεινε σαν ύφος όμως, χωρίς περιθώριο για περεταίρω κρεσέντο και χωρίς διακυμάνσεις που μου έλειψαν, όπως μου έλειψαν και οι διακυμάνσεις στις φωνές του χορού. Επιπλέον, παρ’ όλη τη φόρμα του Αισχύλου που ο σκηνοθέτης επέλεξε να ακολουθήσει, εν μέρει αποζητούσα, σαν σύγχρονη ανάγκη, δόσεις στρωτού, εύληπτου λόγου, ένα παρατεταμένο ρετσιτατίβο μιας μισοέμμετρης μεστής και θελκτικής μετάφρασης του μεγαλειώδης λόγου του.
Τέλος, η πρακτική του μικροφώνου στον καθένα, πέραν από τις δυσλειτουργίες τους, όπως στην πρεμιέρα, έφερνε το ήχο και τον στοίχο με καθυστέρηση, ενώ μπροστά σου ο ηθοποιός φώναζε με δύναμη και δόνηση. Αυτό φάνηκε καθαρά όταν ο δυναμικός Λάρκος Λάρκου, προεξάρχων τυμπανιστής με ανενεργό μικρόφωνο, ακουγόταν τέλειο δείγμα ακουστικού φωνητικού ακαπέλλα. Έτσι ενώ τα μικρόφωνα ενίσχυαν με ηλεκτρισμό το θέαμα, η οικειότητα του θρήνου ευεργετείτο από την απουσία τους.