Loading...
Συναντηθήκαμε ένα καλοκαιρινό απόγευμα, στην εσωτερική αυλή ενός πετρόκτιστου σπιτιού στα Λύμπια, τη μέρα των γενεθλίων της και λίγο πριν ανέβει στη σκηνή (στη συναυλία του Θανάση) για να γιορτάσει!
Την Alkyone τη γνωρίσαμε μέσα από τις μεταξωτές ερμηνείες της, αρχικά με τις διασκευές της στο παραδοσιακό «Ξενιτεμένα μου πουλιά» και στο «Αερικό» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, αλλά και από τα δικά της αγγλόφωνα «Oh, mother» και «Genesis» που συγκαταλέγονται στην πρώτη της δουλειά που κυκλοφόρησε φέτος.
Στο ελληνικό τραγούδι ουσιαστικά μπήκε επίσημα πολύ πρόσφατα, με τον εντελώς σωστό τρόπο και δείχνει να το απολαμβάνει στο έπακρο -τόσο την είσοδό της στο σύμπαν του Θανάση, όσο και τα live μαζί του, αλλά και την τέχνη της τραγουδοποιίας γενικότερα.
Παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας της, συνηθίζει να μιλά για την ανάγκη επαφής με τη φύση, για το μοίρασμα και τη χρησιμότητά του, για τη σημαντικότητα του να είσαι «παρών», για την τιμιότητα που πρέπει να σε χαρακτηρίζει ως καλλιτέχνη, για την παρηγοριά που προσφέρουν οι συναυλίες, αλλά και για όλα τα ωραία που συνοδεύουν τη φήμη και τον μύθο του όμορφου μπλε πουλιού από το οποίο δανείστηκε το όνομά της.
Αυτό ακριβώς συνέβη και εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα, αφού κάναμε μια πολύ ανοικτή και ειλικρινή συζήτηση με την Alkyone, την οποία προσπάθησα να παρουσιάσω σαν μια μικρή ιστορία, ή σαν ένα παραμύθι μιας και η φυσιογνωμία της το επιτρέπει, γραμμένο μάλιστα σε πρώτο ενικό.
«Πολύ μικρή είπα ότι θέλω να γίνω μουσικός, γιατί ο μπαμπάς μου έπαιζε μες στο σπίτι πιάνο. Πάντα μες στο σπίτι κάτι ακουγότανε μουσική και κάποια στιγμή, μια ωραία πρωία, απλώς πήγα και του είπα ‘θέλω να με γράψεις στο ωδείο’. Κουτσόπαιζα από πριν γενικότερα με ό,τι μπορούσα να βγάλω με το αυτί, μου είχε δείξει πέντε-δέκα πράγματα και συνέχισα να τα κάνω. Μετά στο ωδείο κόλλησα και σκάρωσα με την κλασσική μουσική, που ουσιαστικά σε αυτό ειδικεύτηκα. Στη Έδεσσα πήγαινα, χρωστάω πάρα πολλά στη δασκάλα μου του πιάνου, τη Θάνα Πασχαλίδου, η οποία μου μεταλαμπάδευσε έναν τεράστιο έρωτα και μια μεγάλη αγάπη για τη μουσική. Οπότε, από τότε που άρχισα με τη μουσική, στα 5-6 μου που άρχισα να πηγαίνω μουσική προπαιδεία και μετά στα 7 που ξεκίνησα το πιάνο, δεν σταμάτησα ποτέ μέχρι και σήμερα.
Όταν ξεκίνησα με το πιάνο, σολίστρια ήθελα να γίνω. Και μέχρι και τα 23 μου χρόνια έλεγα ότι θα ακολουθήσω αυτό, κλασσική μουσική. Κάποια στιγμή είπα δειλά-δειλά στη δασκάλα μου ότι έχω ηχογραφήσει κάτι πολύ πρόχειρο, όπου έπαιζα πιάνο και τραγουδούσα παράλληλα. Της έβαλα να ακούσει και μου λέει: ‘Παιδί μου, πολύ ωραία παίζεις πιάνο, μήπως όμως να κάνεις δουλειά αυτό;’. Μέχρι τότε δεν είχα σκεφτεί να προωθήσω την τραγουδοποιία και το τραγούδι. Γιατί πάρα πολύς κόσμος το ακολουθούσε αυτό το πράγμα και λέω: ‘Τι λέω κι εγώ τώρα; Το ίδιο. Τι διαφορετικό θα προσφέρω;’. Κάπου εκεί κατά τα 24 έγινε το κλικ και πήρα την απόφαση ότι θα πάρω το ρίσκο και θα ασχοληθώ με αυτό. Αλλά δεν έγινε κάτι ψυχαναγκαστικά, γιατί κάνω άλλη δουλειά, είμαι δασκάλα ειδικής αγωγής. Οπότε φρόντισα να μπορώ να βιοποριστώ με έναν άλλο τρόπο.
Οι δρόμοι μας με τον Θανάση συναντήθηκαν όταν είχα κυκλοφορήσει μια διασκευή στα ‘Ξενιτεμένα μου πουλιά’. Την άκουσε μια μέρα στο ραδιόφωνο, ήξερε την παραγωγό που το έπαιξε, οπότε την πήρε τηλέφωνο και τη ρώτησε τι παίζει. Μετά βρήκε το τηλέφωνό μου μέσω του Κωνσταντή -τον είχα φίλο στο Facebook τον γιο του και με πήρε τηλέφωνο. Μπήκε στη διαδικασία και άκουσε κι άλλα κομμάτια που είχα κυκλοφορήσει. Και με πήρε τηλέφωνο αρχικά για να μου πει ότι του άρεσε πάρα πολύ αυτό που άκουσε. Το θεώρησα εξαιρετικά ευγενικό όλο αυτό το πράγμα, γιατί ποιος το κάνει τη σήμερον ημέρα… Μετά, επειδή κρατήσαμε μια επικοινωνία, όταν είχα κάνει διασκευή το ‘Αερικό’ τού το έστειλα και κάποια στιγμή μετά από λίγο καιρό μού έστειλε ένα email και με ρωτούσε άμα θα ήθελα να συμμετέχω στις συναυλίες. Αυτό έγινε φέτος. Όλα φέτος. Όπως το άλλο σουρεάλ στη ζωή μου, όταν πήγα για παράδειγμα με τη Μαρία Φαραντούρη και τραγουδήσαμε μαζί στο Μόναχο, στη Ζυρρίχη, σε ένα αφιέρωμα στον Μίκη Θεοδωράκη.. Και αυτό φέτος, τον Μάιο. Για τον Θανάση τι να πω… Εντάξει, ακούμε από μικροί τα κομμάτια του. Χάρηκα πάρα πολύ, γιατί πιστεύω ότι κάνει κοινωνικό έργο μέσα από τα τραγούδια του. Είναι πολύ όμορφο να αισθάνεσαι ότι μπορείς να βάλεις κι εσύ ένα μικρό λιθαράκι σε κάτι καλό, γιατί η μουσική πρέπει να εξυπηρετεί και καλό σκοπό, έτσι δεν είναι; Οπότε, επειδή πραγματικά αισθάνομαι ότι έχουν ουσία οι στίχοι που γράφει, χάρηκα απείρως.
Από το σύμπαν του Θανάση περισσότερο αγαπώ την τιμιότητα. Είναι γενικά διάφανος πολύ και οι στίχοι που γράφει είναι πολύ ποιητικοί. Αφήνουνε χώρο στον άλλο να βρει τον δικό του εαυτό μέσα, τα δικά του βιώματα μέσα σ’ αυτό που γράφει. Γιατί υπάρχουνε στίχοι που είναι πάρα πολύ συγκεκριμένοι, χρησιμοποιεί πολλές εικόνες, που όλοι πάνω-κάτω έχουμε κάποια σύνδεση μαζί τους. Έχει ας πούμε έναν στίχο που λέει ‘η μάνα που ακόμα ρούχα απλώνει’. Και εντάξει, αυτή η εικόνα ρε παιδί μου που η μάνα όσα χρόνια κι αν περάσουνε θα συνεχίσει να απλώνει τα ρούχα έτσι… Δεν ξέρω, με βαράει κάθε φορά που το ακούω. Και η ποίηση το ίδιο πράγμα κάνει. Όταν διαβάζεις ένα ποίημα το οποίο δεν είναι ακριβώς συγκεκριμένο, διαβάζεις στίχους και λες τώρα τι να εννοεί εδώ. Κι αυτή είναι η μαγεία του, ότι δεν ξέρεις ακριβώς τι εννοεί εκείνος που το έγραψε. Αλλά αυτό που παίρνεις εσύ, σίγουρα γίνεται δικό σου μετά. Επίσης, τον βλέπω ότι το κάνει με πάρα πολλή αγάπη όλο αυτό το πράγμα, το κάνει με χαρά δηλαδή.
Σε σχέση με τα ηπειρώτικα και γενικά την παραδοσιακή μουσική, μπορώ να πω ότι δεν άκουγα μόνο αυτά, αφού αυτά άρχισα να τα ακούω σε πιο μεγάλη ηλικία. Με επηρέασαν όμως με ένα τρόπο πάρα πάρα πολύ υπόγειο τα παραδοσιακά, επειδή ο μπαμπάς μου συνέχεια μου έλεγε «παιδί μου, άκου κι αυτό, άκου κι εκείνο, άκου και τ’ άλλο». Παλαιότερα έβγαζα φλύκταινες με τα παραδοσιακά, δεν μπορούσα να συσχετιστώ ψυχικά, ίσως και επειδή ήμουν πολύ πιτσιρίκι. Αλλά άκουγα πολλή ξενόγλωσση μουσική καθώς μεγάλωνα, γι’ αυτό και το άλμπουμ που βγάλαμε φέτος, το πρώτο μου, είναι ξενόγλωσσο. Εν τέλει, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η μουσική μία είναι και ότι είναι μια μεγάλη θάλασσα στην οποία τα ρεύματα ανακατεύονται πολλές φορές, κι εκεί είναι η μαγεία τους. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει περιορισμός στο τι μπορεί να ανακατέψεις, ούτε θα είσαι ασεβής άμα ανακατέψεις δύο τελείως κόντρα πράγματα μεταξύ τους και έχει πλάκα και έχεις και το δικαίωμα στο κάτω-κάτω να το κάνεις.
Αν με ρωτάτε τι σχέση μπορεί να έχει η παραδοσιακή μουσική με τραγούδια όπως το ‘Genesis’ που είναι στον δίσκο, θα έλεγα ότι ενορχηστρωτικά, τα βιολιά που βάζουμε κατά κόρον στα κομμάτια, έχουνε σχέση και με την παράδοση τη δικιά μας, και με μουσικές παραδόσεις των Ιρλανδών, των Τσιγγάνων κ.λπ. Εγώ νιώθω ότι οι ιστορίες και οι στίχοι μου παραπέμπουν πιο πολύ σε παραδοσιακό στοιχείο, αφού υπάρχει ένα story-telling γενικά μέσα σε αυτό το πράγμα, όπως υπάρχει και σε πολλά παραδοσιακά. Νιώθω ότι το ‘Genesis’ λέει μια ιστορία γενικά, είναι πιο περιγραφικό. Ο ξένος στίχος προκύπτει από το γεγονός ότι παλαιότερα τραγουδούσα με πολύ διαφορετικό τρόπο τα ελληνικά τραγούδια, αφού από μικρή όλα μου τα ακούσματα ήτανε πολύ ελληνικά. Κάποια στιγμή όταν άρχισα να ανοίγω και να ακούω κι εγώ περισσότερα ξένα και άρχισα να τα τραγουδάω, συνειδητοποίησα ότι η τοποθέτηση της φωνής μου ήταν πολύ διαφορετική στα αγγλόφωνα. Ο τρόπος που άρχισα να τραγουδάω τα ελληνικά επηρεάστηκε πολύ από τον τρόπο που τραγουδούσα τα αγγλικά. Δεν αποκλείω παρόλα αυτά το ενδεχόμενο στο μέλλον να κάνω κάποια ελληνόφωνη δουλειά. Τίποτα δεν αποκλείω βασικά. Ό,τι βγει και έρθει!
Όταν παρουσιάσαμε live τη δουλειά στον Σταύρο Νιάρχο, κατεβαίνοντας από τη σκηνή ήτανε μια κοπέλα την οποία δεν γνώριζα. Και ήρθε με αγκάλιασε και πάρα πολύ αυθόρμητα μού λέει ‘περνάω πολύ δύσκολη περίοδο στη ζωή μου, δεν ξέρεις πόση ανάγκη το είχα αυτό σήμερα’. Με βάρεσε στην καρδιά αυτό το πράγμα, γιατί η μουσική είναι για να παρηγορεί και να προκαλεί καλά συναισθήματα στους άλλους. Ίσως αυτό είναι που μου έχει μείνει πολύ έντονα, ίσως αυτό είναι το καλύτερο σχόλιο που έχω λάβει. Επίσης, μια άλλη κυρία, η οποία άκουσε το ‘mother’, προφανώς μέσα από τον στίχο θυμήθηκε τη δική της μαμά που είχε χάσει πρόσφατα… Ένιωσε την ανάγκη να κλάψει και έκλαψε.
Όλο αυτό γενικά φέτος με τις συναυλίες ήτανε πολύ σουρεάλ για μένα. Ήταν μαγικό το κλίμα! Υπάρχει κόσμος ο οποίος πραγματικά έρχεται συναυλίες και το ζει ρε παιδί μου. Ζει κάτι που αισθάνεσαι ότι το περίμενε πόσο καιρό... Υπάρχει μία απελευθέρωση συναισθημάτων. Σαν να το ‘χουν ανάγκη αυτό το πράγμα, όσοι έρχονται κι ακούνε. Είναι τροφή για εκείνους, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Στη Ριζούπουλη ήταν τρομακτικό. Εγώ πρώτη φορά βλέπω μαζεμένο τόσο πολύ κόσμο! Παρόλα αυτά, και χωρίς να θέλω να φανώ ασεβής προς αυτό το πράγμα, νομίζω ότι δεν έχει σημασία μπροστά σε πόσο κόσμο τραγουδάς. Αν εκείνη την ώρα το πιστεύεις και το κάνεις με ειλικρίνεια, ύστερα απ’ την πρώτη στιγμή σταματάει να είναι το ότι ‘α, τραγουδάμε τώρα για τόσο κόσμο’. Είναι το ότι ‘α, τραγουδάμε τώρα σε κόσμο’. Θα σταθώ όμως στο γεγονός ότι τραγουδάνε όλοι μαζί τα τραγούδια, και αυτό είναι κάτι που πολλές φορές μάς λείπει κι απ’ την κοινωνία μας. Η ομόνοια και η σύμπνοια. Εκεί πέρα τη βλέπεις σε όλο της το μεγαλείο. Γίνονται όλοι μία φωνή και υπάρχει ενότητα γενικά. Νιώθεις ότι δεν είσαι πλέον μόνος. Νιώθεις ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι τριγύρω σου οι οποίοι αγαπάνε τα ίδια πράγματα με σένα και νιώθουν τα ίδια πράγματα με σένα. Και είναι πολύ παρηγορητικό αυτό το πράγμα.
Δυστυχώς όμως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις σε κάθε κανόνα, άνθρωποι οι οποίοι παραφέρονται γενικά στις συναυλίες. Συνήθως ένα-δύο άτομα είναι, μέσα σε ένα πλήθος χιλιάδων ατόμων. Τα οποία θεωρώ ότι είναι καθαρά δείγμα και της δικιάς μας της κοινωνίας. Το θέμα είναι αν και οι υπόλοιποι με τη δικιά τους τη συμπεριφορά θα αφήσουν να συμβαίνει αυτό το πράγμα. Στην Πάτρα, άναψε μια φωτοβολίδα, σταμάτησε ο κύριος Θανάσης και οι υπόλοιποι αντί να γιουχάρουν χειροκρότησαν, γιατί καταλαβαίνουν ότι πρέπει να γίνει μια αλλαγή σε αυτό το πράγμα. Και τον εμπιστεύονται κιόλας. Απ’ τη στιγμή που και εκείνος λέει ‘παιδιά, κάτι πρέπει να αλλάξει’, όλοι οι υπόλοιποι συμμερίζονται αυτή την άποψη. Δεν το φωνάζει και δεν είναι ανάγκη να το κάνει κιόλας. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν άκουσα και είπε πάνω στο σκηνή ‘Όχι, αντιστέκομαι πια, πρέπει να γίνει μία καινούργια αρχή’. Και λέω, ε ναι, πες τα χρυσόστομε, μαζί σου. Οι συναυλίες είναι για να περνάμε όμορφα και να μοιραζόμαστε πράγματα. Τώρα, αν είναι να κινδυνεύει ο μουσικός ο οποίος είναι πάνω στη σκηνή, σημαίνει ότι κάτι πάει λάθος. Σίγουρα υπάρχουνε και άνθρωποι οι οποίοι πάνω σε μια έξαρση συναισθημάτων, ενδεχομένως έχοντας πιει και παραπάνω και άρα μη έχοντας συνείδηση του τι κάνουνε… Αλλά δεν καταλαβαίνω και γιατί πρέπει να πας σε μια συναυλία και να πιείς σε τόσο μεγάλο βαθμό που να μη θυμάσαι τίποτα. Πρέπει να έρχεται συνειδητοποιημένα, αλλιώς δεν παίρνεις αυτό που είναι να πάρεις απ’ εκεί. Κάτι χάνεις, ουσιώδες. Δεν έχει να κάνει πιστεύω μόνο με το live, έχει να κάνει και με το ότι δεν είσαι παρών εκείνη τη στιγμή, στη ζωή σου. Χάνεις πράγματα τα οποία δεν θα θυμηθείς ποτέ ξανά. Και τα χάνεις λόγω χημικής ουσίας στο κεφάλι. Αυτό που εννοώ είναι πως η παρηγοριά που θα βρει μέσα σε αυτό το πράγμα, όντας παρών, πιστεύω -κι αυτό το λέω τελείως αυθαίρετα- ότι θα είναι μεγαλύτερη απ’ αυτό που θα του προσφέρει το άλλο.
Έκανα πολλά πράγματα φέτος, οπότε δεν μπορώ να σου απαντήσω ποιο ήταν το σημαντικότερο επίτευγμά μου το τρέχον έτος. Δυσκολεύομαι γιατί μου μιλάς για επίτευγμα και εμένα το επίτευγμα μού έρχεται στη μορφή του μαθητή μου ο οποίος έχει μαθησιακές δυσκολίες και τελείωσε τη δευτέρα δημοτικού. Για εκείνον ήταν πολύ μεγάλο επίτευγμα το ότι ξεπέρασε κάποια πράγματα και βελτιώθηκε σε αυτά. Άμα θα μπορούσα να πω για επίτευγμα, θα έλεγα πρώτα αυτό, γιατί αισθάνθηκα ότι κατακτήθηκαν πράγματα φέτος, επιτελώντας (θέλω να πιστεύω) σωστά τον ρόλο μου. Εκτός από αυτό, θα έλεγα ότι επιτέλους έβγαλα ένα άλμπουμ το οποίο ετοιμάζαμε τρία χρόνια και είχε αυγατέψει τρελά, οπότε ήτανε καιρός του. Και τέλος, ότι μάλλον ήμουνα πιο παρούσα.
«Παρών» δηλώνεις με το να μοιράζεσαι πράγματα. Με το να αφιερώσεις χρόνο σε έναν φίλο και να τον ακούσεις εκείνη την ώρα. Με το να βγω με φίλη μου η οποία έχει ανάγκη και θα μου πει ‘Μαράκι, πάμε να περπατήσουμε’ και ενώ μπορεί να τρέχω με άλλα πράγματα μέσα στη μέρα, θα βρω χρόνο, ένα δίωρο-τρίωρο και θα πω τώρα είναι γι’ αυτόν τον άνθρωπο αυτό το πράγμα. Γενικά νιώθω ότι ξεχνάμε να αφιερώνουμε χρόνο στους γύρω μας και όλοι το έχουμε ανάγκη. Οι άλλοι έχουν ανάγκη και να μιλήσουμε κιόλας, όπως κι εγώ, άρα θα πρέπει να μπαίνουμε στη διαδικασία να τους ακούμε. Ξέρεις τι… Κόντεψα να χάσω τον μπαμπά μου μέσα στον Covid, επειδή νοσηλεύτηκε. Επειδή δεν υπήρχαν διαθέσιμα ασθενοφόρα, αναγκάστηκα και τον πήγα εγώ. Και την ώρα που τον άφησα εκεί πέρα, που δεν ήξερα άμα θα μπορέσω να τον ξαναδώ, ήταν η πιο περίεργη στιγμή που ‘χω βιώσει. Γιατί μου ήρθαν κατά νου όλα αυτά τα πράγματα που ακόμα δεν έχω βρει τον χρόνο για να κάνουμε. Γιατί κάθε φορά που μου έλεγε ‘Μαρία, θα κάνουμε…’, του έλεγα ‘σε λίγο, σε λίγο’. Και το σε λίγο, ξέρεις, μπορεί να μην έρθει ποτέ. Και ύστερα απ’ όλη αυτή την περίοδο, θέλω να πιστεύω ότι πολλοί μάθαμε να είμαστε πιο παρόντες στη ζωή των άλλων κιόλας, όχι μόνο στη δική μας. Ξεχνιόμαστε γενικά μες στη μέρα. Έχουνε γίνει και τέτοιοι οι ρυθμοί στη ζωή μας που τρέχουμε μονίμως να προλάβουμε κάτι που ξεχνάμε ότι όλα εφήμερα είναι, όλα παροδικά είναι κι ότι κάποια στιγμή θα σταματήσουν να υπάρχουν οι άλλοι τριγύρω μας. Ύστερα απ’ όλο αυτό το πράγμα που έγινε, ο στόχος που έχω βάλει -γιατί έχω και τετράδιο μέσα στο οποίο την Πρωτοχρονιά άρχισα να γράφω πράγματα καθισμένη δίπλα στο δέντρο- είναι να είμαι πιο παρούσα.
Κάπως έτσι ορίζω πλέον τις δικές μου αλκυονίδες μέρες. Είναι οι μέρες στις οποίες έχω χρόνο χωρίς καμία πίεση να μοιράζομαι πράγματα με άλλους ανθρώπους γύρω μου -φίλους, οικογένεια. Γιατί αισθάνομαι ότι χωρίς μοίρασμα κρατάς πράγματα μέσα σου και δεν εκτονώνεται αυτό. Αλκυονίδες είναι οι μέρες που την αγάπη που έχω λάβει έχω τη δυνατότητα να τη μοιραστώ. Αυτό που θέλω είναι να ζήσω ειλικρινά. Να μην ξεπουλήσω ιδεώδη, ιδανικά και ηθικές αξίες. Και να μη ξεχνάω να είμαι παρούσα και να δείχνω ευγένεια και αγάπη στους γύρω μου. Έτσι θα ήθελα να είναι το πέρασμά σου από αυτό τον πλανήτη. Ίχνη στην άμμο αφήνουμε, κάποια στιγμή θα έρθει ο χρόνος και θα τα σβήσει. Στίγμα στα μουσικά πράγματα; Στίγμα στις καρδιές των ανθρώπων να αφήσεις από κάτι, η μουσική δεν έχει ανάγκη. Τη μουσική εγώ την έχω ανάγκη. Δεν περιμένω να αλλάξει κάτι στη μουσική ιστορία επειδή κάνω μουσική. Αν θα το κάνω με ειλικρίνεια όμως αυτό που είναι να κάνω και επειδή όντως το πιστεύω, θα είμαι υπερευτυχισμένη.
Alkyone με έχει βαφτίσει κάποια από τις κολλητές μου. Κάποια στιγμή της είπα ότι στη μουσική θα ήθελα να πάρω το όνομα ενός πτηνού. Και ψάχναμε. Και ήθελα γενικά η ιστορία η οποία θα είναι πίσω από το πτηνό που θα διαλέγαμε να με εκφράζει. Οπότε ψάχναμε σε ένα μεγάλο κατάλογο, ορνιθολόγοι γίναμε για εκείνο το διάστημα. Κάποια στιγμή μου λέει «Πώς σου φαίνεται το αλκυόνη;». Και κάθισα να το ψάξω και μου άρεσε πάρα πολύ ο μύθος της Αλκυόνης. Και τελικά αποφάσισα, οπότε το οφείλω σε εκείνη το όνομα. Το χαρακτηριστικό αυτού του πουλιού που αγαπώ περισσότερο είναι ότι φέρνει ζωή μες στις δύσκολες συνθήκες, αφού γεννάει μες στον χειμώνα. Είναι το φως μες στο σκοτάδι. Μου αρέσει επίσης πολύ το γαλάζιο χρώμα και ο λόγος δεν είναι μόνο η αλκυόνη ως πτηνό, είναι ο ουρανός κυρίως. Γενικά θα μπορούσα ώρες να κάθομαι και να κοιτάω προς τα πάνω. Μου προσφέρει τεράστια ανακούφιση το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Και αισθάνομαι ότι το αγαπώ γιατί μου θυμίζει συμβολικά το να κοιτάω προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω.
Στην Έδεσσα γεννήθηκα και συνεχίζω και ζω ακόμα, την αγαπώ πολύ γιατί έχει πράσινο αρκετό και δέντρα και ποτάμια και βουνά τριγύρω. Και μου είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει φύση εκεί που ζω. Δύο χωριά έχω, το ένα είναι τα Ξανθόγεια, το οποίο είναι κοντά στο Καϊμακτσαλάν το βουνό και το άλλο είναι η Πλατάνη, που είναι κοντά στην Έδεσσα. Και στα δύο πηγαίνουμε πολύ συχνά. Το ένα είναι λίγο πιο βουνίσιο, με πιο άγρια ομορφιά και ερημιά και άρα μπορείς να χαθείς εύκολα… Από τις επισκέψεις μου στα χωριά κερδίζω ηρεμία και γαλήνη. Αυτό που απουσιάζει από την πόλη. Ο άνθρωπος πιστεύω ότι είναι πλασμένος να ζει μέσα στη φύση και να έχει επαφή με τα φυτά, με τα ζώα και οτιδήποτε κατοικεί εκεί. Γίνεσαι μέρος της φύσης και θυμάσαι μια άλλη σου πλευρά εκεί πέρα. Και κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό βιώνω αυτό το πράγμα. Υπάρχει μια ανοιχτωσιά από μέσα προς τα έξω. Ανεβαίνεις πάνω στο βουναλάκι και βλέπεις τη θέα από κάτω και την απόλυτη ησυχία. Το μόνο που μπορεί να ακουστεί είναι τα πουλιά ή κανένα σκυλί. Και εγώ προσωπικά αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι εκεί πέρα. Νομίζω ότι όλοι χαίρονται όταν πηγαίνουν στη φύση. Με τους φίλους μου πολλές, όταν υπάρχει ο χρόνος, επειδή έχουμε κι ένα δασάκι κοντά στην Έδεσσα, πηγαίνουμε περίπατο κατά κει. Σ’ όλους αρέσει να βλέπουν πράσινο. Εκτός από το μπλε της αλκυόνης, το πράσινο είναι άλλο ένα χρώμα που επίσης αγαπώ πολύ. Αυτό με τα χρώματα και τη ψυχολογία τους το βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Αυτό που ίσως λείπει από την Έδεσσα είναι τα ερεθίσματα. Μικρός τόπος είναι, φυσιολογικό το βρίσκω. Δεν έχεις πολλές δυνατότητες να μοιραστείς πράγματα μουσικά. Και ουσιαστικά, στη Θεσσαλονίκη πηγαίνω για το στούντιο, πηγαίνω για να βλέπω θάλασσα, να κάνω καμιά βόλτα εκεί στην παραλία. Είναι πολλοί φίλοι μου κιόλας που μένουνε Θεσσαλονίκη. Ξέρεις, σινεμά δεν έχω προσβάσιμο στην Έδεσσα. Είχε κλείσει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, βρήκαν αρχαία και ακόμα δεν έχει επανέλθει. Έχουμε μόνο το θερινό για το καλοκαίρι. Και επειδή αγαπώ τρελά τον κινηματογράφο, πρέπει να κατέβω Θεσσαλονίκη.
*Ευχαριστίες στη zuma communications για την παραχώρηση των φωτογραφιών