Loading...
Μετά το εξαίσιο «La la land» o 33χρονος - βραβευμένος με Όσκαρ - Damien Chazelle μάς πάει μέχρι το φεγγάρι σε μια ταινία που πραγματεύεται ίσως την πιο μυθική στιγμή του περασμένου αιώνα. Ο Ryan Gosling ενσαρκώνει με ιδανική εσωτερικότητα τον Armstrong, η Claire Foy υποδύεται καρτερικά και με ερμηνευτική αρτιότητα τη γυναίκα του και ο Justin Hurwitz με τη μουσική του απλά «ανεβάζει» την ταινία σε ένα, πανέμορφο, συγκινητικό έπος.
Για πρώτη φορά ο Chazelle σκηνοθετεί ταινία, της οποίας δεν έχει επιμεληθεί το σενάριο, κι αυτό θα μπορούσε να αποτελεί τον μοναδικό μας δισταγμό, ως προς το αποτέλεσμα, αφού όλα τα συστατικά της επιτυχημένης συνταγής του Chazelle ενορχηστρώνονται εκ νέου σε μια ταινία που δεν έχει θέμα τη μουσική και που, ωστόσο, μουσικά αφήνει ισχυρό στίγμα συγκίνησης και επικής στόφας. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο: πρόκειται για μια από τις εμβληματικές στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας και έναν άνθρωπο που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας με το διάστημα και το φεγγάρι. Τα περισσότερα σχετικά με την αποστολή είναι στους πολλούς – και στους πιθανούς θεατές – γνωστά, γι’ αυτό ο τρόπος με τον οποίο εν τέλει το πρωτογενές υλικό συγκεντρώνεται και οργανώνεται αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Βασισμένο στο βιβλίο του James R. Hansen, το σενάριο έρχεται δια χειρός Josh Singer (που έχει δώσει ενδιαφέροντα δείγματα γραφής στα The post και Spotlight) και γίνεται στα χέρια του Chazelle το ιδανικότερο υλικό για μας συστήσει εκ νέου τον δικό του Armstrong, που – απρόσμενα – καλά υποδύεται ο Gosling, σε μια ίσως από τις καλύτερές κινηματογραφικές του στιγμές. Λιτός, εσωτερικός και μετρημένος στέκεται με ευλάβεια μπροστά στις δυναμικές του ρόλου του που τον θέλουν αφενός προσγειωμένο, συναισθηματικά «κλειστό» και ανέκφραστο κι αφετέρου αποφασισμένο και μεθοδικό: μια ερμηνευτική προσέγγιση που καταφέρνει να μας κερδίσει, αποδεικνύοντας ότι εν τέλει η επίτευξη των στόχων αποτελεί υπόθεση προσωπικής ευθύνης αλλά και εξωτερικής, αστάθμητης συγκυρίας. Η Foy στέκεται στο πλευρό του με έναν χαμηλών πτήσεων δυναμισμό που εν τέλει μας συγκινεί και γίνεται μαζί του πρωταγωνίστρια σε δύο από τις πιο όμορφες στιγμές της ταινίας (την αποχώρηση και την καραντίνα).
Εμπλουτισμένο με το προσωπικό δράμα του ήρωα το «First man» δεν αναλώνεται σε υπερβολικές εξάρσεις συναισθηματισμού και δεν τροφοδοτείται – τουλάχιστον «κινητηριακά» – μόνο από αυτό. Όλες οι σκηνές συνεισφέρουν στο τελικό αποτέλεσμα, σε μια ντοκιμαντεριστική προσέγγιση με χειροκίνητη κάμερα που αποδίδει άρτια την ιστορικότητα της πλοκής, ενώ το διάστημα στέκεται μπροστά μας απλό, επιβλητικό – κλασικά αθόρυβο – και ενίοτε με κλασικίζουσα – βλ. Kubrick – μουσική, που δεν παύει να ασκεί μια απαράμιλλη γοητεία, το αρχετυπικό απωθημένο της διψασμένης μας για τα αθέατα γνώσης.
Από την αρχή μέχρι το τέλος και με ηχητικά ντοκουμέντα που ενσωματώνονται πρωτότυπα στην ταινία, όπως ακούστηκαν στις 20 του Ιούλη το 1969, η ταινία αποτελεί εν τέλει ύμνο στον άνθρωπο – και στην Αμερική, φυσικά, – που γι’ αυτό τουλάχιστον δικαιούται να καυχιέται. Η ταινία κλείνει εκεί ακριβώς που πρέπει, το επίτευγμα έγινε κατορθωτό, και πέρα από τα έθνη, την τεχνολογία, τη φήμη, τις μεγαλεπήβολες επιστημονικές κατακτήσεις, ο άνθρωπος μένει στο κέντρο κάθε μεγάλης ή μικρής στιγμής. Κλισέ; Εδώ ταιριάζει άψογα.
Καλή θέαση.