ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Η κυρία Ανδρούλλα έκανε την αποθήκη της αγαπημένο στέκι της Λευκωσίας

ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΔΕΡΜΑΤΑ

Το πρωί της Τετάρτης περνάω πάλι την πύλη της Αμμοχώστου. Για καλή μου τύχη η βροχή μόλις έχει σταματήσει και βρίσκω αμέσως παρκινγκ. Παίρνω την τσάντα μου, τετράδιο και στυλό, το κινητό μου και χώνομαι σε ένα σοκάκι. Ο δρόμος με βγάζει σε ένα απόμερο καφέ. Ένας γάτος με υποδέχεται νωχελικά, αργότερα μαθαίνω ότι τον λένε Πιπέρη. Ο Πιπέρης με ακολουθεί, κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου και ξεκινάει το πρωινό του μπάνιο. Τον βγάζω μια φωτογραφία και την ποστάρω στο ινσταγκραμ. Είναι όμορφος και φιλόξενος, του αξίζει λίγη δημοσιότητα. Ο κυπριακός μου καφές "προσγειώνεται" στο τραπέζι αχνιστός. Σε πολύ λίγο το στενό δρομάκι διασχίζουν δυο φιγούρες. Ένας νεαρός γύρω στα 26 περπατάει αγκαζέ με μια ηλικιωμένη κυρία. Έρχονται στο τραπέζι μου και με χαιρετάνε θερμά.

Ο Στέφανος μου συστήνει την γιαγιά του την Ανδρούλλα. Είναι χαριτωμένη, μικρόσωμη με κοντά βαμμένα μαλλιά. Πίνω μια γουλιά καφέ και την χαζεύω. Η φιγούρα της με συγκινεί, έχει κάτι το οικείο, μου θυμίζει την γιαγιά μου. Ένας άνθρωπος που όσο μπόι του λείπει το έχει σε δυναμισμό και ενέργεια. Καθώς μου εξιστορεί την ζωή της εντοπίζω τα κοινά τους χαρακτηριστικά. Και οι δυο τους έφυγαν από τον τόπο τους, σε δύσκολες εποχές για τις γυναίκες και κατάφεραν να πιλοτάρουν το καράβι της ζωής τους δαμάζοντας φουρτουνιασμένες θάλασσες , σαν επιδέξιοι καπετάνιοι. Ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που το σαράκι της επιχειρηματικότητας ροκανίζει την ψυχή τους και δεν τις αφήνει να ησυχάσουν. Αυτό το σαράκι αποτελεί την κινητήριο δύναμή τους και τους δίνει λόγο κάθε πρωί για να σηκωθούν, αχάραγα, από το κρεβάτι και να αδράξουν την μέρα. Γυναίκες, που αν γεννιόντουσαν σήμερα η εξυπνάδα και η δημιουργικότητα τους θα τις εκτόξευε στην κορυφή.

Η κυρία Ανδρούλλα είναι απ’ αυτούς τους ανθρώπους που όταν χαμογελάνε νιώθεις ότι καθρεφτίζεται η όμορφη ψυχή τους στα μάτια τους. Πείτε μου, της λέω…Πως ξεκινήσατε το μαγαζί. Θέλω να μάθω την ιστορία της ζωής σας. "Όχι να τα γράψεις όλα και να ρεζιλευτώ" μου λέει γελώντας, και ξεκινάει να αφηγείται...

"Γεννήθηκα στο χωριό Ζώδια. Παντρεύτηκα τον άντρα μου και ήρθαμε να μείνουμε για λίγο στην Λευκωσία μέχρι να χτιστεί το σπίτι μας στην Ζώδια. Το 1972 το σπίτι ήταν έτοιμο και επιστρέψαμε να μείνουμε εκεί. Είχαμε ήδη δυο παιδιά και μετά από λίγο καιρό έμεινα έγκυος το τρίτο. Ήταν καλοκαίρι και σφουγγάριζα όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί. Εγώ δεν πίστεψα ότι είναι κάτι σοβαρό και συνέχισα να σφουγγαρίζω το καινούργιο μου σπίτι. Ο άντρας μου ήταν αστυνομικός, μπήκε ταραγμένος μέσα στο σπίτι και μου είπε «τι κάνεις εδώ ρε γυναίκα; Έξω γίνεται πόλεμος και εσύ σφουγγαρίζεις;». Μόνο δεκατρείς μήνες μείναμε στο καινούργιο μας σπίτι. Μας πήρε άρον άρον και φύγαμε. Πήγαμε και μείναμε για λίγο Πάφο, μετά Κυπερούντα, Κακοπετριά, Άγιο Δομέτιο και στο τέλος Παλιά Λευκωσία. Από τότε μένουμε εδώ, όλη η οικογένεια. Πήγα τρεις φορές στο χωριό μου, είδα το σπίτι μου στεναχωρήθηκα, έκλαψα, αρρώστησα και ορκίστηκα ότι δεν θα ξαναπάω ποτέ.

Αγαπάω την εστίαση, δούλεψα αρκετά χρόνια στο ζαχαροπλαστείο Μόρφω και έμαθα πολλά. Πριν από αυτό το μαγαζί είχα αναλάβει τον σύλλογο. Έφτιαχνα σουβλάκια και burger. Ανέβαινα σε σκαμπό για να φτάνω στον πάγκο και στην ψησταριά, δεν έφτανα διαφορετικά (γελάει). Είχα και περίπτερο κάποια στιγμή, το είχα ονομάσει «Αμμόχωστο» το έκλεισα για να προσέχω τον πρώτο μου εγγονό.

Το 1992 με πήγε ο άντρας μου ταξίδι στην Ελλάδα. Έβλεπα τα ταβερνάκια και τα καφενεία και εκεί μου μπήκε η ιδέα να κάνω κάτι αντίστοιχο κι εγώ. Πριν από 9 χρόνια σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ την αποθήκη του άντρα μου και πραγματοποιήσω το όνειρο μου. Να φτιάξω το δικό μου μαγαζί. Ήταν αποθήκη με υφάσματα και ήδη κομμωτικής. Όλοι μου έλεγαν ότι δεν θα πάει καλά. Ήταν απομονωμένο, δεν ήταν καν πέρασμα. Εγώ κάθε βράδυ που ξάπλωνα το έκανα εικόνα στο μυαλό μου, το διακοσμούσα του έβαζα χρώματα και το φανταζόμουν έτσι όπως είναι τώρα. Με καρέκλες σκηνοθέτη και λευκά πανιά. Αγνόησα τις αμφισβητήσεις του περίγυρου μου και το άνοιξα. Το ονόμασα «Απόμερο». Το μαγαζί αγαπήθηκε από τον κόσμο από την πρώτη στιγμή. Τα πρώτα δυόμιση χρόνια το δούλευα μόνη μου. Τώρα δεν μπορώ πια έχω υπαλλήλους και την οικογένεια μου, τα εγγόνια μου τον Ηλία και τον Στέφανο. Εγώ συνεχίζω να μαγειρεύω από το σπίτι.

Θέλει τεράστια προετοιμασία. Σηκώνομαι από τις 4 το πρωί. Καταβάλω μεγάλη προσπάθεια στο να διατηρήσω την ποιότητα των προιόντων μου. Να βρίσκω τα ίδια ακριβώς υλικά και οι συνταγές να μένουν ίδιες. Ο κόσμος έρχεται για τα χειροποίητα σνακ μας. Δεν θέλω να τους απογοητεύσω. Όταν γίνεται κάποια αλλαγή οι πελάτες το καταλαβαίνουν αμέσως. Φτιάχνω τυρόπιτες, σπανακόπιτες και ελιωτές. Τις ζύμες τις ετοιμάζω από το βράδυ. Το best seller μας είναι η πορτοκαλόπιτα. Φτιάχνω και γλυκά του κουταλιού και γαλακτομπούρεκο και μπακλαβά. Σερβίρουμε επίσης καφέδες, ροφήματα, αναψυκτικά, κυπριακή μπύρα, κρασί, ζιβανία και ούζο. Το μαγαζί είναι ανοιχτό από τις 10 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ.

Το «Απόμερο» έγινε γνωστό από στόμα σε στόμα. Δεν το διαφημίσαμε ποτέ. Δεν σκέφτηκα ποτέ να το κλείσω, ούτε καν όταν νόσησα με covid και έχασα την ενέργεια μου. Εδώ έχουν γίνει γυρίσματα από σειρές όπως το «Μπρούσκο» και η «Γη της ελιάς». ‘Έχουν έρθει πολλοί διάσημοι. Ο Μίλτος Πασχαλίδης, η Τζόυς Ευείδη, ο Χαρδαβέλας, ο Αλκίνοος. Ο Αλκίνοος είναι γείτονας, μένει λίγο πιο πέρα.

Το ξέρεις ότι είμαι 80 χρονών και ακόμα ονειρεύομαι να κάνω επιχειρήσεις; Έχω ένα σωρό ιδέες, τις λέω και θα μου τις κλέψουν. Δεν ηρεμώ, αγαπώ την εστίαση. Τελευταία όμως σκέφτομαι και τον θάνατο. Δεν τον φοβάμαι απλά τον σκέφτομαι."

Ένα όραμα χρειάζεται λοιπόν, και να πιστεύεις σε αυτό. Να σου λένε ότι όλοι δεν μπορείς, ότι δεν θα τα καταφέρεις κι εσύ σε πείσμα όλων, να κάνεις το όραμά σου πραγματικότητα και να απαντάς "κοιτάξτε με λίγο, τα κατάφερα"... Αυτό σκεφτόμουν καθώς επέστρεφα στο αυτοκίνητο. 

Το Απόμερο θα το βρείτε Πολυβίου 24 στην Παλιά Λευκωσία 

Φωτογραφίες: Ντέμης Σιρανίδης