Loading...
Είναι απόγευμα και έχει ήδη νυχτώσει, ο πράσινα φωτισμένος μιναρές στην παλιά πόλη της Λευκωσίας κεντρίζει τον σκοτεινό ουρανό και ο μουεζίνης ακούγεται στα μεγάφωνα να ψέλνει το κάλεσμα για προσευχή! Πάντα με μαγεύει αυτό το σκηνικό. Παρκάρω σε ένα έρημο στενό δρομάκι, βγαίνω από το αυτοκίνητο και με το κινητό στο χέρι ξεκινάω να ψάχνω τον δρόμο. Περνάω έξω από το σπίτι του και το προσπερνάω. Εξωτερικά μοιάζει με μαγαζί και δεν μου πάει καθόλου στο μυαλό ότι μπορεί να είναι είσοδος. Του στέλνω μήνυμα και μου απαντάει ανοίγοντας την πόρτα και καλωσορίζοντάς με θερμά. Ξαφνιάζομαι ευχάριστα και μπαίνω στο σπίτι του το οποίο είναι μοναδικό και ιδιαίτερο, όπως και ο ίδιος. Με στέλνει να αυτοξεναγηθώ καθώς ετοιμάζει φασκόμηλο να πιούμε. «Έτσι θα έπρεπε να είναι το σπίτι ενός σκηνοθέτη» σκέφτομαι παρατηρώντας εκστασιασμένη τον περιβάλλοντα χώρο. Κατεβαίνουμε τα σκαλιά που οδηγούν στο μικρό σαλονάκι, κρατώντας από μια κούπα με τσάι που αχνίζει. Στην τηλεόραση παίζει απαλή μουσική. Βολευόμαστε στους καναπέδες, πατάω το rec και αφήνω τον Κώστα Σιλβέστρο να με ταξιδέψει στην ιστορία της ζωής του.
Γεννήθηκα στη Λεμεσό σε μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τις τέχνες. Παρ’ολα αυτά για έναν περίεργο λόγο εγώ ήμουν βουτηγμένος από μικρός μέσα στο θέατρο. Όταν ήμουν περίπου 6 χρονών ξεκίνησαν οι πρώτες παραστάσεις στο γκαράζ της αυλής. Κλασικό σκηνικό που άκουσα να λέγεται κι από άλλους ανθρώπους του θεάτρου αλλά αυτή είναι και η δική μου πραγματικότητα. Ανέβαζα παραστάσεις με τα παιδιά της γειτονιάς. Μου πήρε χρόνια να καταλάβω ότι ουσιαστικά τους σκηνοθετούσα. Αυτό ήταν το παιχνίδι μου. Προφανώς κάπου θα είδα μια παράσταση που πυροδότησε την ανάγκη μου να εκφραστώ με αυτό τον τρόπο.
Η γιαγιά μου ήταν αυτή που όταν έγινα 7 ετών είπε στους γονείς μου ότι πρέπει να με γράψουν σε θεατρικό εργαστήρι. Δυστυχώς δεν κατάφερε να δει τη συνέχεια, αφού λίγα χρόνια μετά πέθανε. Ενώ είχα ξεκινήσει άπειρες δραστηριότητες και χόμπι, όλα σιγά σιγά έφευγαν και το μόνο που έμενε σταθερό ήταν το θέατρο. Περίμενα πώς και πώς να έρθει το Σάββατο για να πάω στο θεατρικό εργαστήρι της ΕΘΑΛ.
Στα 13 μου χρόνια έψαχνε ο Βαρνάβας Κυριαζής ένα παιδί να παίξει σε μια παράσταση της ΕΘΑΛ τον «Μικρό Έγιολφ» του Ίψεν και ήρθε στο εργαστήρι να δει παιδιά και με επέλεξε. Τότε έπαιξα την πρώτη μου παράσταση δίπλα σε επαγγελματίες ηθοποιούς, ορισμένους από τους οποίους συνάντησα αργότερα σκηνοθετώντας τους! Ένας από αυτούς ήταν ο Κώστας Καζάκας, ο οποίος στην εν λόγω παράσταση έπαιζε τον πατέρα μου.
Τότε, πήγαινα σχολείο το πρωί, τα βράδια πήγαινα στην πρόβα και τα Σαββατοκύριακα είχαμε παραστάσεις. Μου ήταν πολύ ξεκάθαρο από μικρός το τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω. Όταν ήμουν ακόμη μικρότερος κάποια στιγμή είχα εκφράσει και μια ακόμη επιθυμία: Να γίνω ταξιτζής στην Γαλλία. Όταν με ρώτησαν «γιατί στη Γαλλία;» τους απάντησα ότι επειδή εκεί οι ταξιτζήδες φοράνε παπιγιόν. Είχα δει μια ταινία με έναν ταξιτζή στην Γαλλία που φορούσε στολή και παπιγιόν και μου άρεσε. Ίσως αυτό που ήθελα να γίνω ήταν ο ηθοποιός που κρυβόταν πίσω από τον ταξιτζή.
Οι γονείς μου έλεγαν «οκ, θα μεγαλώσει και θα στρώσει» αλλά τελικά δεν έστρωνα κι έφτασε η ώρα που το σχολείο τελείωνε και έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Η προϋπόθεση που μου έθεσαν οι γονείς μου ήταν να δώσω και Παγκύπριες εξετάσεις για να περάσω παράλληλα σε κάποιο Πανεπιστήμιο. Τη δέχτηκα. Έβαλα 4 επιλογές: Θεατρικές σπουδές σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Ναύπλιο. Πέρασα τελικά στο Ναύπλιο στην Καλών Τεχνών αλλά δεν την τελείωσα ποτέ. Έμπλεξα με την Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης και αφοσιώθηκα εξ ολοκλήρου σε αυτήν.
Τα επόμενα χρόνια ζούσα σχεδόν εσώκλειστος στο υπόγειο του Κούν και ήμουν τόσο παθιασμένος που δεν με έβλεπε το φως της μέρας. Στο Ναύπλιο πήγαινα τον πρώτο χρόνο, πήρα και τα βιβλία της σχολής και αυτό ήταν. Δεν μετανιώνω που δεν έμεινα στο Ναύπλιο, αντίθετα η τόση προσήλωση μου στο θέατρο Τέχνης ίσως τελικά να μου έδωσε πολλά περισσότερα. Μέσα από την πρακτική της δουλειάς βρέθηκα δίπλα σε αξιόλογους σκηνοθέτες και γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους.
Ο σκηνοθέτης Διαγόρας Χρονόπουλος ήταν ο διευθυντής της σχολής μας κι εγώ ήμουν ένας από τους αγαπημένους του μαθητές. Κολλητός του φίλος ήταν ο Εύης Γαβριηλίδης και κάπως μας συνέδεε λόγω Κύπρου και μου μιλούσε συνέχεια γι’ αυτόν. Μου έδωσε την ευκαιρία να δουλέψω στο θέατρο Τέχνης από πολύ νωρίς, από το 2ο έτος της σχολής. Εκεί, έκανα τα πάντα! Ήμουν και ηθοποιός και φροντιστής και ταξιθέτης. Πέρασα απ’ όλα τα πόστα. Για εμένα ήταν μια τεράστια ευκαιρία να βρεθώ δίπλα από μεγάλες παραγωγές και σκηνοθέτες που θαύμασα πολύ στην πορεία.
Κάθε μου δουλειά και συνεργασία εκεί ήταν πολύ σημαντική, έστω κι αν είχα τον πιο μικρό ρόλο. Θα μπορούσα ωστόσο να πω ότι είχα ξεχωρίσει την Μαριάννα Κάλμπαρη, που είναι τώρα διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης και τη Λένα Κιτσοπούλου που τότε σκηνοθέτησε το «Χαίρε Νύμφη» και ήμουν δίπλα της και έβλεπα τον τρόπο που δουλεύει. Ήταν σημαντικές αυτές οι συνεργασίες γιατί ενώ ήμουν ακόμη στην αρχή και διδασκόμουν μια πιο κλασική παιδεία στη σχολή, ξαφνικά μου παρουσιάστηκε ένα άλλο θέατρο, πιο τρελό, πιο απενοχοποιημένο και διαφορετικό από αυτά που ήδη ήξερα.
Ο αδερφός μου είχε και αυτός μια ιδιαίτερη πορεία, σπούδασε επιδημιολόγος και ιατρική σε περιόδους κρίσης, πολύ πριν την κρίση του covid. Ήταν στους γιατρούς του κόσμου στη Νιγηρία και την Τανζανία περνώντας μήνες σε αποστολές και δούλευε και στην Αθήνα στο ΚΕΛΠΝΟ. Όταν ήρθε η πανδημία βρέθηκε στην Κύπρο ως επιδημιολόγος και τελικά κατέληξε υπεύθυνος της ομάδας ιχνηλάτησης.
Οι γονείς μας μάς άφησαν να βρούμε τον δρόμο μας. Πιστεύω ότι στο να μας αφήσουν να γίνουμε αυτό που πραγματικά θέλουμε, διαδραμάτισαν ρόλο και κάποιες δύσκολες καταστάσεις που βιώσαμε ως οικογένεια. Ο μπαμπάς μου όταν ήμουν 15 χρονών έπαθε εγκεφαλικό και από τότε είναι χρήστης αναπηρικού αμαξιδίου. Είχαμε αυτό το σημαντικό ζήτημα να αντιμετωπίσουμε, το οποίο τα πρώτα χρόνια ειδικά ήταν αρκετά δύσκολο και ίσως έκανε κάποιες αποφάσεις σε σχέση με το μέλλον μας πιο εύκολες. Ίσως έδωσε και στους γονείς μου να καταλάβουν ότι σημασία έχει να κάνεις αυτό που θέλεις γιατί τα πάντα ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Δεν στάθηκαν ποτέ εμπόδιο στα όνειρα μας.
Από όλες τις παραστάσεις που έχω παίξει ως ηθοποιός έχω να θυμάμαι πολλά. Αξέχαστη μου μένει σίγουρα η πρώτη παράσταση που έπαιξα στο Υπόγειο του Κουν, όπου πρωταγωνιστούσαν πέντε μεγάλες κυρίες του ελληνικού θεάτρου. Μια από αυτές ήταν η Μάρω Κοντού. Κάναμε παρέα και βγαίναμε τα βράδια μετά τις παραστάσεις και μας μιλούσε για τις ταινίες, τον Κωνσταντάρα, τον Χόρν και τη Βουγιουκλάκη. Ήμουν μόνο 23 χρονών και ξαφνικά στην πρώτη μου δουλειά μπήκα σε έναν χώρο που μου φαινόταν μαγικός. Μου έχουν μείνει πολλά από αυτή τη γνωριμία με την Μάρω Κοντού. Κάποια στιγμή θυμάμαι πριν την Μεγάλη Εβδομάδα ήρθε με πέντε διαφορετικά ταπεράκια με νηστίσιμα φαγητά και μου τα έφερε στο θέατρο. Όταν τη ρώτησα «γιατί;» μου απάντησε ότι τα υπόλοιπα παιδιά που δουλεύουν στο θέατρο έχουν κοντά τους γονείς τους και έχουν κάποιο να τους μαγειρεύει ενώ εγώ ήμουν μόνος μου στην Αθήνα. Μου έφερε φαγητά για όλη τη μεγάλη εβδομάδα! Δεν το ξεχνάω ποτέ.
Σίγουρα είχα και δύσκολες στιγμές. Ακόμα και ο Διαγόρας Χρονόπουλος που ήξερα ότι με αγαπούσε, πολλές φορές υπήρξε και πάρα πολύ σκληρός. Γενικά ένιωσα και αμφισβήτηση και υποτίμηση αρκετές φορές. Όχι μόνο στο Τέχνης. Και αργότερα. Έμαθα όμως να μην τα λαμβάνω όλα υπόψιν και να συνεχίζω. Την μεγαλύτερη αμφισβήτηση από ανθρώπους την πέρασα αργότερα νομίζω. Όταν αποφάσισα να σκηνοθετήσω.
Δεν μπορώ να σου πω κάποιο μεγάλο ηθοποιό που θαυμάζω και θα ήθελα να γνωρίσω. Όταν μου κάνουν αυτή την ερώτηση, μπλοκάρω εντελώς και δεν μπορώ να απαντήσω. Νομίζω έχω ένα μικρό θέμα με τον θαυμασμό. Ακόμα και τον Κάρολο Κουν δεν ξέρω αν θα ήθελα να τον γνωρίσω, μου αρέσει που τον έχω στο μυαλό μου ως κάποιον πολύ μεγάλο και μοναδικό που δεν γνώρισα ποτέ.
Στον χώρο μας έχω γνωρίσει υπέροχους ανθρώπους και άλλους που δεν μου ταίριαξαν. Είναι περίεργες οι σχέσεις γενικότερα στη ζωή και ειδικά στο θέατρο όπου κυριαρχεί το «εγώ» και η «εικόνα». Πρέπει να μείνουν πολλά ζητήματα στην άκρη ώστε να μπορέσει να δημιουργηθεί μια ουσιαστική σχέση μεταξύ των ανθρώπων του θεάτρου. Προσωπικά νιώθω όμορφα, διότι έχω δημιουργήσει σχέσεις ζωής μέσα από το θέατρο οι οποίες μπορούν να σταθούν και εκτός θεάτρου. Υπάρχουν άνθρωποι μέσα στη δουλειά που τους αγαπώ με όλη μου τη ψυχή πέρα από τη δουλειά.
Έχουν συμβεί αρκετά ευτράπελα κατά την ώρα των παραστάσεων. Στην πρώτη παράσταση που έπαιξα, με την Μάρω Κοντού που σου έλεγα, έπαιζα έναν μπάρμαν. Ερχόντουσαν στο μπαρ η Κοντού με τις υπόλοιπες ηθοποιούς και τους έβαζα ποτό. Έτρεμα τόσο πολύ στην πρεμιέρα που μόλις έφτασα πάνω από την Μάρω Κοντού, την κατάβρεξα με το ουίσκι. Το χέρι της ήταν μούσκεμα. Βγήκα έξω και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Όταν τελείωσε η παράσταση ήρθε η Μάρω Κοντού στα παρασκήνια και άρχισε να μου λέει πόσο ασήμαντο ήταν στην πραγματικότητα αυτό το γεγονός. Το χειρίστηκε τόσο όμορφα, τόσο φιλοσοφημένα που το έκανε να μοιάζει πολύ μικρό μέσα στο μεγαλείο του σύμπαντος. Με βοήθησε τόσο η κουβέντα της ώστε στο μέλλον όταν έπρεπε να βγω στη σκηνή και αισθανόμουν τρακ σκεφτόμουν πόσο μικρός είμαι μέσα στον κόσμο. Φανταζόμουν το σύμπαν, τον γαλαξία μας, έφτανα στον πλανήτη γη, μετά στην Ευρώπη, στην Ελλάδα, στην Αθήνα και τελικά κατέβαινα σε ένα υπόγειο και έβλεπα τον εαυτό μου σαν ένα μικρό πλάσμα που αγχωνόταν να ανέβει στην σκηνή. Έτσι διαχειριζόμουν και ματαίωνα το άγχος μου.
Νομίζω έχω 5 χρόνια να παίξω κάπου ως ηθοποιός. Ποτέ δεν αισθάνθηκα ικανοποιημένος με τον εαυτό μου ως ηθοποιό. Πάντα ένιωθα ότι κάτι μου λείπει. Ένιωθα πάντα μια ανασφάλεια, ποτέ δεν ήμουν σίγουρος, παρ’ όλ’ αυτά πάντα χαιρόμουν τη δουλειά. Είναι πολύ περίεργο. Ενώ δεν ένιωθα καλός, έφευγα πάντα ολοκληρωμένος και χαρούμενος. Από τους αγαπημένους μου ήταν ο ρόλος που έπαιξα το 2015 στην παράσταση «Η τάξη μας» του Γιάννη Καλαβριανού.
Μετά από 6 χρόνια στην Αθήνα, επέστρεψα στην Κύπρο. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα στην Ελλάδα λόγω της κρίσης. Στην τελευταία παράσταση που έπαιξα, μας πλήρωσαν τα Χριστούγεννα 25€ και ένα μπουκάλι κρασί στον κάθε ηθοποιό. Όταν επέστρεψα στην Κύπρο έπαιξα στον ΘΟΚ στην παράσταση «η Τάξη μας». Τελειώνοντας από τις παραστάσεις της «Τάξης μας» έμεινα άνεργος.
Αναγκάστηκα μετά από όλα αυτά που έζησα στην Αθήνα, να επιστρέψω στο πατρικό μου στη Λεμεσό. Μια μέρα όπως χάζευα στο facebook βλέπω μπροστά μου προκήρυξη για το Φεστιβάλ Αρχαιου Ελληνικού Δράματος και πάνω στην απελπισία της ανεργίας μου ήρθε η ιδέα να σκηνοθετήσω κάτι εκεί. Σκέφτηκα να κάνω τον Πλούτο του Αριστοφάνη. Άρχισα να παίρνω φίλους και γνωστούς ρωτώντας τους αν θέλουν να τους συμπεριλάβω στην αίτηση και δέχτηκαν όλοι! Έστησα την αίτηση και την έστειλα. Μετά από λίγο καιρό μου ήρθε απάντηση ότι δεν εγκρίθηκε. Το θεώρησα λογικό και αναμενόμενο μιας και επρόκειτο για Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, ενώ εγώ δεν είχα κάποια εμπειρία και ήμουν και μόλις 25 χρόνων. Εντούτοις μετά από λίγες μέρες με πήρε ο διευθυντής του φεστιβάλ και μου είπε ότι αποχώρησε μια παραγωγή και ήμουν ο αμέσως επόμενος επιλαχών και ότι έχω τρεις μέρες για να απαντήσω και ένα μήνα για τις πρόβες.
Κάτσαμε στο τραπέζι να φάμε με τους γονείς μου και τους είπα ότι έχω να τους ανακοινώσω κάτι το οποίο μπορεί να τους ακουστεί κάπως περίεργο αλλά έπρεπε πάση θυσία να με στηρίξουν σε αυτό γιατί είναι πολύ σημαντικό. Τους ανακοίνωσα ότι μου ανάθεσαν να σκηνοθετήσω παράσταση στο Κούριο (για να ακουστεί πιο μεγαλοπρεπές και να τους πείσω πιο εύκολα). Τους εξήγησα ότι είναι μια τεράστια ευκαιρία, την οποία πρέπει να την αρπάξω από τα μαλλιά και για να γίνει αυτό θα πρέπει αρχικά να μετακομίσω επειγόντως στη Λευκωσία για να ξεκινήσουν οι πρόβες. Η μάνα μου απάντησε: «Αν είναι να είσαι ευτυχισμένος γιέ μου... πάμε». Την άλλη μέρα βρεθήκαμε στη Λευκωσία, κλείσαμε σπίτι και από τότε είμαι εδώ. Τελικά ο «Πλούτος» απεδείχθη μια πολύ επιτυχημένη παράσταση, το αγκάλιασε το κοινό, γράφτηκαν πολύ καλές κριτικές, μου δόθηκε το βραβείο σκηνοθεσίας στα βραβεία του ΘΟΚ και από τότε η μια δουλειά φέρνει την άλλη. Του χρόνου κλείνω δέκα χρόνια από τον «Πλούτο». Έχω σκηνοθετήσει μέχρι στιγμής 25 έργα.
Τελειώνουν το Σάββατο οι παραστάσεις του έργου «Αγαπητέ Θεέ» με το θέατρο Αντίλογος, συνεχίζουν οι παραστάσεις «ο Μουνής» στο θέατρο Δέντρο και στην Αθήνα το «Μίξερ» για δεύτερη χρονιά, μάλιστα σκεφτόμαστε να το φέρουμε και στην Κύπρο. Επιστρέφει και το «Still, Ένα άγαλμα που γύρισε τον κόσμο» παραμονή πρωτοχρονιάς στο Φεστιβάλ Λευκωσίας. Με την ομάδα του Still ξεκινάμε τη νέα παραγωγή που ονομάζεται «Η κούκλα του Κάφκα».
Ήταν πολύ γεμάτη δημιουργικά η δεκαετία που πέρασε. Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ... Αισθάνομαι πραγματικά ότι το θέατρο μου δίνει παραπάνω πράγματα απ’ όσα μπορούσα να φανταστώ. Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη για όσα μου χάρισε μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια. Μπορεί να ακούγεται περίεργο διότι είμαι 35 χρονών όμως νιώθω πολύ γεμάτος με όσα έχω κάνει.
Δεν νιώθω εφησυχασμό αλλά νιώθω κάπως εντάξει. Ό,τι και να κάνω και κάποια λάθη είναι εντάξει, δεν έγινε και κάτι. Προσπαθώ να κάνω πάντοτε το καλύτερο, πρώτα απ’ όλα για μένα. Αγαπάω πολύ αυτό που κάνω αλλά αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι όσο και να προσπαθείς μπορείς να κάνεις και λάθη, μπορεί να μην σου βγουν όλα , μπορεί για κάτι που προσπάθησες και αγάπησες πολύ τελικά να γραφτούν και άσχημα και είναι εντάξει, όλο αυτό στο τέλος σε απελευθερώνει. Το να δέχεσαι και τα καλά και τα κακα. Και τα πάνω και τα κάτω. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια έχω διαβάσει τα πάντα για τη δουλειά μου. Από τα πιο εκθειαστικά σχόλια μέχρι τα πιο προσβλητικά. Όλα είναι μέσα στο παιχνίδι. Πλέον προσπαθώ να φιλτράρω. Δεν τα λαμβάνω όλα υπόψη. Είτε πρόκειται για πολύ καλά είτε για πολύ καλά, τα ζυγίζω ανάλογα και με το από που προέρχονται. Μ’ αρέσει σε κάθε δουλειά να ξεκινάω πάντα απ’ την αρχή, σαν να μην ξέρω τίποτα .
Την Επίδαυρο δεν την σκέφτομαι. Αν είναι να έρθει, καλώς να ορίσει. Προς το παρόν με φαντάζομαι ως θεατή να βλέπω κι άλλα όμορφα πράγματα εκεί.
Δουλεύω από παιδί και έχω κάνει και άλλες δουλειές, εκτός θεάτρου. Δεν φοβάμαι τη δουλειά, αν έρθει η στιγμή που για να ζήσω θα πρέπει να κάνω κάτι άλλο, θα το κάνω.
Αν έπρεπε να περιγράψω το θέατρο με τρεις λέξεις θα το περιέγραφα... με πιο πολλές λέξεις από τρεις ή και καμία λέξη. Το ίδιο θα έλεγα και για τη ζωή. Είναι τα πάντα αλλά και το τίποτα.
Τελειώνουν οι παραστάσεις κι ενώ έχεις δώσει τα πάντα, ξαφνικά δεν μένει τίποτα. Θέλει διαχείριση όλο αυτό μέσα σου. Ξεκινάς να διαβάζεις το έργο, βρίσκεις ποιοι θα παίξουν, το στήνεις, ζεις την ένταση της δημιουργίας και έρχεται η ώρα που όλα τελειώνουν, μπαίνουν μέσα σε μια κούτα, πάνε στην ανακύκλωση, κάποια στα σκουπίδια και μένεις μόνος σου μέσα στο θέατρο και λες τι έγινε τώρα, που πήγαν όλα; Έχει και ένα τραγούδι ο Γιώργος Μαρίνος σχετικό…
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
η αίθουσα τούτη θ’ αδειάσει
και κει στα τραπέζια τα πρώτα
θα `ρθει η ερημιά να κουρνιάσει.
Και τότε εγώ ο θεατρίνος,
ο κλόουν κι ο τραγουδιστής
στο καμαρίνι θα λουφάξω
ίδιος φονιάς, ίδιος ληστής.
Μπογιές και κρέμες και καθρέφτες
και κόσμος γύρω μου σωρό.
"Μπράβο σας είσαστε αρτίστας,
ήρθα για να σας συγχαρώ".
Σε λίγο θα σβήσουν τα φώτα
κι εγώ ο πολύς ο σπουδαίος
θα φύγω απ’ την πίσω πόρτα
σκυφτός, σιωπηλός, τελευταίος
Κεντρική Φωτό Δημήτρης Λούτσιος Από την φωτογράφιση της παράστασης "Ο Μουνής" της Λένας Κιτσοπούλου