Loading...
Η Μαριγώ της Μαρίας Μουγιακάκου είναι, αδιαμφισβήτητα, ένα από τα πιο όμορφα βιβλία που διάβασα φέτος. Μου το χάρισε μια φίλη και μόλις κοίταξα την περίληψη στο οπισθόφυλλο, ένιωσα την επιτακτική ανάγκη να ταξιδέψω –άμεσα– μέσα στις σελίδες του. Έτσι κι έγινε. Το διάβασα μονορούφι· περιπλανήθηκα στη Μάνη του προηγούμενου αιώνα, γνώρισα τα ήθη, τις αξίες και τη νοοτροπία των Μανιατών, μαγεύτηκα και συγκλονίστηκα από την ηρωίδα του βιβλίου – τη δυναμική, αξιοθαύμαστη, πονεμένη Μαριγώ.
Λίγο που μου θύμισε τη δική μου γιαγιά, λίγο που μου θύμισε πτυχές του χαρακτήρα μου, λίγο που μου θύμισε τη ζωή μου στο χωριό σαν παιδί, ένιωσα πολλές φορές να ταυτίζομαι και να τριγυρνώ σε ένα παράλληλο σύμπαν, στο μεταίχμιο του παρελθόντος και του παρόντος.
Ένα πρωί Τρίτης έστειλα μήνυμα στη συγγραφέα, την εγγονή της Μαριγώς, τη Μαρία, και της ζήτησα συνέντευξη. Μου απάντησε πως θα χαρεί πολύ να τα πούμε, ότι βρίσκεται στη Μάνη και πως την πέτυχα την ώρα που άναβε λιβάνι για τη γιαγιά της και της έλεγε τα νέα από την Κύπρο. Μέσα από αυτές τις δύο μόνο γραμμές ένιωσα σαν να βρέθηκα πάνω σε μαγικό χαλί που με ταξίδεψε μέχρι εκεί, για να συστηθώ για πρώτη φορά με την πρωταγωνίστρια του βιβλίου.
Σε πολύ λίγο, εγώ στη Λευκωσία –σε ένα γραφείο με τζαμαρία και θέα το Μακάρειο Στάδιο– και η Μαρία στη Μάνη –με θέα το όμορφο Λιμένι– ανταλλάσσουμε τις πρώτες μας κουβέντες, με μια υποβόσκουσα συγκίνηση στο φόντο.
Μαρία Μουγιακάκου:
Πριν φύγει η γιαγιά από τη ζωή, μιλήσαμε πολύ. Είχα αντιληφθεί κάποια πράγματα και της τα είχα πει. Στην τελευταία εκδρομή που ήρθαμε στη Μάνη, μου επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Σε εκείνο το ταξίδι μου μίλησε για τη ζωή, για τη γυναίκα, για τις σχέσεις, για την αγάπη και για τη συγχώρεση. Ένιωσα πραγματικά χρέος μου να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτήν. Ήθελα να συστήσω στον κόσμο την πραγματική Μαριγώ, αυτή την αξιοθαύμαστη γυναίκα.
Με καθυστερούσε όμως το γεγονός ότι έψαχνα να βρω τα πρακτικά της δίκης, για να μπορέσω να ξεδιπλώσω ξεκάθαρα την ιστορία της και να είναι πιστευτή. Ήθελα να δώσω στο κοινό να καταλάβει ότι ήταν πραγματικό πρόσωπο και να τεκμηριώσω τα γεγονότα. Μου πήρε πολύ χρόνο να βρω τα πρακτικά και τα αποκόμματα των εφημερίδων ώστε να αποδείξω την αλήθεια. Έψαξα σε δικαστήρια, στα αρχεία του κράτους· δεν ήξερα από πού να αρχίσω και πού να τελειώσω. Τελικά, μου είπαν να επικοινωνήσω με το τμήμα του Ναυπλίου. Μια εξαιρετική κυρία με βοήθησε, και έτσι άρχισε να ξετυλίγεται το κουβάρι.
Είμαι πολύ χαρούμενη που τα κατάφερα. Το έκανα για τις ψυχές των προγόνων μου. Γιατί δεν τιμωρήθηκε κανείς και δεν πλήρωσε κανείς γι’ αυτά που έγιναν. Εάν δεν επιβληθεί η τιμωρία για κάτι τόσο σοβαρό, δεν επέρχεται η ηρεμία· δεν μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους. Νομίζω ότι μετά τη συγγραφή του βιβλίου, οι ψυχές της γιαγιάς και του παππού έχουν ηρεμήσει.
Το βιβλίο θίγει θέματα όπως η τιμή, η βεντέτα και η συγχώρεση. Θεωρώ ότι δυστυχώς είναι όλα επίκαιρα και διαχρονικά ζητήματα. Προχθές σκότωσαν τον αρχηγό της ελληνικής Μαφίας και δεν δίστασαν να το κάνουν μπροστά στο παιδί του. Πριν λίγα χρόνια είχαν σκοτώσει στην Κηφισιά έναν πατέρα μπροστά στα παιδιά του. Είναι ένα θέμα διαχρονικό. Ο άνθρωπος δεν σταματά να γίνεται άγριο θηρίο όταν πρόκειται να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του – χρήματα και εξουσία.
Η Μαριγώ, το 1933, δεν μπόρεσε να αφήσει ένα παιδί να περιφέρεται στους παγωμένους διαδρόμους ενός ορφανοτροφείου. Το πήρε και το μεγάλωσε σαν να ήταν δικό της, χωρίς να αποκαλύψει την αλήθεια που ήξερε. Είχε ενσυναίσθηση, συμπονούσε.
Άλλο ένα διαχρονικό στοιχείο που αγγίζει το βιβλίο είναι η απιστία. Πότε συμβαίνει και υπό ποιες συνθήκες; Πότε πρέπει να συγχωρούμε και πότε όχι; Πώς συγχωρούμε ένα έγκλημα και ποιος μπορεί να μας βοηθήσει σ’ αυτό;
Τέλος, το καθήκον προς την πατρίδα. Ενώ ήταν μια γυναίκα χτυπημένη από τη μοίρα, συμμετείχε στην απελευθέρωση με τον δικό της τρόπο, βάζοντας το δικό της λιθαράκι.
Τα ουσιαστικά προβλήματα μιας γυναίκας τότε δεν διαφέρουν από τα σημερινά. Και τελικά, συμπεραίνουμε ότι η πίστη –είτε στον Θεό, είτε στην αγάπη– δίνει τεράστια δύναμη στον άνθρωπο.
Μεγαλώνοντας διαπιστώνω ότι έχω πολλά κοινά με τη γιαγιά μου· με επηρέασε πάρα πολύ. Άλλωστε, αυτή με μεγάλωσε. Ο τρόπος που ζούσε, που κινούνταν, που αντιμετώπιζε τα προβλήματά της...
Όταν πέθανε, σηκώθηκα το βράδυ και έγραψα ένα ποίημα, το οποίο κατέληγε: «Μα πάνω απ’ όλα, εσύ μας έμαθες, γιαγιά μου, τι σημαίνει να αγαπάς πραγματικά». Αυτή η αγάπη –η πραγματική, η άδολη– είναι τεράστια δύναμη. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να τη διαθέτει ένας άνθρωπος.
Το βιβλίο παρουσιάζει μια εντελώς αυθεντική ιστορία. Επέμεινα σε αυτό, έστω κι αν υπήρχε το ενδεχόμενο να λειτουργήσει εις βάρος της αναγνωσιμότητας. Δεν θέλησα να “γλυκάνω” την ιστορία· ήθελα να παρουσιάσω τη σκληρότητα της εποχής.
Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν μια αντρική φωνή στη γραμμή. Μου λέει:
«Κυρία Μουγιακάκου, γεια σας. Θόδωρος Κατσαφάδος, ηθοποιός. Βρίσκομαι στη Χαριλάου Τρικούπη, στο βιβλιοπωλείο "Παρ’ ημίν" και είδα το βιβλίο σας στη βιτρίνα. Το πήρα, είδα το όνομά σας –Μουγιακάκου– είμαστε συντοπίτες. Διάβασα την περίληψη και συγκινήθηκα. Θα μου κάνετε την τιμή να διαβάσω τη Μαριγώ στο Audio Book;» Εννοείται πως δέχτηκα.
Πολύς κόσμος με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι ταυτίζεται και συγκινείται διαβάζοντας το βιβλίο. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει επειδή, λίγο έως πολύ, όλοι έτσι έχουμε μεγαλώσει στην Ελλάδα – με τη γιαγιά στο χωριό. Έτσι, ο κόσμος βρίσκει κομμάτια του εαυτού του.
Το βιβλίο το εξέδωσα μόνη μου. Πειραματίστηκα και μου βγήκε σε καλό. Μέσα σε πέντε μήνες, έγινε δεύτερη έκδοση – πάει πολύ καλά. Έχω συζητήσει με δύο παραγωγούς να γίνει σειρά στην τηλεόραση. Ίσως πραγματοποιηθεί τη νέα σεζόν. Το εύχομαι.
Ετοιμάζομαι να γράψω ένα ακόμη βιβλίο. Η ιστορία είναι έτοιμη – και πάλι αληθινή και συγκλονιστική. Είναι η περιπέτεια ενός ανθρώπου που μου διηγήθηκε τη ζωή του. Ξεκινά από ένα χωριό στον Ταΰγετο και φτάνει μέχρι την Αμερική.
Η πιο όμορφη ανάμνηση που έχω από τη γιαγιά μου είναι τότε που μαζευόμασταν όλα τα εγγόνια στο σπίτι, στο χωριό. Μας έβαζε σε έναν κύκλο γύρω από ένα μεγάλο καζάνι και βάφαμε τα νήματα που έφτιαχνε τις κουβέρτες μας. Έριχνε η γιαγιά το χρώμα μέσα στο νερό και το νερό γινόταν μπλε ή ροζ ή κόκκινο – κι εμάς μας φαινόταν μαγικό! Φωνάζαμε με ενθουσιασμό: «Η γιαγιά μας είναι μάγισσα! Είναι Θεός!» Έτσι την βλέπαμε – σαν ένα ον καταπληκτικό και υπερφυσικό.
Ήταν βράδυ, ένιωσε πως θα φύγει από την ζωή και μας φώναξε να μας αποχαιρετήσει. Ήμουν αεροσυνοδός και το πρωί πετούσα για Παρίσι. Εμένα με κράτησε λίγο παραπάνω και μου είπε: «Από εδώ και στο εξής, δεν θα φοβηθείς ποτέ. Θα είμαι ο φύλακας άγγελός σου – και στη γη και στον αέρα». Το λέω και συγκινούμαι. Την νιώθω δίπλα μου – στα δύσκολα και στα όμορφα.
Βιογραφικό
Η Μαρία Μουγιακάκου γεννήθηκε στη Μάνη και μεγάλωσε στο Πέραμα. Τα καλοκαίρια της παιδικής της ηλικίας τα περνούσε με τη γιαγιά στο χωριό. Η έντονη παρουσία της γιαγιάς της ήταν καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της.
Εργάστηκε ως ιπταμένη συνοδός στην Ολυμπιακή Αεροπορία για 25 χρόνια. Χάρις στο επάγγελμά της αυτό, είχε τη δυνατότητα να ταξιδέψει και να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους ξεχωριστούς. Συγχρόνως σπούδασε φωτογραφία. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία, σχολιάζοντας την επικαιρότητα σε κυριακάτικη εφημερίδα σε δική της στήλη, Το ημερολόγιο της κυρίας Μ.
Γράφει στίχους τραγουδιών και έχει συνεργαστεί με γνωστούς συνθέτες και τραγουδιστές της ελληνικής μουσικής.
Έχει αποκτήσει έναν γιο, τον Τηλέμαχο, που είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο στη ζωή της.
Τον περισσότερο χρόνο ζει στη Μάνη απολαμβάνοντας τη μεγαλοπρέπεια και την ηρεμία του τόπου της.