ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Ο Ανδρέας Κυριάκου μάς λέει «Αντίο, Κοπρόσκυλα!»

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Αντλώντας έμπνευση από τους Ταραντίνο, Σκορσέζε, ντε Πάλμα και Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο σκηνοθέτης Ανδρέας Κυριάκου και ο σεναριογράφος Φρίξος Μασούρας εμπλούτισαν το ομώνυμο θεατρικό έργο που είχαν αρχικά ανεβάσει το 2018 στο Θέατρο Διόνυσος, φτιάχνοντας μια ταινία η οποία κάνει πρεμιέρα στο Cyprus Film Days.

Μια ταινία που, όπως ο ίδιος Ανδρέας αναφέρει στο WiZ, του επέτρεψε να συναντήσει ξανά σκηνοθέτες και ταινίες οι οποίες τον είχαν επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό στα 90s. Εξάλλου, αυτό που θέλει να παρουσιάσει στους θεατές που θα δουν τα Κοπρόσκυλα, είναι μια ταινία που ακριβώς θα τους μεταφέρει σε εκείνη την εποχή.

«Αντίο, Κοπρόσκυλα!». Τι μπορεί να κρύβει ένας τέτοιος τίτλος;
Ο τίτλος κρύβει διπλό μήνυμα. Σε πρώτο επίπεδο, η ταινία αποτίει -με νοσταλγική διάθεση- φόρο τιμής σε όλα τα «κακά» παιδιά μιας άλλης κινηματογραφικής εποχής. Σε δεύτερο επίπεδο, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η ταινία αναφέρεται και σε όλα τα «κοπρόσκυλα» που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και δεν μπορούν να μείνουν άπραγοι σε ένα σύστημα που τους θέλει παγιδευμένους σε ένα αθέατο κλουβί.

Δεν το κρύβω ότι η δουλειά δυο Κύπριων σκηνοθετών με έχει επηρεάσει σε αυτή την προσέγγιση: o Γιάννης Οικονομίδης και ο αγαπημένος Άδωνις Φλωρίδης έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την καθομιλουμένη έκφραση σε κύριο εργαλείο μυθοπλασίας.

Ποιος ήταν ο στόχος σου φτιάχνοντας τα Κοπρόσκυλα; Τι θέλεις να δώσεις στους θεατές;
Από σκηνοθετική άποψη το «Αντίο, Κοπρόσκυλα!» ήταν αρκετά ελκυστικό, αφού μου επέτρεψε να συναντήσω ξανά σκηνοθέτες και ταινίες οι οποίες με είχαν επηρεάσει σε τεράστιο βαθμό στα 90s. Η ενηλικίωσή μου ήταν συνυφασμένη με τον κόσμο των βίντεο κλαμπ, και σε αυτό τον κόσμο οι ταινίες που θεωρούνταν οι πιο περιζήτητες δεν ήταν κατ’ ανάγκη αυτές που έκοβαν και τα περισσότερα εισιτήρια στις κινηματογραφικές αίθουσες. Στους θεατές θέλω να παρουσιάσω μια ταινία που θα τους μεταφέρει μαζί μου πίσω σε εκείνη την εποχή, έστω για 225000 καρέ μόνο.

Σε ποια στοιχεία της ταινίας θα συναντήσουμε οικεία στοιχεία από Ταραντίνο, Μπράιαν ντε Πάλμα και Σκορσέζε;
Όλα ξεκίνησαν με το αυθεντικό θεατρικό έργο που ανέβηκε για πρώτη φορά το 2018, σε παραγωγή του Θεάτρου Διόνυσος και κείμενο του Φρίξου Μασούρα. Το έργο γράφτηκε σαν homage στο «Reservoir Dogs» του Ταραντίνο, αναμορφωμένο όμως για την κυπριακή πραγματικότητα με ντόπιους χαρακτήρες, τοποθετημένο χρονικά στην οικονομική κρίση του 2013. Αναπτύσσοντας το σενάριο με τον Φρίξο για την κινηματογραφική μεταφορά, μας δόθηκε η ευκαιρία να εμπλουτίσουμε την ιστορία και με άλλες αναφορές σε σκηνοθέτες και ταινίες που είχαν δώσει έμπνευση και στον ίδιο τον Ταραντίνο. Χωρίς τον Σκορσέζε, τον ντε Πάλμα και τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ δεν θα είχαμε σίγουρα ούτε το Reservoir Dogs, ούτε το Pulp Ficition, ούτε και το Jackie Brown! Άρα, τα DNA του «Ταξιτζή», των «Αδιάφθορων» και του «À bout de souffle», βρίσκονται σκορπισμένα παντού στα χρωματοσώματα των Κοπρόσκυλων.

Υπάρχει, όμως, λέτε και ένα καθαρά (βρόμικο) κυπριακό τουίστ. Τι μπορούμε να πούμε για αυτό το τουίστ;
Η γλώσσα ενός τόπου δεν είναι μόνο ο τρόπος μεταφοράς πληροφοριών μεταξύ μας. Είναι επίσης ένας καθρέφτης της ίδιας της χώρας, του χαρακτήρα και της ιστορίας της. Προσπαθώ όσο μπορώ όλα μου τα πρότζεκτ που διαδραματίζονται στην Κύπρο, να έχουν μια οργανική σχέση γραφής και γλώσσας με τον τόπο που μεγάλωσα και έμαθα να εκφράζομαι. Συνεπώς, μια ταινία που πραγματεύεται ένα «βρόμικο» έγκλημα, πρέπει να τη συνοδεύει και μια «βρόμικη» γλώσσα. Δεν το κρύβω ότι η δουλειά δυο Κύπριων σκηνοθετών με έχει επηρεάσει σε αυτή την προσέγγιση: o Γιάννης Οικονομίδης και ο αγαπημένος Άδωνις Φλωρίδης έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την καθομιλουμένη έκφραση σε κύριο εργαλείο μυθοπλασίας.

Στο δελτίο τύπου αναφέρεστε και στην κυπριακή πραγματικότητα. Ποια είναι τα κύρια, πιο δυνατά χαρακτηριστικά αυτής της πραγματικότητας;
Η κυπριακή πραγματικότητα είναι ένα περιτύλιγμα με πολλές στρώσεις. Είμαστε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, που έχει τρομερές δυνατότητες, αλλά ακόμα αφήνει την πατριαρχία, τα ταμπού και την ψυχολογία της κερκίδας να μας κυριεύουν. Αν σαν μυθοπλάστες δεν προσπαθήσουμε να ξεφορτωθούμε αυτό το τοξικό περιτύλιγμα και να παρουσιάσουμε το περιεχόμενο στην ωμή του μορφή, τότε πώς θα καταφέρουμε να αναπτυχθούμε ως μια αυθεντική κοινωνία και ως πολιτισμός; Το «Αντίο, Κοπρόσκυλα!», με ασπίδα το μαύρο χιούμορ, ανοίγει μια «βρώμικη» συζήτηση και ευελπιστεί να αφήσει το δικό της στίγμα. 

Χωρίς τον Σκορσέζε, τον ντε Πάλμα και τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ δεν θα είχαμε σίγουρα ούτε το Reservoir Dogs, ούτε το Pulp Ficition, ούτε και το Jackie Brown! Άρα, τα DNA του «Ταξιτζή», των «Αδιάφθορων» και του «À bout de souffle», βρίσκονται σκορπισμένα παντού στα χρωματοσώματα των Κοπρόσκυλων.

Τι πρέπει να προσέξεις ως σκηνοθέτης στην κινηματογραφική μεταφορά μιας θεατρικής παράστασης;
Αυτό που έχω μάθει (με τον δύσκολο τρόπο) κάνοντας την ταινία, είναι ότι πολύ συχνά αυτό που δουλεύει πάνω στο σανίδι δεν έχει κατ’ ανάγκη την αντίστοιχη δυναμική στη μεγάλη (ή μικρή) οθόνη. Το υπέροχο μας καστ είχε συχνά τη σωστή διαίσθηση να προσεγγίσει διαφορετικά τους ίδιους ρόλους στο γύρισμα -σε σχέση με το θεατρικό έργο. Επίσης, ήταν ιδιαίτερη η πρόκληση στη φάση του μοντάζ να αφήσω τον εγωισμό μου στο πλάι και να εμπιστευτώ από τον ταλαντούχο μοντέρ μας, Αιμίλιο Αβραάμ, στο να πλάσει έναν πιο κινηματογραφικό ρυθμό.

Στους χορηγούς αναφέρεται και το Υφυπουργείου Πολιτισμού. Πόσο ουσιαστική ήταν η συνεισφορά του;
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν με σχεδόν μηδαμινό προϋπολογισμό και την σημαντικότατη βοήθεια του Θεάτρου Διόνυσος, καθώς και τις προσωπικές συνεισφορές όλου του συνεργείου και καστ. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, παρόλη την καλή διάθεση, να σταματούμε και να ξεκινούμε ξανά τα γυρίσματα όποτε στέρευε το πηγάδι. Σε κάποια φάση πραγματικά πίστευα ότι η ταινία θα έμενε στο ράφι για πάντα... Το καλοκαίρι του 2021 με πρωτοβουλία του εκτελεστή παραγωγού, Caretta Films, αιτηθήκαμε χρηματοδότηση για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων και τη μεταπαραγωγή στη Συμβουλευτική Επιτροπή Κινηματογράφου Κύπρου. Με τη δική τους πολύτιμη υποστήριξη, καταφέραμε να επιστρέψουμε στο σετ και να βάλουμε την τελευταία πινελιά της ταινίας. Το γεγονός ότι οι ευκαιρίες χρηματοδότησης στην Κύπρο είναι σχεδόν ανύπαρκτες από τον ιδιωτικό τομέα, κατατάσσει το Υφυπουργείο Πολιτισμού ως το πιο αξιοσημείωτο κομμάτι αυτής της εξίσωσης.

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να δούμε την ταινία και σε άλλες προβολές, πέραν του Cyprus Film Days;
Με τους θεατές του μακροβιότερου και σημαντικότερου φεστιβάλ ταινιών μεγάλου μήκους στο νησί ως σημείο εκκίνησης, σκοπός ήταν πάντα να κυκλοφορήσει η ταινία και στις αίθουσες παγκύπρια πριν το τέλος του χρόνου. Αναλόγως της ανταπόκρισης των σινεφίλ θεατών του φεστιβάλ, θα αναπτύξουμε και ένα σχέδιο διανομής της ταινίας που θα βοηθήσει στη μεγαλύτερη προβολή της.

Τι άλλο κάνεις αυτό το διάστημα; Τι στόχους έχεις για το άμεσο μέλλον;
Σε αυτή τη φάση δουλεύω με την Tetraktys Films και με τη συμπαράσταση ξανά της ΣΕΚιν στο «Tracking: the Cyprus Tigers». Ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για μια καλτ ταινία πολεμικών τεχνών παραγωγής Χονγκ Κονγκ, η οποία γυρίστηκε στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1990…

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για τις προβολές.