Loading...
«Η Ανδρονίκη Λασηθιωτάκη, μέσα από την πρώτη της συγγραφική απόπειρα, το βιβλίο “Όταν έχασα την ησυχία μου”, μάς καλεί σε ένα ταξίδι συναισθημάτων, ενσυναίσθησης και παιδικής ευαισθησίας. Με αφετηρία προσωπικά βιώματα και βαθιά κατανόηση της παιδικής ψυχής, η συγγραφέας μάς μιλά για τη γέννηση της ιστορίας της, την ανάγκη του “ανήκειν”, τη μοναξιά, και τη μαγική δύναμη της φιλίας – έννοιες που αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη αξία στον σύγχρονο κόσμο.»
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το «Όταν έχασα την ησυχία μου»; Υπάρχει κάποιο προσωπικό βίωμα ή στιγμή που πυροδότησε αυτή την ιστορία;
Τα τελευταία χρόνια, μέσα από τις δράσεις της ReadLibrary, βρίσκομαι συχνά σε σχολεία και βιβλιοθήκες. Εκεί, ανάμεσα σε παιδικές φωνές και βλέμματα, έρχομαι σε άμεση επαφή με τα παιδιά – κυρίως του Δημοτικού. Παρατήρησα πως, συχνά, κάποια παιδιά, ξένα τις περισσότερες φορές, στέκονται πιο απόμακρα, μόνα, σαν να τους λείπει το νήμα που τα ενώνει με τους άλλους. Χρειάζεται μια λεπτή, υπομονετική προσπάθεια για να τα τραβήξεις κοντά, να τα κάνεις να νιώσουν μέρος του συνόλου, να βρουν τον ρυθμό τους μέσα στην τάξη.
Κι αυτό, κάθε φορά, με φέρνει πίσω… πολύ πίσω, στα δικά μου μαθητικά χρόνια.
Ήταν το μακρινό 1977, κι εγώ ήμουν στην πρώτη τάξη του Στ’ Δημοτικού Σχολείου Λεμεσού. Μόλις τρία χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, τα σχολεία αγκομαχούσαν κάτω από το βάρος της προσφυγιάς, των ελλείψεων, των παιδιών που πλημμύρισαν τις τάξεις. Πολλά σχολεία είχαν χαθεί, κατεχόμενα πια, κι ο πληθυσμός έψαχνε νέα πατήματα στις ελεύθερες περιοχές.
Όλα ήμασταν χαμένα. Άγνωστα μέσα σε αγνώστους, το ίδιο και οι γονείς μας. Πράγμα δύσκολο για ένα παιδί που παλεύει να προσαρμοστεί, όταν – μόλις άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο του – πρόλαβε να γνωρίσει τον πόλεμο, τον ξεριζωμό, τις συνεχείς μετακομίσεις και τόσες αλλαγές που δεν μπορούσε να προλάβει.
Θυμάμαι... Στην Τρίτη Δημοτικού άλλαξα τρία σχολεία. Κάθε φορά που έμπαινα, καινούρια μαθήτρια σε μια τάξη όπου όλα τα άλλα παιδιά γνωρίζονταν ήδη, ένιωθα την καρδιά μου να σφίγγεται. Στεκόμουν μπροστά σε ολόκληρη την τάξη, άγνωστη ανάμεσα σε γνωστούς, κι άκουγα το όνομά μου να συστήνεται, με έβαζαν να καθίσω δίπλα σε κάποιο παιδί που δεν ήξερα – και που ίσως ούτε ήθελε να καθίσω δίπλα του. Κι ούτε κι εγώ το ήθελα. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελα καν να βρίσκομαι εκεί.
Σε αυτά τα μοναχικά παιδιά, λοιπόν, αναγνώρισα τον εαυτό μου. Και κάπως έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, γεννήθηκε αυτή η ιστορία.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι πολύ ιδιαίτερος και σχεδόν ποιητικός. Τι σημαίνει για εσένα το “να χάσει κανείς την ησυχία του”;
Για μένα, «έχασα την ησυχία μου» σημαίνει βγαίνω από τη βολή μου. «Θέλω να έχω την ησυχία μου» πάει να πει, δεν με νοιάζει πια τι συμβαίνει γύρω μου. Δεν ξεσηκώνομαι για τίποτα και για κανέναν. Δεν χειροκροτώ, δεν διαμαρτύρομαι, ούτε αντιστέκομαι. Ζω σε εφησυχασμό.
Η «ησυχία μου» δεν είναι γαλήνη, δεν είναι ηρεμία. Είναι ακινησία. Μια σιωπή που σιγά-σιγά με κάνει να ξεχνώ πώς είναι να θυμώνω, να πονώ, να αγαπώ. Είναι το βάρος που με κρατάει ακίνητη, ενώ γύρω μου όλα αλλάζουν.
Το βιβλίο μιλά για ενσυναίσθηση, αποδοχή και φιλία. Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να περάσουμε αυτά τα μηνύματα στα παιδιά;
Σήμερα, το να περάσουμε στα παιδιά μηνύματα όπως η ενσυναίσθηση, η αποδοχή και η φιλία μοιάζει πιο δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα και πιο απαραίτητο από ποτέ. Σε έναν κόσμο που κινείται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, όπου τα παιδιά εκτίθενται συνεχώς σε πληροφορίες, εικόνες και πρότυπα που συχνά καλλιεργούν τον ανταγωνισμό, την επιφάνεια και την αδιαφορία, το να τα διδάξουμε να νιώθουν τον άλλον, να τον αποδέχονται όπως είναι, και να χτίζουν σχέσεις, δεν είναι εύκολο.
Απαιτεί υπομονή, συνέπεια, ευαισθησία και κυρίως παράδειγμα. Τα παιδιά μαθαίνουν βλέποντας, παρατηρώντας, ζώντας. Όταν βιώσουν δίπλα μας την ενσυναίσθηση στις πράξεις μας, αποδοχή στις λέξεις μας, και αληθινή φιλία στις σχέσεις μας, θα θελήσουν να τα κάνουν κι αυτά μέρος του κόσμου τους.
Αλλά χρειάζεται και κάτι ακόμη: να τους μιλήσουμε σε γλώσσα που να καταλαβαίνουν. Να τους δώσουμε ιστορίες όπου αυτά τα νοήματα ζωντανεύουν μέσα από πρόσωπα και πράξεις.
Πιστεύεις ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη περισσότερο από ποτέ να μάθουν για τη μοναξιά και τη σημασία του “ανήκειν”;
Ναι, το πιστεύω ακράδαντα.
Τα παιδιά σήμερα, περισσότερο από ποτέ, έχουν ανάγκη να κατανοήσουν τη μοναξιά και να νιώσουν τη σημασία του «ανήκειν». Ζούμε σε μια εποχή που, παρόλο που όλα είναι συντονισμένα ή διασυνδεδεμένα – από τα τηλέφωνα μέχρι τα social media – τα παιδιά μπορεί να βιώνουν έναν απέραντο εσωτερικό αποσυντονισμό. Η μοναξιά που νιώθει ένα παιδί μπορεί να είναι αόρατη στους άλλους, αλλά βαθιά επώδυνη για το ίδιο. Δεν αφορά μόνο στη φυσική απουσία φίλων, αλλά και το αίσθημα ότι δεν το καταλαβαίνουν, ότι δεν βρίσκει τη θέση του σε μια ομάδα, ότι δεν ανήκει κάπου.
Η ανάγκη για το «ανήκειν» δεν είναι πολυτέλεια – είναι μια βαθιά ανθρώπινη ανάγκη. Το παιδί που νιώθει ότι ανήκει σε μια ομάδα, σε μια τάξη, σε μια οικογένεια, χτίζει αυτοπεποίθηση, αισθάνεται ασφάλεια, αναπτύσσει συναισθηματική ανθεκτικότητα. Και το πιο σημαντικό; Μαθαίνει να νοιάζεται για τους άλλους.
Γι’ αυτό τα βιβλία που μιλούν για τη μοναξιά και τη σημασία του «μαζί», είναι τόσο απαραίτητα σήμερα. Γιατί ανοίγουν μια γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο του παιδιού και στον κόσμο των άλλων, διδάσκοντας με τρόπο απλό αλλά βαθύ ότι είμαστε όλοι κομμάτια της ίδιας ιστορίας.
Πόσο εύκολο είναι να “μεταφράσουμε” τα μεγάλα συναισθήματα σε λόγο κατανοητό και προσιτό για παιδιά;
Είναι μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της δημιουργικής διαδικασίας.
Τα μεγάλα συναισθήματα — όπως η μοναξιά, η αγάπη, ο φόβος, η χαρά — είναι συχνά πολύπλοκα και αόρατα. Το να τα «μεταφράσουμε» σε λόγο που να γίνεται κατανοητός από τα παιδιά σημαίνει να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην απλότητα και το βάθος. Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς χωρίς να τρομάζουμε, να είμαστε ζεστοί χωρίς να γινόμαστε διδακτικοί, να προσφέρουμε εικόνες και παραδείγματα που αγγίζουν την παιδική ψυχή.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως τα παιδιά έχουν μεγάλη ευαισθησία και φαντασία. Μπορούν να νιώσουν πολύ περισσότερα απ’ όσα λέμε με λόγια, μέσα από εικόνες, ήχους, χρώματα και ιστορίες. Γι’ αυτό, πολλές φορές η αφήγηση, το παιχνίδι, το τραγούδι, ακόμα και η σιωπή, μιλάνε πιο δυνατά από κάθε εξήγηση.
Όμως, απαιτεί χρόνο, προσοχή και πολλή αγάπη. Να ακούσουμε πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο τα ίδια τα παιδιά, και να σεβαστούμε το δικό τους ρυθμό και τρόπο.
Πώς ήταν η διαδικασία συγγραφής για εσένα; Ήρθε αυθόρμητα ή δούλεψες για καιρό πάνω στο κείμενο;
Η ιστορία αυτή βγήκε αβίαστα, σαν ποτάμι συναισθημάτων και σκέψεων που περίμεναν απλώς να βρουν το δρόμο τους στο χαρτί. Για μένα, η πιο όμορφη διαδικασία συγγραφής είναι αυτή η στιγμή της αυθόρμητης έμπνευσης, όπου τον λόγο δεν τον ελέγχει η λογική ή η προσπάθεια, αλλά η καρδιά και η ψυχή.
Όταν το κείμενο κυλάει έτσι, γίνεται σχεδόν σαν μια εσωτερική ανάγκη, μια στιγμή αλήθειας που δεν απαιτεί διόρθωση ή σκέψη — απλώς αφήνεσαι στη ροή του. Η γραφή τότε γίνεται ένα παράθυρο μέσα στον εσωτερικό σου κόσμο, που ανοίγει για να μοιραστείς τις πιο βαθιές σου εμπειρίες και συναισθήματα με τους άλλους.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως η διαδικασία τελειώνει εκεί. Μετά τον πρώτο αυτό αυθορμητισμό, έρχεται η στιγμή να ξαναδιαβάσεις, να αφαιρέσεις ή να προσθέσεις λεπτομέρειες που θα κάνουν την ιστορία πιο ζωντανή και κατανοητή, χωρίς όμως να χάσει την αλήθεια και τη φρεσκάδα της.
Η αυθόρμητη γραφή είναι ο σπινθήρας, αλλά η αγάπη και η φροντίδα που επενδύεις μετά στο κείμενο, είναι που το κάνουν να λάμψει
Ποια ήταν η συνεργασία σας με την εικονογράφο Σοφία Λασηθιωτάκη; Πόσο επηρέασε η εικόνα το τελικό αποτέλεσμα;
Η συνεργασία μου με τη Σοφία υπήρξε μια δημιουργική διαδικασία, όπου η εικονογράφος έδωσε το δικό της στίγμα. Της έδωσα πλήρη ελευθερία να αποδώσει την ιστορία με τη δική της ματιά, και νομίζω πως τα κατάφερε με τον καλύτερο τρόπο. Οι εικόνες της προσφέρουν φρεσκάδα, πρωτοτυπία και ζωντάνια, γεμάτες χρώματα και συμβολισμούς. Δίνει νόημα βάθους στις λέξεις, όπως στην περίπτωση του δέντρου ή στις σκηνές με το παγκάκι – σύμβολα που αναγνωρίζονται στη λογοτεχνία και τις τέχνες ως σημεία συνάντησης και έκφρασης συναισθημάτων.
Μια από τις πιο δυνατές σκηνές είναι αυτή όπου η πόλη εμφανίζεται μικροσκοπική, ενώ η ηρωίδα, υπερμεγέθης και μόνη, ψάχνει τον φίλο της. Αυτή η εικόνα είναι αλληγορική αφού αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο το αίσθημα της μοναξιάς αλλά και τη δύναμη που έχει η αγάπη και η φιλία να κάνουν τα πάντα, κάθε δυσκολία, να φαντάζουν τόσο μικρά μπροστά στη μεγαλοσύνη τους. Τονίζεται η ανάγκη του «μαζί», ενώ παράλληλα ενισχύει το λυρικό ύφος του βιβλίου.
Η εικονογράφηση ισορροπεί με το κείμενο, δεν το καλύπτει ούτε χάνεται σε αυτό, αλλά συμπληρώνει και ενισχύει την ατμόσφαιρα της ιστορίας – μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης, που συνδυάζει μελαγχολία και ελπίδα. Οι λιτές, αλλά περιεκτικές εικόνες της αποδίδουν το συναίσθημα με ακρίβεια. Πιστεύω πως σε αυτό το βιβλίο, κείμενο και εικόνα συμπορεύονται αρμονικά.
Υπάρχει κάποιο αγαπημένο σημείο ή φράση του βιβλίου που έχει για εσένα ιδιαίτερη σημασία;
Ιδιαίτερη σημασία για μένα έχει η φράση εκείνη, όπου οι μυρωδιές των δύο κόσμων σμίγουν, γίνονται ένα. Είναι σαν να ενώνονται δύο ζωές, δύο διαφορετικοί κόσμοι που ξαφνικά δεν έχουν πια όρια. Και η κατάληξη, με τα γέλια τους που δυναμώνουν, γίνονται ένα γέλιο κοινό και δυνατό, τόσο που χαλάει την ησυχία του κόσμου, με συγκινεί βαθιά. Σαν να λέει πως, όταν οι ψυχές ανταμώνουν και μοιράζονται τα πάντα, ακόμη και οι ήχοι τους, οι χαρές τους, μπορούν να ταράξουν τον κόσμο. Σαν να υπενθυμίζουν ότι ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος για σιωπές, ούτε για διχόνοιες, αλλά για χαρές που πρέπει να μοιραζόμαστε!
Άφησες πίσω σου τον κόσμο των αριθμών για να μπεις σε αυτόν των λέξεων και της τέχνης. Πώς έγινε αυτή η στροφή στη ζωή σου;
Άφησα πίσω τον κόσμο των αριθμών και βρέθηκα στον κόσμο των βιβλίων και της τέχνης εντελώς τυχαία. Ουσιαστικά, εγκατέλειψα τους αριθμούς γιατί, έχοντας δύο μικρά παιδιά, ήθελα να βρω μια δουλειά, οποιαδήποτε, που να είναι κοντά στο σπίτι και με ωράριο που να ταιριάζει στο πρόγραμμά τους, ώστε να μη μένουν μόνες τους πολλές ώρες. Το βιβλιοπωλείο εκείνη την εποχή ήταν ιδανικό και κάλυπτε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Όπως αποδείχθηκε, αυτή ήταν η πιο σοφή απόφαση που πήρα στη ζωή μου. Τα βιβλία μου πρόσφεραν ποιότητα ζωής, με ενέπνευσαν και μου άνοιξαν δρόμους προς την τέχνη και κόσμους που δεν είχα φανταστεί. Το ένα έφερε το άλλο, και έτσι βρέθηκα εδώ που είμαι σήμερα.
Ποια ήταν τα πρώτα παιδικά βιβλία που σε σημάδεψαν ως αναγνώστρια;
Τα πρώτα παιδικά βιβλία που με σημάδεψαν... δεν ξέρω αν μπορώ να πω συγκεκριμένους τίτλους, αλλά σίγουρα ήταν εικονογραφημένα! Λατρεύω τα εικονογραφημένα βιβλία, ανεξαρτήτως θεματολογίας. Θυμάμαι ακόμη την απογοήτευσή μου όταν μου έφεραν το πρώτο μου βιβλίο χωρίς εικόνες. Μου είπαν: «Τώρα μεγάλωσες, δεν υπάρχουν εικονογραφημένα βιβλία για την ηλικία σου». Κάτι που, φυσικά, δεν αποδέχτηκα ποτέ! Ακόμη και σήμερα εξακολουθώ να αγοράζω και να διαβάζω εικονογραφημένα βιβλία με πάθος.
Πώς βλέπεις τη σημερινή παραγωγή παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα και στην Κύπρο
Η σημερινή παραγωγή παιδικού βιβλίου, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, παρουσιάζει σημαντική πρόοδο. Υπάρχει μια μεγάλη προσπάθεια από εκδοτικούς οίκους, συγγραφείς και εικονογράφους να δημιουργήσουν ποιοτικά βιβλία που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, με σεβασμό στις ανάγκες και την ψυχολογία των παιδιών.
Ταυτόχρονα, υπάρχει έντονη δημιουργικότητα και φαντασία τόσο στην εικονογράφηση όσο και στη συγγραφή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν βιβλία υψηλής αισθητικής και πρωτοτυπίας. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις, όπως η έλλειψη επαρκούς στήριξης προς τους δημιουργούς και τους εκδότες, καθώς και η ανάγκη για περισσότερες πρωτοβουλίες προώθησης της φιλαναγνωσίας στα σχολεία και στην κοινωνία γενικότερα.
Παρά τις δυσκολίες, όμως, παρατηρείται ένα δυναμικό και αισιόδοξο κλίμα, με αρκετούς νέους συγγραφείς και εικονογράφους να καταθέτουν τη δική τους ματιά και να ανανεώνουν το παιδικό βιβλίο, εμπλουτίζοντάς το με νέες ιδέες και προσεγγίσεις.
Πιστεύεις ότι οι ενήλικες αναγνώστες μπορούν να βρουν νόημα και παρηγοριά στα παιδικά βιβλία;
Φυσικά και το πιστεύω. Τα παιδικά βιβλία, και ιδιαίτερα τα παραμύθια, δεν περιορίζονται μόνο στην παιδική ηλικία. Είναι αφηγήσεις που αντέχουν στο χρόνο και απευθύνονται σε κάθε αναγνώστη, ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι ιστορίες αυτές έχουν τη δύναμη να μας προσφέρουν παρηγοριά και μια αίσθηση ασφάλειας, να μας θυμίσουν αξίες που συχνά ξεχνάμε στην καθημερινότητά μας.
Πέρα από τη διασκέδαση, τα παραμύθια εμπεριέχουν βαθύτερα νοήματα και συμβολισμούς που αντικατοπτρίζουν τις ψυχικές μας διαδρομές και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ο ήρωας που ξεπερνά δυσκολίες, οι μαγικές λύσεις που έρχονται όταν όλα φαίνονται χαμένα, η δύναμη της αγάπης και της φιλίας – όλα αυτά συνθέτουν ένα πλαίσιο που μπορεί να μιλήσει σε κάθε ηλικία. Οι ενήλικες συχνά διαπιστώνουν ότι μέσα σε αυτές τις απλές αφηγήσεις βρίσκονται απαντήσεις σε σύνθετα ερωτήματα της ζωής τους.
Τα παιδικά βιβλία, με τις εικονογραφήσεις και τις ευφάνταστες ιστορίες τους, μας προσκαλούν να σταματήσουμε, να αναστοχαστούμε και να επανασυνδεθούμε με την αθωότητα και την ελπίδα. Σε μια εποχή που κυριαρχεί το άγχος και η αβεβαιότητα, αυτά τα βιβλία προσφέρουν μια μορφή ψυχικής ανάτασης. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί ενήλικες επιστρέφουν στις σελίδες τους – είτε για να ξαναβρούν τη χαμένη μαγεία της παιδικής ηλικίας είτε για να ανακαλύψουν μέσα τους τη δύναμη να συνεχίσουν.
Τι θα έλεγες σε έναν γονιό που αναζητά βιβλία με “περιεχόμενο” για το παιδί του;
Καλό ειναι να σκεφτεί κανείς τι εννοούμε λέγοντας βιβλίο με «περιεχόμενο». Είναι απαραίτητα αυτό που έχει πολλές πληροφορίες ή πολύπλοκες ιστορίες; Είναι αυτό που εμπλουτίζει τις γνώσεις και τα συναισθήματα του παιδιού, που προκαλεί σκέψη, συζήτηση, οξύνει τη φαντασία;
Θα έλεγα ότι κάθε βιβλίο, ακόμα κι αν δεν θεωρείται «κλασικά καλό» ή «λογοτεχνικά άρτιο», έχει κάτι να προσφέρει στο παιδί. Το σημαντικό είναι πως μέσα από την επαφή με διαφορετικά είδη βιβλίων, το παιδί αναπτύσσει τη δική του κρίση. Μαθαίνει να καταλαβαίνει τι του αρέσει και τι όχι, τι το εμπνέει και τι το κουράζει.
Το τι είναι «καλό βιβλίο» είναι μια μεγάλη συζήτηση που εξελίσσεται και δεν έχει μόνο μια απάντηση. Για το παιδί, καλό βιβλίο μπορεί να είναι αυτό που το κάνει να γελάσει, να ταξιδέψει με τη φαντασία του, να αναρωτηθεί ή να νιώσει συντροφιά. Κάποια παιδιά προτιμούν διασκεδαστικές ιστορίες, άλλα αγαπούν τις περιπέτειες, άλλα τα κόμικς, ή ακόμα τα βιβλία γνώσεων και δραστηριοτήτων.
Το πιο σημαντικό είναι να δώσουμε στο παιδί την ελευθερία να διαλέξει τι θέλει να διαβάσει, χωρίς να το περιορίζουμε σε προκαθορισμένα είδη ή γούστα. Έτσι το βιβλίο γίνεται μια προσωπική εμπειρία, ένας κόσμος που ανακαλύπτει με τους δικούς του όρους, και μέσα από αυτή τη διαδικασία μαθαίνει και για τον ίδιο του τον εαυτό.
Με λίγα λόγια, το καλύτερο «περιεχόμενο» δεν είναι αυτό που εμείς θεωρούμε σωστό ή καλύτερο, αλλά αυτό που το παιδί αγαπά. Αυτό που το βοηθά να μεγαλώσει με χαρά, σκέψη και φαντασία.
Το δεύτερο βιβλίο σου έχει ήδη τίτλο: «Μπέρθα, γύρνα σπίτι». Τι μπορείς να μας πεις γι’ αυτό;
Το βιβλίο «Μπέρθα γύρνα σπίτι» είναι εμπνευσμένο από μια αληθινή ιστορία — την ιστορία της Μπέρθα, της γάτας ενός αγαπημένου συναδέλφου. Θα κρατήσουμε όμως για την ώρα αυτή την ιστορία μυστική. Το βιβλίο βρίσκεται τώρα στο στάδιο της εικονογράφησης, και περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία να δω το τελικό αποτέλεσμα.
Θα ήθελες να δεις κάποια από τα βιβλία σας να μεταφέρονται στο θέατρο ή στο animation;
Θα ήταν μεγάλη τιμή και χαρά να δω τις ιστορίες μου να φτάνουν τόσο μακριά. Ομολογώ πως δεν γράφτηκαν με αυτή την προσδοκία. Αυτό που πραγματικά θα μου έδινε ικανοποίηση είναι να διαβαστούν και να αγαπηθούν πολύ. Και αν καταφέρουν να κάνουν τον κόσμο λίγο καλύτερο, τότε η χαρά μου θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Ποιο είναι το όνειρό σου ως συγγραφέας; Τι εύχεσαι να γεννήσει το έργο σου στους μικρούς και μεγάλους αναγνώστες;
Το όνειρό μου ως συγγραφέας είναι οι ιστορίες μου να γίνουν μικρά παράθυρα στον κόσμο, από όπου κάθε παιδί και ενήλικας να μπορεί να κοιτάξει και να βρει κάτι δικό του. Εύχομαι το έργο μου να φέρνει στιγμές που μένουν στην καρδιά, να συνοδεύει τον αναγνώστη και να του χαρίζει λίγη ζεστασιά, σκέψη ή ένα χαμόγελο. Να θυμίζει πως, ακόμα και στα απλά, μπορεί να υπάρχει κάτι όμορφο και σημαντικό.