Loading...
Tου Ανδρέα Μαλάη
Κόντρα στην αντιποιητική αδηφαγία των καιρών μας για ρομαντικούς γκροτέσκ αντι-ήρωες, ο Μάνγκολντ («Walk the line», «The wolverine», «Logan») με το… δράμα ταχύτητας «Ford v Ferrari» αγγίζει ευαίσθητες χορδές, επανατοποθετώντας τα υψηλά και ωραία στο βάθρο τους. Επενδύοντας σκόπιμα στα στερεότυπα που του χαρίζουν τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται η ταινία, στήνει ένα καλά συγκροτημένο δράμα, που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι την εκπνοή. Με τη στόφα της κλασικής, επιτυχημένης χολιγουντιανής αφήγησης της «αγιογραφίας» ενός καθημερινού βιοπαλαιστή, του εμπνευσμένου παλαίμαχου μέντορα, της ατσαλένιας θέλησης, της κατάφωρης αδικίας, των πυρηνικών οικογενειακών δεσμών και της ανδρικής φιλίας, η ταινία αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πρόταση, κυρίως χάρη στην εκρηκτική χημεία των δύο πρωταγωνιστών της που κυριαρχούν με την ερμηνευτική τους αλληλοπεριχώρηση στην ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος.
Το στοίχημα είναι ξεκάθαρο εξ αρχής: η Ford πρέπει να κατασκευάσει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο, άξιο να νικήσει τη Ferrari στις «24 ώρες του Λε Μαν». Για να το πετύχει επιστρατεύει τον πρώτο Αμερικανό που έχει τερματίσει πρώτος στην κούρσα, τον Κάρολ Σέλμπι (Ματ Ντέιμον), ο οποίος «απόστρατος» ο ίδιος και σχεδιαστής αυτοκινήτων πλέον, ξέρει πως η μοναδική του ελπίδα για επιτυχία είναι η συνεργασία του με τον αντισυμβατικό και απροσάρμοστο Κεν Μάιλς (Κρίστιαν Μπέιλ). Tο πρώτο ημίωρο της ταινίας μάς εισάγει έντεχνα και με αρκετή οικονομία στις αδρές δομές της πλοκής, στο τρίπτυχο ανάμεσα σε Σέλμπι – Μάιλς και Φορντ, ένα τρίπτυχο που ενορχηστρώνεται μόνο χάρη στον διαμεσολαβητικό και κατ’ επέκταση καίριο ρόλο του Ντέιμον, ο οποίος λειτουργεί καταλυτικά στην εξέλιξη. Ο αποστειρωμένος, τεχνοκρατικός κόσμος της Φορντ βρίσκεται σε διακριτή αντίθεση με τον ασυμβίβαστο και παθιασμένο χαρακτήρα που υποδύεται ο Μπέιλ. Ο ρόλος του Ντέιμον, λοιπόν, αποτελεί το δραματουργικό κλειδί που άλλοτε «δένει» κι άλλοτε ρισκάρει τη δραματουργική ισορροπία, χαρίζοντάς μας εκείνη την περιπέτεια που χρειάζεται, ώστε να κρατηθούμε καρφωμένοι στη θέση μας για τα 150 λεπτά διάρκειας της ταινίας.
Συνδυάζοντας άρτια τις σκηνές ταχύτητας με το δράμα, η ταινία δεν αναλώνεται – ευτυχώς - στις τεχνικές λεπτομέρειες των αγωνιστικών αυτοκινήτων, παρά μόνο στις περιπτώσεις όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, ώστε να αναδειχθεί με τον καλύτερο τρόπο η θρησκευτική σχεδόν αφοσίωση των δύο πρωταγωνιστών στο πάθος τους, την ίδια στιγμή που οι “ειδικοί” της Φόρντ, ψηλότερα στην ιεραρχεία και προσηλωμένοι στο… καθήκον τους, θέτουν “τεχνικά” δραματουργικά εμπόδια που προκαλούν την πλοκή, χαρίζοντάς της περισσότερο ενδιαφέρον. H Ford GT ή αλλιώς GT40 γίνεται έτσι κυριολεκτικά το… όχημα που χαρίζει την πολυπόθητη νίκη στην εταιρεία και τον στεγνό, τεχνικρατικό αμερικανικό καθωσπρεπισμό. Για τους ήρωες, όμως, μόνο μεταφορικά, γίνεται το «όχημα» που χαρίζει το ταξίδι· ένα πλούσιο ταξίδι συναισθημάτων, ιπποτισμού, ειλικρίνειας, γενναιότητας και ανδρείας.