Loading...
Tης Αργυρώς Τουμάζου
Με τον συνειρμό του τίτλου κατά νου μπαίνουμε σ’ ένα μαύρο τοπίο με επτά εγκιβωτισμένες γυναίκες, λογιών-λογιών, ακίνητες σαν μουσειακές προτομές enface που ζωντανεύουν, σιγά-σιγά. Ανεπαίσθητοι σπασμοί αρχικά, κεφάλια που τινάζονται, ψιθυριστή ομιλία που κλιμακώνεται σε ομαδική απόδοση της κυπριακής ιδιωματικής ποίησης της Στέλλας Βοσκαρίδου (2013).
Κάπως έτσι το ομώνυμο ανθολόγιο των γυναικείων φωνών/ποιημάτων, η Καρτάνα, η Πολλοπάϊτη, η Κακομάζαλη, η Αππωμένη, η Φάουσα … έχει και μια Προκομμένη και Πουρέκκα, χαρακτήρες στερεότυποι, γκροτέσκοι με χούγια και γλαφυρές ιδιοτροπίες, ερμηνεύονται με όλο το έσκιν που μπορεί να χωρέσει, με όσα, πάμπολλα τζζ, τσσς, λλλλ, μμμ μπορείτε να φανταστείτε. Όλο μαζί, ποίηση κι ερμηνείες, μια πειραματική δοκιμή επί της κυπριακής διαλέκτου, μου φαντάζει σαν αφιονισμένος εξπρεσιονιστικός γλωσσικός εξορκισμός της μητρικής.
Δεν εκπλήσσει λοιπόν που οι Παραπλεύρως παραγωγές του Ευρυπίδη Δίκαιου, που επιμένει κυπριακά εδώ και καιρό, μέχρι και Πίντερ στα κυπριακά παρουσίασε το 2014, συνεργάζεται με την σκηνοθέτιδα Μαρία Κυριάκου στη συγκεκριμένη παραγωγή. Φαίνεται ότι η άνθιση της κυπριακής διαλέκτου στα θεάματα οδηγεί και σε βήματα υπέρβασης του φολκλόρ με λόγιο πειραματισμό σύγχρονης μορφής, εδώ μάλιστα με το θέατρο του παραλόγου. Σ ’αυτό άλλωστε παραπέμπει το σημείωμα οι επιρροές του Σάμιουελ Μπέκετ στο πρόγραμμα. Αλλά και στην πράξη, η παραγωγή ‘δανείζεται’ το Μπεκετικό δραματουργικό συστατικό του αφαιρετικού εγκλεισμού στα έργα Happy Days και Play, και κατά τον ίδιο τρόπο εγκλωβίζει τις λογιών λογιών γεναίτζες, επιχειρώντας να αποδώσει σκηνικά τον συντηρητικό κοινωνικό εγκλεισμό της κυπριακής παράδοσης. (Εδώ μπαίνει κι ένα ερώτημα: ναι μεν τα εμπορικά θεάματα δανείζονται κατά βούληση δραματικές φόρμουλες άλλων αναπαράγοντας τις συστηματικά, σαν franchise. Ισχύει το ίδιο και στoν αυθεντικό πειραματισμό;)
Το ποιητικό κείμενο, πέραν των στερεοτύπων της θεματολογίας του, είναι συχνά τραχύ, επιθετικό, εκθέτει γλωσσικές εικόνες του παρελθόντος με επιθετική ηδονή που ταράζουν, με υπερρεαλίζουσες μεταφορές και αλλόκοτες φραστικές συζεύξεις, χωρίς όμως ουσιαστική ειρωνεία ή συνοχή ή εξέλιξη, για να λειτουργήσει θεατρικά.
Επιπλέον η σκηνοθετική συνθήκη – ώρα για καφέ και γυναικεία κουτσομπολιά -, που ξεκινάει με ομαδική παράλληλη στιχομυθία, όπως ακριβώς στον Μπέκετ, προχωρώντας σ’ ένα έντονα στυλιζαρισμένο αφαιρετισμό στις ερμηνείες, έδιναν ρυθμό, μουσικότητα στην γλώσσα κι εναλλαγή, ένα από τα ζητούμενα της σκηνοθεσίας. Δεν ξεπερνούσαν όμως συνολικά την γελοιότητα της υπερβολής των κλισέ, ούτε η σύμβαση του εγκλεισμού λειτούργησε πάνω μας ως μία φεμινιστικής κοπής κριτική, παρά μόνο σαν σκηνική φόρμα. Αντίθετα, μέσα από τις εξπρεσιονιστικές ερμηνείες της ομάδας, είδαμε όλα αυτά που γνωρίζουμε, τις κατηγορίες, τους φθόνους, τα βάσανα, τα ερωτικά υπονοούμενα, τα ζάβαλε, μια ροπή προς το γκροτέσκο, την ευφάνταστη καρικατούρα, ένα κυπριακό extreme που εντυπωσιάζει. Προσωπικά πήρα μια αίσθηση από πουλλάδες με τα μπιρμπιλωτά μάτια και τις κοφτές ή αργές κινήσεις των κεφαλιών τους. Ακατάγνωτα κι αναγέλαστα, δηλαδή.