Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Ένα εντελώς άδειο τοπίο μας υποδέχεται στη δεύτερη σκηνή, το μαύρο κουτί του ΘΟΚ. Τι απελευθέρωση!, επιτέλους θα δούμε ερμηνείες, σκέφτομαι, ενώ η έναρξη εισβάλλει δισταχτικά από το πλάι, με ανοικτά φώτα πλατείας και μ’ ένα τρυφερό τραγούδι εισαγωγή του πρωταγωνιστή. Κανένα σκηνικό ή αντικείμενο ή παντομίμα είναι προδιαγραφή του συγγραφέα, όπως μαθαίνουμε στις πρώτες κιόλας αράδες του σύγχρονου λοντρέζικου θεατρικού της νεότερης βρετανικής γενιάς Και γίνονται αφορμή για στιγμιαίες κι απολαυστικές πινελιές μεταθεάτρου, τονίζοντας τους κανόνες του παιγνιδιού, της αρένας του θεάματος, αλλά και των κοκορομαχιών όπως υπαινίσσεται ο προκλητικός τίτλος του συγγραφέα Mike Bartlet. Κι ενώ το θέμα του αφορά ένα ανεπίλυτο ερωτικό τρίγωνο, ο σύγχρονος προβληματισμός του αντιπαραθέτει σεξουαλικότητα και ταυτότητα, ενώ η γρήγορη, οξυδερκής, παθιασμένη αλλά και χιουμοριστική του γραφή προσδίδει ελαφρότητα. Δεν ελλείπει εντελώς ένας κάποιος διδακτισμός, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, καθώς και ένα-δυό λιγότερο εύστοχοι φορμαλιστικοί πειραματισμοί, όμως συνολικά είναι δυναμικό, ευφάνταστο και ιδιαίτερα ευχάριστο έργο.
Ο νέος Κύπριος σκηνοθέτης Κώστας Συλβέστρος, που μόλις αρχές του χρόνου βραβεύτηκε από το ΘΟΚ για την πρώτη του σκηνοθεσία του - «Πλούτος» (2016), επιβεβαιώνει την αξία του σ’ αυτή τη πρώτη του παραγωγή στο κρατικό θέατρο. Επιβεβαιώνει πάνω απ’ όλα την ικανότητα του να δουλεύει σε βάθος τις ερμηνείες και το λόγο και να μεταβάλλει τους ηθοποιούς του με ευαισθησία, ακρίβεια, ρυθμό, χιούμορ και αυθεντική θεατρική ένταση. Μαζί του επιβεβαιώνονται και οι εξαιρετικές δυνατότητες των ερμηνευτών του, που στη προκειμένη παραγωγή, πραγματικά αγνώριστοι, πραγματικά λάμπουν. Ύφος, σκηνοθεσία, ερμηνείες και αισθητική απογειώνουν το έργο.
Το πεδίο δράσης λοιπόν καθορίζεται επί του εδάφους, με γεωμετρικούς σχηματισμούς σημαδεμένους σε ένα κόκκινο χαλί, η αρένα που λέγαμε, ασορτί με τις (νέες;) κόκκινες καρέκλες της αίθουσας, και καθορίζουν ευρηματικά τη γεωμετρική κίνηση των αντίπαλων παικτών (κίνηση Αλέξη Βασιλείου). Αρχή γίνεται με ένα υπέροχο τσακωμό του gay ζεύγους, μια απολαυστικότατη κοκορομαχία μεταξύ αγαπημένων. Κάθε ντιγκ! μεταξύ σκηνών σηματοδοτεί ένα νέο γύρο μάχης, αλλά και το default –λάθος- ενός ηλεκτρονικού παιγνιδιού. Η δε μάχη, ένα εσωτερικό δίλημμα του πρωταγωνιστή που δεν λέει να πάρει μια απόφαση. Όχι πως είναι εύκολο, μια και ο πρωταγωνιστής Τζων, νεότερος σύντροφος του ζεύγους, ερωτεύεται για πρώτη φορά μια γυναίκα, διατηρεί παράλληλες σχέσεις κι η καρδιά του αν και μία, αγαπάει και τους δύο. Ούτε καν αμφιφυλόφιλο δεν μπορεί να αποκαλέσει τον εαυτό του καθώς η εμπειρία του είναι πρωτόγνωρη. Κι ας σκίζονται οι άλλοι παίκτες με αγγλοσαξονική ‘ευγένεια’ να τον πάρουν με το μέρος τους - gay, straight, bi, τι; - στην σφαγή ενός κοινού δείπνου. Με τον μπαμπάκα του μεγαλύτερου συντρόφου να προσέρχεται για υποστήριξη του μονάκριβου του, στον αγώνα να κρατηθεί ‘το τεκνό’. Κι αν σας σοκάρει η αργκό μου, που να δείτε τη ρέουσα γλώσσα της εκφραστικής ελληνικής μετάφρασης (Κατερίνα Ευαγγελάτου). Αλλά το θηλυκό είναι βαρβάτο, και θα αμφισβητήσει μοτίβα και κίνητρα. Μόνος μας σιγοτραγουδάει στο τέλος γλυκά (πετυχημένη σκηνοθετική-μάλλον προσθήκη) για το μαράζι της καρδιάς του, προσγειώνοντας μας στην αντανάκλαση ενός μεγάλου gay-κιτς καθρέφτη, σε σχήμα … καρδίας. Κλείνει ανάβοντας τα φώτα της πλατείας, έτσι όπως ξεκίνησε, εκτός ρινγκ.
Οι εξαιρετικές ερμηνείες του ερωτικού ντουέτου ή του τρίο καλύτερα, και του κουαρτέτου αργότερα, μετέδωσαν ειλικρίνεια και σοβαρότητα στο τολμηρό θέμα. Καταπληκτικός μισκίνης ο Προκόπης Αγαθοκλέους, δειλός, αδύναμος, αναποφάσιστος κι εκρηκτικός, παλεύει να αρθρώσει σκέψη, ενώ τα μέλη του δίνονται κόμπο όπως και τα συναισθήματα του. Έξοχα πειστικός και συμπαθής gay ο Ανδρέας Τσέλεπος, με μετρημένη υπερβολή, στη στάση, την κίνηση και το συναισθηματισμό!, ισορροπία πάντα οριακά δύσκολη. Η δε σχέση τους να πετάει σπίθες και γέλιο. Ρυθμός, πάθος, χιούμορ εντάσεις, γλυκάδες
… Μόλις που εγκλιματίζεσαι στον κόσμο τους, εισχωρεί στο άλλο μισό η γειωμένη θηλυκή ενέργεια της αφτιασίδωτη ερωμένης, που θεριεύει σιγά σιγά αναποδογυρίζοντας ισορροπίες, μια εξίσου πολύ καλή ερμηνεία κι εξέλιξη ρόλου της Σοφίας Μαρίας Κικιλίντζια. Τα βάζει θαρραλέα ακόμα και με τον δήθεν αξιοπρεπή ανθρωπιστή μπαμπά, στην αποτελεσματικά στιβαρή ερμηνεία του Κώστα Καζάκα, σφιγμένο στην αγγλοσαξονική πατρική φιγούρα.
Παράλληλα, στο απέριττο ύφος της παραγωγής συμπλέουν απόλυτα ταιριαστά αλλά και γοητευτικά τα κουστούμια της Μαρίνας Χατζηλουκά, από το κοντό τζιν, τα καλτσάκια, έως τα παπούτσια, καθώς και η πολύ ωραία χρήση της μουσικής και του ήχου, αλλά και των 2 τραγουδιών του Θοδωρή Οικονόμου. Το ίδιο και το παιγνίδι φωτισμών του Σταύρου Τάρταρη, καθώς και το κατατοπιστικό βιβλιαράκι-πρόγραμμα, εμπλουτισμένο με σχετικά Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου του Ρ. Μπαρτ.