Loading...
Το βαρύ πυροβολικό επιστρατεύει αρχή της σαιζόν το θέατρο Διόνυσος ανεβάζοντας το κλασσικό, ογκώδες μυθιστόρημα του 1866 του Ρώσσου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ σε θεατρική απόδοση και σκηνοθεσία του γνωστού Ελλαδίτη Γιάννη Ιορδανίδη. Πώς να χωρέσουν οι 500-τόσες σελίδες ενός αριστουργηματικού αστυνομικού θρίλερ με κοινωνικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές διαστάσεις, σε μιάμιση ώρα παράσταση; Κι όμως, είναι πολλές οι διασκευές και παραγωγές που το επιχείρησαν σε Ευρώπη και Ελλάδα, καθώς καταγράφει μοναχά το σκηνοθετικό σημείωμα του προγράμματος. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια άκουσα για μια 3-ωρη! παράσταση του συγκεκριμένου έργου στην Αθήνα - αυτό κι αν είναι άθλος. Όμως αυτή η τάση δραματοποίησης πεζών, αφηγηματικών κειμένων για το θέατρο δεν έχει πάντα ευνοϊκά αποτελέσματα, γιατί μεγάλο μέρος της δράσης συμβαίνει εσωτερικά, στην ψυχολογία των χαρακτήρων, και συχνά δυσκολεύει ουσιαστικά την θεατρική ένταση, βάθος, ακόμα και συναισθηματική εμπλοκή.
Η συγκεκριμένη δραματουργία/σκηνοθεσία κρατάει τα απολύτως βασικά και εστιάζει στην εξιχνίαση και μόνο του εγκλήματος, για να φτάσει η ιστορία, αναπόφευκτα κουτσουρεμένη, στο τέλος της, για να ολοκληρωθεί με το ηθικό του δίδαγμα του τέλους. Για όσους σύγχρονους θεατές δεν διάβασαν το κλασσικό έργο του Ντοστογιέφσκυ, αυτή η συντομευμένη εκδοχή φαντάζει σαν μια ζοφερή ιστορία διαλεύκανσης εκ των υστέρων ενός διπλού φόνου, μιας κάποιας αχρείας, τοκογλύφου και της αδερφής της, που διέπραξε ένας πάμφτωχος κι απονενοημένος φοιτητής νομικής. Ένας δεξιοτέχνης αστυνομικός ανακριτής αλλά και ανθρωπιστής συνάμα – ίσως μια πατρική μορφή για τον νέο ένοχο – πατάει στις ερινύες του και τον οδηγεί σιγά σιγά στην ομολογία και την τιμωρία για εξυγίανση. Με αποσπασματικές νύξεις για τον κοινωνικό περίγυρο, την ηθική και πίστη της αγαπημένης του πόρνης, την φιλοσοφική συζήτηση για τους ‘εκλεκτούς’, και χωρίς οικογένεια και αδερφή και τόσους άλλους. Για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο, το θεατρικό αφήνει μια πικρή, στενόκοπη ανάμνηση της συγκίνησης του αυθεντικού κειμένου. Για πολλούς φαν του συγγραφέα δε, είναι τόσο σκελετωμένο, που καθίσταται ανεπαρκής για το θέατρο, επιβεβαιώνοντας την απουσία ενός οράματος ικανού να μετατρέψει ένα πολύπλοκο κείμενο σε ζωτική και οργανική θεατρική εμπειρία.
Σχηματική κι’ απογοητευτική βρήκα την σκηνοθεσία, παρ’ όλες τις δυσκολίες και προσκλήσεις της παραγωγής, απλωμένη, σε μονότονη αφηγηματική έκταση, συναρμολογώντας διαφορετικά στοιχεία ύφους και σκηνές με έντονο φωτισμό και ήχο, σαν φανταχτερά μπαλώματα σε ένα τρύπιο πάπλωμα. Από το αφαιρετικό ενσταντανέ της εισαγωγής, σκοτεινές μορφές να διασχίζουν την σκηνή με ομπρέλες υπό τον δυνατό ήχο βροχής της Αγ. Πετρούπολης, εως το ευαγγελικό φωτισμό για τη θρησκευτικότητα της πόρνης, ή την κόκκινη αράχνη στο μέτωπο της σκηνής, σαν συμβολική υπενθύμιση. Στο ίδιο ύφος και τα σκηνικά του Άντη Παρτζίλη, που δημιούργησαν 2-3 σκηνικούς χώρους στη σειρά, σαν ένα συνονθύλευμα εποχής, με μικρά φορτωμένα βουναλάκια σκηνικών αντικειμένων, άλλο ένα περιγραφικό πλαίσιο. Η μουσική της Χριστίνα Γεωργίου, ατμοσφαιρική από τη μια, μελωδική από την άλλη, σαν προσαρμοσμένη σε κινηματογραφική εκδοχή ενδυνάμωνε το αφηγηματικό μοτίβο.
Ερμηνευτικά έλαμψε βέβαια ο Ανδρέας Τσουρής με την δεξιοτεχνική του μανιέρα και ένταση, όμως μετά από τόσους και τόσους δαιμόνιους ανακριτές που έχουμε δει, και μάλιστα στην οθόνη, σαν θεατής θα απολάμβανα μεγαλύτερη εκφραστική εκλέπτυνση και ηρεμία ερμηνείας και κινησιολογίας. Από την άλλη ο φοιτητής του Ανδρέα Αναγιωτού, πιο λιτός στην ερμηνεία του (και λόγω ασθένειας ίσως), ένας ημι-συμπαθής σιωπηλός χαρακτήρας, με φιλοσοφικές εξάρσεις, μια μορφή ανεξήγητη κι ανεκπλήρωτη, μια που του έλειπαν τόσα σημαντικά κομμάτια Ντοστογιεφσκικής πραγματικότητας, ούτε καν την ελπίδα της ηθικής του λύτρωσης, με την αγαπημένη του πόρνη, μια στιλιζαρισμένη Νίκη Δραγούμη με κακόγουστο κουστούμι, να τον συνοδεύει στη Σιβηρία, δεν ακούσαμε και δεν νοιώσαμε. Μέτριες και οι δευτερεύουσες ερμηνείες δίπλα τους, ένας υπερφίαλος, υπερκινητικός και φλύαρος φίλος του φοιτητή ο Γιώργος Κυριάκου, διεκπεραιωτικός ο βοηθός ανακριτή του Χριστόδουλου Μαρτά, και ένας μελό φύλακας του Θανάση Δρακόπουλου. Συνολικά βρήκα το θέαμα μονότονο, κουραστικό, βλοσυρό και διδακτικό, χωρίς να νοιώσω ούτε το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, ούτε τη συγκίνηση ή ελπίδα για την δύναμη της αγάπης των δύο νέων.