Loading...
Tου Ανδρέα Μαλάη
Ο J.A. Bayona (The orphanage, The impossible) σκηνοθετεί το blockbuster του καλοκαιριού, το sequel της 5ης πιο εμπορικής ταινίας όλων των εποχών. Η ταινία, έπειτα από ένα χρονικό άλμα 4 χρόνων, μας μεταφέρει στο μέλλον, όταν το Jurassic World απειλείται από την έκρηξη ενός ηφαιστείου, που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των εναπομείναντων δεινοσαύρων στο νησί. Ο Owen και η Claire θα ηγηθούν, έτσι, μιας εκστρατείας με στόχο τη διάσωσή τους.
Πρόκειται για μια καθαρή, κλασική, χολιγουντιανή ταινία δράσης, που δεν υπόσχεται τίποτα περισσότερο από όσα εν τέλει καταφέρνει. Το πρώτο μισό της ταινίας καταπιάνεται με την αποστολή διάσωσης των δεινοσαύρων στο νησί, που αναλαμβάνει μια νεοσύστατη ομάδα, της οποίας ηγούνται ο Owen και η Claire. Πέρα από τις κλισέ επιλογές χαρακτήρων, τον «nerdy» Franklin (Justice Smith), την… τολμηρή Zia (Daniella Pineda) και τις –πάντα ατρόμητες πλην ανυποψίαστες – δυνάμεις ασφαλείας – αρωγούς, φαίνεται πως η σύμβαση του ηφαιστείου λειτουργεί κάπως λυτρωτικά σώζοντας την υπόθεση: δημιουργείται μια διπλή, παράλληλη απειλή, αφού, αφενός, παραμονεύει ο κίνδυνος επίθεσης από τους δεινοσαύρους κι, αφετέρου, το ηφαίστειο δεν επιτρέπει κανένα περιθώριο χρονοτριβής. Έτσι, η όλη διάσωση αποκτά ενδιαφέρον, καθώς η διάσωση των δεινοσαύρων προωθείται τόσο χρονικά – διατηρώντας τον ρυθμό - όσο και από άποψη δράσης. Στα θετικά της πλοκής συγκαταλέγεται, επίσης, και ο ρόλος της Maisie (Ιsabella Sermon), της μικρής εγγονής του Benjamin Lockwood (James Cromwell), η οποία «κουβαλά στους ώμους της» την εξιχνίαση του μυστηρίου πίσω από την πραγματική αιτία της διάσωσης των απειλούμενων δεινοσαύρων. Η σύμβαση λειτουργεί οργανικά σε πολλά επίπεδα και είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της πλοκής: (1) η ιστορία αποκτά έναν δεύτερο, παράλληλο αφηγητή που διευκολύνει – ή μάλλον διατηρεί ομαλή– τη μετάβαση από το νησί στην έπαυλη – εργαστήριο Lockwood, ενώ, παράλληλα, αποτελεί το νήμα που φωτίζει σταδιακά τη λύση του δράματος την ίδια στιγμή που (2) προς το τέλος, μοιάζει να είναι ο κρίκος που ενορχηστρώνει όμορφα τους «καλούς» της υπόθεσης, σπάζοντας τη δράση στα δύο, δημιουργώντας, έτσι, ευεργετικά, για ένα μικρό διάστημα μια διπλή παράλληλη δράση, που διατηρεί, αν μη τι άλλο, το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι το τέλος.
Πέρα από αυτά, βέβαια, η πλοκή, αν και λειτουργεί κατά βάση αυτόνομα, «υποφέρει» από την κατάρα της ενδιάμεσης ταινίας σε μια τριλογία, καθώς η επιλογή της έπαυλης ως αποκλειστικού χώρου δράσης στο δεύτερο μισό, μοιάζει να «πνίγει» μια πιθανή «κορύφωση» που, εν τέλει, δεν επιτυγχάνεται, φυτεύει, όμως, τον σπόρο για την επόμενη ταινία. Εξάλλου, εννοείται πως -όπως κάθε ταινία χαλιγουντιανής δράσης που σέβεται τον εαυτό της- η όλη ιδέα του έργου βασίζεται στο κλισέ – κουραστικό πλέον – βιοηθικό δίλημμα που θέλει, από τη μια, τη μια ομάδα να μάχεται υπέρ της καινοτόμου τεχνολογίας που υποδαυλίζει το κακό της ανθρωπότητας και, από την άλλη, την ομάδα των «καλών» που υποστηρίζουν τις ευεργετικές της ιδιότητες. Το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο στην όλη υπόθεση είναι το καταληκτικό δίλημμα.
Εν ολίγοις, θα περάσετε καλά! Η ταινία εκμεταλλεύεται όλα τα στοιχεία μιας επιτυχημένης συνταγής, με έντονους συναισθηματισμούς, «πνιγηρά» αισθήματα αδικίας, ελαφρύ ερωτικό παιχνίδισμα, που ενίοτε επιτρέπει ψήγματα χιούμορ, και πολλή δράση. Α ναι, ξέχασα κάτι τελευταίο: πρωταγωνιστούν οι Chris Pratt και Βryce Dallas Howard. Mας νοιάζει; Καθόλου.
Καλή θέαση!