Loading...
Το κείμενο είναι τμήματα της εκπομπής «Roadtrip.cy» στον Σπορ FM 95.
Σήμερα, θα ταξιδέψουμε μαζί στο τελευταίο επεισόδιο του σίριαλ «κρασοχώρια της Λεμεσού και κουμανταροχώρια». Σε προηγούμενη εκπομπή ξεκινήσαμε μια διαδρομή που θα μας έπαιρνε από την Οδού, στα χωριά Ορά, Ακαπνού, Βίκλα, Κλωνάρι, Κελλάκι, Αρακαπά, Διερώνα, Αθρακό, Καλό Χωριό, Άγιο Μάμα, Καπηλειό, Συκόπετρα. Στο πρώτο επεισόδιο χαρήκαμε την Οδού. Τόσο καλά περάσαμε γύρω και μέσα στο χωριό που δεν καταφέραμε να προχωρήσουμε περισσότερο. Άρα ένα επεισόδιο ήταν η Οδού. Στο δεύτερο συνεχίσαμε από εκεί που μείναμε στο πρώτο επεισόδιο, από την Οδού. Καταφέραμε να περάσουμε από Ορά, Ακαπνού, Βίκλα και Κλωνάρι. Στο τρίτο ξεκινήσαμε από το Κλωνάρι, πήγαμε Κελλάκι και φτάσαμε μέχρι Αρακαπά. Στο τέταρτο καταφέραμε να χαρούμε Αρακαπά, Διερώνα, Αθρακό και Καλό Χωριό. Σήμερα θα ταξιδέψουμε μαζί στον Άγιο Μάμα, στο Καπηλειό και θα καταλήξουμε στη Συκόπετρα. Μαζί, η παρέα του roadtrip.cy, στη διαδρομή μας θα δούμε παραδοσιακά χωριά, σημεία θέας, φράγματα, περιβόλια, ξωκκλήσια, θα ακούσουμε θρύλους και παραδόσεις, θα δούμε και θα χαρούμε μαζί πολλή Κύπρο.
Ελπίζω ότι σήμερα θα προλάβουμε να τελειώσουμε τη σειρά «κρασοχώρια». Όχι επειδή βιαζόμαστε ούτε επειδή βαρεθήκαμε, αλλά επειδή έχουμε και τόσα άλλα να χαρούμε μαζί. Είπαμε ότι δεν βιαζόμαστε να τελειώσει αυτό το σίριαλ, αλλά μας περιμένει πολλή Κύπρος ακόμα.
Πρέπει να σας πω ότι μου τηλεφώνησε ένας πολύ καλός φίλος, άνθρωπος που εκτιμώ ιδιαίτερα και μου εισηγήθηκε έναν συγκεκριμένο προορισμό. Μου άρεσε η ιδέα γιατί ξέρω ότι είναι ωραίο χωριό που διατηρεί έντονα κυπριακό χαρακτήρα. Μάλιστα είναι και αυτό κρασοχώρι, άρα δένει ωραία με το σίριαλ μας. Είχα όμως μια αμφιβολία, θα καταφέρουμε με αυτό το χωριό να γεμίσουμε μια εκπομπή; Όταν το μελέτησα λίγο, δεν μου έμεινε καμιά αμφιβολία, μπορεί να χρειαστεί και δυο εκπομπές, θα δούμε μαζί πώς θα εξελιχθεί.
Φυσικά, δεν ήθελα αλλά και δεν μπορούσα να απορρίψω την πρόσκληση. Άρα, σας έχω ήδη στα υπ΄ όψιν μια εκδρομή στο Κοιλάνι. Χωριό με πολύ φιλόξενους ανθρώπους και ένα εξαιρετικό οινοποιείο αλλά και μια παραδοσιακή ταβέρνα. Μετά από όλη αυτή την παρουσίαση, θέλω πολύ να ξεκινήσουμε.
Καθ’ οδόν, διασταυρώνουμε τον δρόμο που μας κατεβάζει από τον Αγρό στην Παλώδια, ένας άλλος υπέροχος δρόμος, με πολύ ωραία μικρά χωριά, που θα χαρούμε μαζί μια άλλη φορά. Τον Άγιο Μάμα θα τον δούμε ριζωμένο στα πόδια του βουνού Ζάλακα, του πιο ψηλού βουνού στην περιοχή. Με υψόμετρο σχεδόν 600 μέτρα, έχει εξαιρετικό κλίμα και ειδικά το καλοκαίρι δροσιά και σχεδόν καθόλου υγρασία. Είναι φημισμένος για το καλό του κλίμα. Παρόλο που απέχει μόνο 25 χιλιόμετρα από τη Λεμεσό, ανήκει στη γεωγραφική περιφέρεια Πιτσιλιάς. Ο Άγιος Μάμας έχει πληγεί από την αστυφιλία, όπως εξάλλου πολλά χωριά της περιοχής και όχι μόνο. Φανταστείτε ότι το 1960 είχε πάνω από 400 κατοίκους ενώ τώρα έχει μόνο 120. Αρκετοί λόγοι, ένας όμως ο καθοριστικός, το έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη εκπομπή, θα τον αναφέρουμε με κάποια ανάλυση και προς το τέλος της σημερινής. Οι κάτοικοι απασχολούνται κυρίως με την καλλιέργεια του αμπελιού που ήταν και η κύρια ασχολία τους από παλιά. Οι ποικιλίες των αμπελιών είναι κυρίως μαύρο που προορίζεται για κουμανταρία, λίγο ξυνιστέρι και πολύ λίγη σουλτανίνα. Τα τελευταία χρόνια, έχουν κατακλύσει τους αμπελώνες του χωριού και νέες ποικιλίες. Επίσης καλλιεργούνται ελιές, αμύγδαλα και σε πιο μικρή κλίμακα άλλα φρούτα.
Μιλώντας για τον Άγιο Μάμα, πρέπει να αναφερθούμε οπωσδήποτε και στην κατασκευή κουμανταρίας, ακόμα ένα κουμανταροχώρι στη διαδρομή μας, από τα κύρια κουμανταροχώρια όμως. Το χωριό είναι πολύ γνωστό όχι μόνο για την ποιότητα αλλά και για την ποσότητα της κουμανταρίας του. Αναφέρεται ιστορικά ότι η παραγωγή του χωριού, πολύ συχνά έφθανε, ακούστε μονάδα μέτρησης, μέχρι και 2.000 φορτία γαϊδάρων. Αυτή η μονάδα μέτρησης πραγματικά υπήρξε τρόπος μέτρησης βάρους. Μη γελάτε, πώς λέμε σήμερα ότι το αυτοκίνητο αυτό αποδίδει 200 ίππους; Ε, κάτι παρόμοιο.
Φτάσαμε στον Άγιο Μάμα και θα πούμε λίγα πράγματα για την ιστορία του χωριού. Τον 7ο μ.Χ. αιώνα οι Σαρακηνοί πειρατές άρχισαν ξανά τις επιδρομές τους στην Κύπρο. Με λεηλασίες, κλοπές, καταστροφές, βιασμούς τρομοκρατούσαν την κυπριακή ύπαιθρο. Τότε, αποφασίστηκε η προστασία του τόπου από τους Βυζαντινούς Ακρίτες. Οι Ακρίτες είχαν το αρχηγείο τους στη Μόρφου και δημιούργησαν περιφερειακές βάσεις σε όλο το νησί. Παρατηρητήρια και στρατόπεδα ιδρύθηκαν όπου έκριναν χρήσιμο και σιγά-σιγά, γύρω από τους τόπους συγκέντρωσης των Ακριτών δημιουργήθηκαν οικισμοί. Οι Ακρίτες είχαν ως προστάτες αγίους τον Άγιο Γεώργιο και τον Άγιο Μάμα, γι’ αυτό, συνήθως όπου υπήρχε φρουρά Ακριτών υπήρχε και εκκλησία αφιερωμένη σε ένα από τους δυο αγίους. Εδώ, υπήρχε εκκλησία του Αγίου Μάμα και σε αυτόν οφείλει το χωριό το όνομά του. Στον Άγιο Μάμα, προστάτη άγιο των Ακριτών, δηλαδή, των στρατιωτών που στέλνονταν στην Κύπρο για να προστατεύουν το νησί από τους Σαρακηνούς πειρατές.
Σύμφωνα με μια παράδοση, το λείψανο του αγίου έφτασε στην Κύπρο μέσα σε μια σαρκοφάγο από τα μικρασιατικά παράλια και τάφηκε στη Μόρφου. Εκεί κτίστηκε ένας βυζαντινός ναός δίπλα στη λάρνακα, όπου βρισκόταν το λείψανό του. Μια άλλη κυπριακή παράδοση αναφέρει ότι ο Άγιος Μάμας ήταν ένας φτωχός ερημίτης που ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στη Μόρφου. Μια χρονιά τού ζήτησαν κεφαλικό φόρο, αλλά ο Άγιος δεν τον πλήρωνε και τότε τον πήγαν στον διοικητή να απολογηθεί.
(Φώτο: Το χωριό Άγιος Μάμας είναι πολύ γνωστό όχι μόνο για την ποιότητα αλλά και για την ποσότητα της κουμανταρίας του.)
Στον δρόμο που πήγαιναν συνάντησαν ένα λιοντάρι που κυνηγούσε ένα αρνί. Ο Άγιος διέταξε το λιοντάρι να αφήσει το αρνί και το λιοντάρι υπάκουσε. Ο Άγιος κουρασμένος καθώς ήταν πήρε το αρνί στα χέρια του, ανέβηκε στο λιοντάρι και συνέχισε τον δρόμο για τον διοικητή. Όταν έφτασαν στον διοικητή και τον είδε επάνω στο λιοντάρι, έδωσε διαταγή να τον αφήσουν ελεύθερο και να τον απαλλάξουν από τη φορολογία. Γι’ αυτό, σε αγιογραφίες συχνά θα δούμε τον Άγιο καβάλα σε ένα λιοντάρι.
Μια άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα σελίδα της ιστορίας του χωριού ξεκινά όταν ο «ιδιαίτερος», σύμφωνα με άλλους, απλώς πελλός, Οθωμανός σουλτάνος Σελίμ αποφάσισε να κατακτήσει την Κύπρο το 1571. Αποφάσισε να επιτεθεί και να βαφτίσει το νησί οθωμανικό μόνο και μόνο για να μπορεί να απολαμβάνει μόνο αυτός το κρασί των θεών, το γλυκό κρασί του τόπου, δηλαδή την κουμανταρία.
Ο σουλτάνος Σελίμ, άλλως «ο πελλός», κατέκτησε την Κύπρο το 1571 και επιτέθηκε με μεγάλο μένος στον Άγιο Μάμα γιατί ήταν κουμανταροχώρι αλλά και γιατί εδώ υπήρχε η φρουρά των Ακριτών. Όσοι Αγιομαμίτες γλύτωσαν από τις σφαγές κρύφτηκαν μέσα στο δάσος στην περιοχή «Φοινίτζιν». Το χωριό κατοικήθηκε από εισαγόμενους μουσουλμάνους από τα βάθη της Ανατολίας.
Σας θυμίζει κάτι αυτή η ιστορία; Αυτό φυσικά ήταν προσωρινό, οι Οθωμανοί κουβαλητοί δεν ήξεραν και δεν είχαν όρεξη να δουλέψουν τα αμπέλια, οπότε σιγά-σιγά οι κάτοικοι του χωριού επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ο θρύλος το περιγράφει λίγο διαφορετικά όμως. Οι Αγιομαμίτες αναγκάστηκαν να μείνουν εκεί στο «Φοινίτζιν», γύρω από τη μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου σαν πρόσφυγες για 145 χρόνια, ώσπου να ωριμάσει ο χρόνος για την επιστροφή τους.
Οι κάτοικοι επέστρεψαν και ένιωσαν ασφάλεια, μόνο όταν από θαύμα ο Άγιος Μάμας εμφανίστηκε σε κάποιον ιερέα, τον Κουκούνα, το 1720, και του ζήτησε να κτίσει μια εκκλησία στον ίδιο χώρο όπου ήταν η παλιά. Έτσι ο Άγιος προστάτευε πλέον το χωριό που άρχισε να ευημερεί πάλι.
Είμαστε στον Άγιο Μάμα, βλέπουμε την ομώνυμη εκκλησία, πέτρα πελεκητή, κουβαλημένη εδώ με τα γαϊδούρια, φανταστείτε πόσες διαδρομές χρειάστηκε να κάνουν τα καημένα. Μπορούμε να δούμε επίσης τη μικρή εκκλησία της Αγίας Παρασκευής με τα φρέσκο της που βρίσκεται μέσα στο χωριό και τη νέα εκκλησία των αγίων αποστόλων Σίλα και Σιλουανού στο Ξυλούρικο. Εκεί υπάρχει και ένας χώρος για πικνίκ αρκετά μεγάλος, κάτω από τα πεύκα, μέσα στην ησυχία και τον καθαρό αέρα. Εδώ θα χαρούμε καφέ.
Στο μικρό χωριό, ως αξιοθέατα, μπορούμε να δούμε το πολιτιστικό κέντρο του χωριού με την πλούσια βιβλιοθήκη του με τους 1800 τόμους, το τοπικό οινοποιείο, το μνημείο πεσόντων κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ‘55-‘59 κατά των Άγγλων. Του Ανδρέα Δημητρίου και του Μιχαλάκη Καραολή που ήταν οι πρώτοι που απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους το 1956. Επίσης, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης Αγίου Μάμα με παραδοσιακά αντικείμενα του τόπου και ένα μικρό οινικό μουσείο.
Φεύγουμε από τον Άγιο Μάμα και είμαστε στον δρόμο για το Καπηλειό. Δυόμισι χιλιόμετρα, 3 λεπτά μετά φτάνουμε στο μικρό, απίστευτα γραφικό χωριό. Να σας πω ότι ο αρχικός σχεδιασμός ήταν από Αρακαπά να ανεβαίναμε Συκόπετρα και εκεί να τελείωνε η περιοδεία μας στα κρασοχώρια, αλλά ήταν μεγάλος ο πειρασμός να έρθουμε και στο Καπηλειό, γι’ αυτή ακριβώς την γραφικότητα του. Παρκάρουμε το αυτοκίνητο έξω από το χωριό, γιατί τα δρομάκια του χωριού είναι πολύ στενά, αλλά και γιατί είναι τόσο όμορφα. Εδώ, θέλουμε να περπατήσουμε και να χαρούμε αυτό το σχεδόν παραμυθένιο χωριό. Παντού, άσπρη τοπική πέτρα, κτισμένη με τον παραδοσιακό τρόπο, κεραμίδια, ξύλινες πόρτες και παράθυρα. Σπίτια κτισμένα σε άλλες εποχές, όταν οι κάτοικοι προσπαθούσαν να έχουν προστασία από τις επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών.
Όπως είχαμε πει και στη Βίκλα, δρομάκια στενά για να μην μπορούν να μπουν οι επιδρομείς με τα άλογα τους, τοίχοι ψηλοί που προστάτευαν εσωτερικές αυλές. Παντού πιθάρια, γλάστρες με λουλούδια και φυσικά οι απαραίτητες κληματαριές. Ανέκαθεν κρασοχώρι και μάλιστα ένα από τα δεκατέσσερα χωριά που δικαιούνται να παράγουν το κυπριακό νάμα, την κουμανταρία, άρα και κουμανταροχώρι το Καπηλειό, είναι περιτριγυρισμένο από αμπέλια έξω από το χωριό αλλά και μέσα με τις κληματαριές. Το Καπηλειό υπάρχει, όπως και ο Άγιος Μάμας από τον 7ο αιώνα, λόγω της εγκατάστασης των Ακριτών στην περιοχή.
(Φωτο: Μικρό, γραφικό χωριό το Καπηλειό, που σύμφωνα με την απογραφή του 2011 οι κάτοικοι του φτάνουν μόλις τους 34.)
Είμαστε στο μικρό, γραφικό Καπηλειό. Παραμυθένιο χωριό, άσπρη πέτρα, κεραμίδια και ξύλο, περπατούμε στα στενά δρομάκια του και το απολαμβάνουμε. Στην περιοχή, τα παλιά χρόνια υπήρχαν επτά ληνοί, δηλαδή μικρά οινοποιεία. Τα επτά αυτά οινοποιεία παρήγαν κρασί, ζιβανία, κουμανταρία, σταφίδες και σουτζούκο. Στην ουσία, λειτουργούσαν σαν αναψυκτήρια-ταβέρνες, καπηλειά δηλαδή, στα οποία σταματούσαν για να ξεκουραστούν και να αναζωογονηθούν οι κουρασμένοι περαστικοί και ταξιδιώτες. Τα καπηλειά αυτά έδωσαν και στο χωριό το όνομά του. Μέχρι το 1960 η ευημερία του χωριού ήταν ασταμάτητη και έφτασε μέχρι και την περίοδο της ανεξαρτησίας του νησιού. Το χωριό, όπως και σχεδόν όλη η υπόλοιπη ύπαιθρος, πλήγηκε από την αστυφιλία και ο πληθυσμός του αρχίσει να μειώνεται ραγδαία. Σήμερα το χωριό αριθμεί μερικές, δυο-τρεις δηλαδή, δεκάδες κατοίκους. Συνεχίζοντας τη βόλτα μας στα δρομάκια του χωριού, απολαμβάνουμε τη μαστοριά στο χτίσιμο της πέτρας. Ειδικά, φτάνοντας στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου που είναι κτίσμα του 12ου αιώνα, βλέπουμε μέσα στην τοιχοποιία θραύσματα κεραμικών αριστοτεχνικά ενσωματωμένα. Είναι πανέμορφο κτίσμα, αυτό που ξενίζει λίγο είναι ότι το καμπαναριό είναι φανερά κτισμένο μεταγενέστερα, πιο πρόσφατα και μάλιστα, με άλλη, διαφορετική πέτρα. Τη σκαλιστή πουρόπετρα που είναι φερτή. Η εξήγηση είναι ότι τα χρόνια της τουρκοκρατίας, το καμπαναριό μιας εκκλησίας δεν μπορούσε να είναι πιο ψηλό από ένα μιναρέ, άρα το αρχικό καμπαναριό ήταν χαμηλό, στο ύψος του ναού. Μετά την τουρκοκρατία, οι κάτοικοι, ξεσάλωσαν με ακόμα τρία επίπεδα με σκαλισμένο, ασβεστολιθικό πωρόλιθο, την γνωστή μας πουρόπετρα δηλαδή. Απολαμβάνουμε τη βόλτα μας στο Καπηλειό, υπάρχουν και άλλα να δούμε όπως η εκκλησία της Παναγίας της Αμπελουτζιώτισσας και η εκκλησία της Παναγίας της Χαματζιώτισσας, αλλά έχουμε ακόμα δρόμο. Ξανά στο Jeep μας και ξεκινάμε για Συκόπετρα.
Φεύγουμε από το Καπηλειό και θα πάμε στη Συκόπετρα. Υπέροχη διαδρομή, θα περάσουμε ξανά από Άγιο Μάμα και Αρακαπά, 27 χιλιόμετρα, 35 με 40 λεπτά μέσα σε υπέροχη κυπριακή φύση. Κανονικά 35 με 40 λεπτά, για μας θα είναι περισσότερα γιατί εμείς κάνουμε σταθμούς, βρίσκουμε τα ωραία, τα ενδιαφέροντα. Απολαμβάνουμε με λίγα λόγια τον τόπο μας και την ημέρα μας. Ειδικά το κομμάτι από Αρακαπά και πάνω είναι υπέροχο. Στην αρχή ο δρόμος είναι δίπλα από περιβόλια με μανταρινιές, υπέροχο πράσινο μετά, άλλο τοπίο. Ας τα πάρουμε από την αρχή, όμως. Τέσσερα χιλιόμετρα μετά τον Αρακαπά βρίσκουμε μια ταμπέλα που μας καθοδηγεί αριστερά, μέσα στα περιβόλια, για να πάμε στο φράγμα του χωριού. Φυσικά, μπαίνουμε αριστερά γιατί θέλουμε να το δούμε. Τα ωραία, όμως, ξεκινούν πριν από το φράγμα. Είμαστε σε ένα στενό δρομάκι, χώμα, κυριολεκτικά μέσα στα περιβόλια, δεξιά και αριστερά μας μανταρινιές και πορτοκαλιές, πολλές μανταρινιές και είναι φορτωμένες και ανθισμένες. Εκτός από πανέμορφη εικόνα είναι και πρόκληση, να είχαμε τώρα ένα ζουμερό πορτοκάλι, ένα δροσερό μανταρίνι, και ξέρετε, όπως οδηγώ μέσα στον στενό χωματόδρομο, με τα παράθυρα ανοιχτά, αν κάνω το τιμόνι λίγο δεξιά χωρίς καν να τεντώσω το χέρι μου, μπορώ να κόψω τα φρούτα απευθείας από το δέντρο και όσο σκέφτομαι πόσο φρέσκα, κυριολεκτικά από το δέντρο και πόσο ζουμερά θα είναι. Δεν είναι σωστό, όμως, να απλώσω το χέρι μου… Ευτυχώς, ενώ τα σκέφτομαι όλα αυτά, βλέπω μέσα σε ένα περιβόλι, ένα ηλικιωμένο κύριο πάνω σε μια σκάλα να μαζεύει μανταρίνια. Σταματώ και όπως είμαι μέσα στο αυτοκίνητο, καλημερίζω και τολμώ την ερώτηση-παράκληση:
- Παππού καλημέρα, είμαστεν καλά;
- Ναι γιε μου, μια χαρά, εσείς;
- Τζι εμείς μια χαρά, θα είμαστεν καλύτερα όμως αν είχαμε κανένα μανταρίνι, έτσι ωραία που είναι πάνω στα δέντρα.
- Γιε μου, κόψετε όσα θέλετε, ελεύθερα, εν πας το ψήμαν τους…
Περιττό να σας πω ότι πριν προλάβω να ευχαριστήσω, το τιμόνι πάει δεξιά και τα χέρια όλων μας είναι έξω και κόβουν μανταρίνια. Ήδη το αυτοκίνητο πλημμύρισε μυρωδιές νιώθετε και εσείς τη μυρωδιά του μανταρινιού να σας τρυπά τη μύτη, δεν είναι;
Είμαστε στον δρόμο για το φράγμα Αρακαπά, στενό δρομάκι, μέσα στις μανταρινιές που μοσχοβολούν. Φτάνουμε στο φράγμα και σταματάμε για ένα καφέ. Έχουμε παρκάρει λίγο πιο ψηλά και βλέπουμε το νερό από αυτό το ύψος. Λίγο πιο χαμηλά τα καταπράσινα, ανθισμένα περιβόλια, λίγο πιο ψηλά ξεκινά το δάσος και μπροστά μας πιάτο το νερό.
Το άρωμα των ανθισμένων πορτοκαλιών, λεμονιών και μανταρινιών και επειδή δεν φυσά εδώ καθόλου, έχουμε μια υδάτινη επιφάνεια σαν καθρέφτη, η αταραξία του νερού μας επηρεάζει, υπέροχος, ειδυλλιακός τόπος. Και καπάκι η ησυχία, δεν ακούγεται τίποτε, η απόλυτη γαλήνη. Ησυχία, γαλήνη, να μυρίζει ανθισμένες μανταρινιές, καφές και υπέροχο τοπίο, δεν χρειάζονται πολλά για να νιώσουμε πληρότητα.
Χαρήκαμε ηρεμία, γαλήνη και τον καφέ μας στο φράγμα Αρακαπά, ξανά στο αυτοκίνητο, ο στενός χωματόδρομος, περνάμε ξανά από τα περιβόλια και στο τέρμα του δρόμου μπαίνουμε αριστερά για Συκόπετρα. Σε λίγο αλλάζει το τοπίο, είμαστε σε ένα φαράγγι, δίπλα από την κοίτη του ποταμού, βλέπουμε άλλο πράσινο πλέον, το ποταμίσιο. Πανύψηλα δέντρα, αροδάφνες, βάτοι, το νερό που κυλά και όλα αυτά δίπλα μας, έξω από το παράθυρο του αυτοκίνητου.
Είμαστε στον δρόμο από Αρακαπά προς Συκόπετρα, πραγματικά θαυμάσιος δρόμος, τον απολαμβάνουμε. Αλλά ταυτόχρονα, μας δίνει τον χρόνο, να σκεφτούμε, να ανατρέξουμε στο τι ζήσαμε σε όλα αυτά τα 235 χιλιόμετρα της διαδρομής μας στα κρασοχώρια. Σίγουρα χαρήκαμε πολλή Κύπρο, πολλή οινική ιστορία, αλλά είδαμε και πολλή αστυφιλία και εγκαταλειμμένα ή ερειπωμένα χωριά, όπως τη Βίκλα και τον Αθρακό.
Όλο αυτό μού δημιούργησε διάφορες σκέψεις. Σκέψεις που είναι εκτός πλαισίων της εκπομπής αλλά άντε να περιορίσεις την σκέψη, ειδικά εδώ, σε αυτόν τον υπέροχο δρόμο. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω τι είχαμε αναφέρει σε ένα κομμάτι της διαδρομής μας, όπου είχαμε δει και θαυμάσει, μαζί, πολλά: Η σκέψη ξεκίνησε από το «τόσο όμορφος τόπος και δεν καταφέρνουμε να τον αξιοποιήσουμε σωστά.» Είναι δεδομένο ότι η οικονομία μας τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον δεν είναι στα καλύτερά της. Και να ήταν όμως, δεν θα έβλαπτε οποιαδήποτε ενίσχυση. Δεν είμαι οικονομολόγος, αλλά ξέρω ότι αυτό που χρειάζεται μια οικονομία, οποιαδήποτε οικονομία, πόσο μάλλον όχι η υγιέστερη, είναι ξένο συνάλλαγμα. Εμείς, τα τελευταία χρόνια προσπαθούμε να φέρουμε ξένο συνάλλαγμα στο νησί μας με τον τουρισμό και με διάφορες αρπαχτές, άλλως διαβατήρια, άλλως πύργοι, άλλως ξεπουλάτε γιατί χανόμαστε. Ο τουρισμός είναι ένας καλός τρόπος βέβαια, εφόσον γίνεται με ένα σωστό τρόπο. Είναι ένας καλός τρόπος, αλλά δεν είναι ο μόνος. Έχουμε και άλλα προϊόντα εκτός από τον ήλιο, την άμμο και τη θάλασσα. Και δεν αναφέρομαι στα διαβατήρια φυσικά. Ξεκινήσαμε μια προσπάθεια με το χαλούμι, φαίνεται ότι θα καταφέρουμε να τη φέρουμε εις πέρας, το χαλούμι μας θα είναι δεύτερη πηγή εισοδήματος. Σκεφτείτε ότι τα οινικά προϊόντα θα μπορούσαν να είναι η τρίτη πηγή, πιθανόν να είναι πιο σημαντικά ακόμα και από το χαλούμι.
Σήμερα, ο καταναλωτής, εμείς δηλαδή, αγοράζει την εικόνα, την ιστορία, τον μύθο γύρω από το προϊόν πρώτα και μετά, αν είναι καλό και το προϊόν, θα το αγοράσει. Αυτό ισχύει σε παγκόσμια βάση, είναι πανανθρώπινο και ισχύει για όλα τα προϊόντα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό. Φέρτε στο μυαλό σας, από την προσωπική σας ζωή, τι αγοράζετε και γιατί. Παραδείγματος χάριν, αν θα αγοράζατε σήμερα, τώρα, αυτοκίνητο, ποιο θα ήταν το πρώτο κριτήριο; Θα ήταν η ασφάλεια, η μήπως θα ήταν το πώς θα φαίνομαι εγώ μέσα σε αυτό το αυτοκίνητο; Το ποια εικόνα προβάλλω, ισχύει πάντα, για όλους μας, θέλουμε και το σωστό προϊόν στη σωστή τιμή αλλά θέλουμε και την εικόνα, τον μύθο, την ιστορία γύρω από οτιδήποτε θα αγοράσουμε.
Γιατί τα λέω αυτά; Σκεφτείτε την ιστορία που έχουμε ως νησί στο κρασί και γενικά τα οινικά προϊόντα. Φλάσκες που φυλάγαμε κρασί στην Ερήμη πριν 5500 χρόνια. Ψηφιδωτά χιλιάδων χρόνων με αμπέλια οι πρώτοι οίνον πιόντες. Χοές στη θεά Αφροδίτη, στον Άδωνι, Ναΐτες Ιππότες, κουμανταρία, Βενετσιάνοι, Leonardo Da Vinci, Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Ο σουλτάνος Σελίμ ο ψυχοπαθής. Δείτε το εξής εντελώς θεωρητικό σενάριο, ή αν θέλετε, σενάριο επιστημονικής φαντασίας: Πριν δεκαετίες, κρατικοί λειτουργοί με όραμα αποφάσισαν να κτίσουν και να δημοσιοποιήσουν την εικόνα, την ιστορία γύρω από το κρασί μας. Άρχισαν να διαδίδουν όλη αυτή την οινική παράδοση.
Έστω ότι ήταν και αρκετά σοβαροί και φρόντιζαν να φτιάχναμε ποιοτικά και το κρασί μας, αντί να ξεριζώνουμε αμπέλια, αρχαία αμπέλια, με κρατική χορηγία και με κίνδυνο να χάσουμε γηγενείς ποικιλίες. Σήμερα, θα είχαμε ένα περιζήτητο προϊόν, που θα πουλούσαμε σε ψηλές τιμές, θα είχαμε νικήσει την αστυφιλία, χιλιάδες οικογένειες στα χωριά θα ζούσαν από αυτή τη βιομηχανία και θα προστάτευαν τη φύση που τους συντηρεί, αντί να θέλουν να πουλήσουν και την τελευταία πέτρα για να γίνει πύργος στη Λεμεσό, ξενοδοχείο στο Πέρα Πεδί, αναψυκτήριο στον Ακάμα, στο νησί της Χαμηλής, σκεφτείτε τη συνέργεια που θα είχαμε μεταξύ τουρισμού και καλής φήμης στο κρασί, τι είδους τουρίστες θα ερχόντουσαν. Σήμερα πιθανότατα θα ήμασταν σε διαφορετική οικονομική κατάσταση και δεν θα χρειαζόταν να πουλάμε διαβατήρια.
Αλλά, είπαμε, αυτό ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ας πάμε πίσω στα δικά μας. Εμείς θέλουμε να σκεφτόμαστε θετικά, αφήνουμε τα αρνητικά πίσω και απολαμβάνουμε τον τόπο μας, ευτυχώς έχουμε πολλά να απολαύσουμε. Συνεχίζουμε στον δρόμο για Συκόπετρα. Και σκεφτόμαστε καλά κρασιά. Τι άλλο θέλει ο άνθρωπος για να χαμογελάσει και να περνά καλά;
(Φώτο: Η Συκόπετρα βρίσκεται στα σύνορα τριών επαρχιών: επαρχία Λεμεσού, επαρχία Λευκωσίας και επαρχία Λάρνακας.)
Είμαστε στον δρόμο για τη Συκόπετρα και μετά από μια κλειστή αριστερή στροφή, μπροστά μας σαν σε αγιογραφία το χωριό. Σκαρφαλωμένο πάνω στο βουνό, μια γραμμή από σπίτια, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται από αυτή την απόσταση. Απίστευτη εικόνα, το άγριο βουνό και ένα χωριό κρεμασμένο κοντά στην κορυφή. Αμφιθεατρικά τοποθετημένο στην απότομη πλαγιά, σαν να το έχουν χτίσει για να καλωσορίζει τους επισκέπτες, ή επειδή έχει κτιστεί σε άλλες εποχές, για να ελέγχει ποιοι είναι οι επισκέπτες, για ασφάλεια. Μέχρι να τα δούμε αυτά έχουμε φτάσει στο χωριό, παρκάρουμε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου και αρχίζουμε περπάτημα στα στενά και κάπου, πολύ στενά δρομάκια του. Είναι το τελευταίο χωριό της επαρχίας Λεμεσού πριν την Λευκωσία, πριν το Καμπί του Φαρμακά.
Σήμερα έχουν απομείνει περίπου 100 μόνιμοι κάτοικοι. Τα τελευταία χρόνια, όμως, παρατηρείται αύξηση του νεαρού σε ηλικία πληθυσμού που εγκαθίσταται στο χωριό, απόδειξη της αγάπης των Συκοπετριτών για τον τόπο τους. Τόπο με πολλή ιστορία γιατί από σκεύη και εργαλεία που έχουν βρεθεί στο χωριό, φαίνεται ότι υπήρχε οικισμός εδώ από την εποχή των κυπριακών βασιλείων από το 1000 π.Χ. περίπου. Υπάρχουν, όμως, και ενδείξεις ότι κοντά στο χωριό γινόταν και εξόρυξη χαλκού, άρα πιθανόν η ιστορία της Συκόπετρας να πηγαίνει ακόμα πιο πίσω.
Περπατώντας στο χωριό αντιλαμβανόμαστε ότι για να χτιστούν αυτά τα σπίτια, σε αυτή την τόσο απότομη πλαγιά, έπρεπε να σκαφτεί πρώτα το βουνό, ο βράχος. Έπρεπε να δημιουργηθούν επίπεδες αναβαθμίδες για να μπορέσουν οι πρώτοι κάτοικοι να θεμελιώσουν τα σπίτια τους. Και χρησιμοποίησαν τις πέτρες που έβγαλαν από τα σωθικά του βουνού για να τα χτίσουν. Θαυμάζουμε τον κόπο, την υπομονή και την επιμονή τους. Τον κόπο, την υπομονή και την επιμονή τους να χτίσουν το χωριό αλλά και να μείνουν εδώ, στον τόπο που γεννήθηκαν και αγάπησαν. Συνεχίζουμε το περπάτημα στα δρομάκια και χαιρόμαστε αρχαία πιθάρια, λουλούδια στις αυλές, θεόρατους πλάτανους, κληματαριές, ροδιές…. Πολύ πράσινο, αλλά έχουν την τιμητική τους οι παπουτσοσυκιές. Οι οποίες, παρεμπιπτόντως, λέγεται ότι έχουν δώσει και το όνομα στο χωριό. Στη Συκόπετρα, πολλά παπουτσόσυκα και πέτρες, άρα Συκόπετρα. Υπάρχει, όμως, και μια ιστορία πιο ωραία, σαν παραμύθι. Η παράδοση λέει ότι η Ναυσικά, βασιλοπούλα του βασιλείου της Ταμασού, συνήθιζε να πηγαίνει με τη συνοδεία της εκδρομές, όλοι, με τα άλογά τους. Σε μια τέτοια εκδρομή, λίγο πάνω από το χωριό, το άλογο της Ναυσικάς γλίστρησε σε ένα μεγάλο βράχο, έπεσε και πέθανε. Το αποτύπωμα που άφησε η οπλή του αλόγου πάνω στον βράχο, εκεί που γλίστρησε, ακόμα φαίνεται και η περιοχή ονομάστηκε «Ναυσικόπετρα». Εύκολα, το χωριό βαφτίστηκε Συκόπετρα. Ωραίες οι παραδόσεις μας, περνάμε ωραία στο χωριό, αλλά με όλα αυτά τελειώνει δυστυχώς και ο χρόνος μας.
Συνήθως, στο τέλος της εκπομπής κάνουμε μια αναδρομή στο τι ζήσαμε, τι χαρήκαμε σε αυτή τη διαδρομή. Σήμερα δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό γιατί είμαστε στο τελευταίο επεισόδιο της εξόρμησης στα κρασοχώρια της Λεμεσού, μια διαδρομή 235 χιλιομέτρων, που αν προσπαθήσουμε να απαριθμήσουμε τα ωραία της, θα χρειαστούμε ακόμα μια εκπομπή. Όσοι ακούσατε όλες τις εκπομπές είμαι σίγουρος ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου και θέλω να σας ευχαριστήσω για τα μηνύματα και τη συμμετοχή σας. Κλείνοντας, θα ήθελα όμως να ευχαριστήσω όλους όσοι μας βοήθησαν, μας έδωσαν οδηγίες και πληροφορίες για τα χωριά που χαρήκαμε. Σε 14 χωριά μάς κέρασαν, όλους εμάς, τους φίλους του roadtrip.cy, καφέδες, κουμανταρία, μανταρίνια, χαμόγελα και ζεστή καρδιά, γνήσια κυπριακή φιλοξενία δηλαδή.
Το πιο πάνω κείμενο είναι τμήματα της εκπομπής «Roadtrip.cy». Κάθε Σάββατο και Κυριακή από τις 8 μέχρι τις 10 ακούτε την εκπομπή του Άντρου Σκαλιστή «Roadtrip.cy» στον Σπορ FM 95.
Ακούστε το τελευταίο roadtrip εδώ