Loading...
Του Ανδρέα Μαλάη
O Φρίξος Μασούρας, σε σκηνοθεσία Ανδρέα Κυριάκου, προσαρμόζει για πρώτη φορά και για λογαριασμό του θεάτρου «Διόνυσος» το «Reservoir Dogs» του Quentin Tarantino (1992) στην κυπριακή πραγματικότητα, για να μας δώσει μίαμιση περίπου ώρα «in-yer-face theatre».
Ένας θίασος απελπισμένων ηθοποιών στην Κύπρο της οικονομικής κρίσης του 2013 αποφασίζει να ληστέψει μια τράπεζα, εν είδει τελευταίας παράστασης, χωρίς όμως να προσμετρήσει όλους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αποστολή.
Για τις ανάγκες της παράστασης, το σενάριο μεταφέρεται στην κυπριακή διάλεκτο, εύστοχη επιλογή που χαρίζει αληθοφάνεια στο δρώμενο, με έντονη βωμολοχία και εκατέρωθεν δηκτικές προσβολές, τέτοιες που θα άκουγε κανείς να εκστομίζονται από κάφρους μπούληδες teenagers στα παγκάκια των σχολικών αυλών. Το κλασικό «Madonna speech» που λειτουργεί ως εξαίσιο ίντρο στην ταινία γίνεται επιλήψιμα «Γαρμπή speech» – σε ένα καθόλου αντίστοιχο εμβληματικό, επίκαιρο και σκανδαλώδες τραγούδι της - ενώ τα «αποβράσματα» του Tarantino μετατρέπονται σε αποτυχημένους ηθοποιούς. Η συγκεκριμένη επιλογή, όμως, λειτουργεί ως εμπόδιο στην άρση της δυσπιστίας του θεατή, καθώς, εάν ο σκοπός ήταν να προσαρμοστεί το σενάριο στην κυπριακή πραγματικότητα, το γεγονός ότι μια ομάδα ηθοποιών, που αποφασίζει, εκτός των άλλων, να ανεβάσει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της «Αντιγόνης», συμπεριφέρεται παρασκηνιακά με τόσο άξεστο και υπερβολικά χυδαίο τρόπο, όπως δικαιολογημένα προστάζει το εν λόγω θεατρικό genre, κάπου μάς αφήνει μετέωρους. Η συγκεκριμένη, μάλιστα, καλλιτεχνική επιλογή μοιάζει να υποχρέωσε τον συγγραφέα να εξηγήσει τα «πώς» και τα «γιατί» της ληστείας, μεταφέροντάς μας στην Κύπρο του 2013, τη στιγμή που η ταινία είναι τόσο ιδιαίτερη ακριβώς για το αντίθετο: μας πείθει πως ό,τι παρακολουθούμε είναι απολύτως φυσιολογικό, χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να μας εξηγήσει προθέσεις και κίνητρα. Πατώντας στους εύτροχους και ισοπεδωτικά καθημερινούς διαλόγους της ταινίας, εξάλλου, η κυπριακή εκδοχή του Μασούρα κατορθώνει με επιτυχία να αποδώσει το πνεύμα των διαλόγων, την ίδια στιγμή, όμως, που φλερτάρει επικίνδυνα με την παρωδία και τη σάτιρα, με ένα χιούμορ που ενίοτε πηγάζει - αποκλειστικά - από την «παρά προσδοκίαν» κυπριακή εκδοχή της κλασικής καλτίλας του Τarantino (πρβλ. τις ραδιοφωνικές εκφωνήσεις με τις αναφορές σε χιουμοριστικά τοπωνύμια της Κύπρου, μπάντες και τραγούδια με περίεργα – πλαστά - ονόματα στην κυπριακή διάλεκτο που απέπνεαν ένα καθημερινό twitter-ικό χιούμορ).
Η πλοκή εξυφαίνεται με ενδιαφέροντα τρόπο χωρίς να κουράζει, με διαδοχικές αναδρομές στο παρελθόν που συνθέτουν το παζλ της υπόθεσης κι, αν εξαιρέσουμε τις μικρές παρεμβολές με τα κλιπάκια μιας αεροσυνοδού από τις Κυπριακές Αερογραμμές - που από ένα σημείο και μετά κουράζουν – η παράσταση διατηρεί ασταμάτητο το ενδιαφέρον του θεατή. Τα σκηνικό εξυπηρετεί πλήρως τις ανάγκες του κειμένου, κι εύστοχα παραμένει το ίδιο από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς φλυαρίες και περιττά στολίδια (με εξαίρεση τους καπνούς που επένδυαν αναίτια οπτικά κάθε σκηνή), με τους ηθοποιούς να φωτίζουν κάθε γωνιά του, ανάλογα με τη σκηνή, καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Όταν, μάλιστα, εν τέλει θα βρεθούμε στο παρόν της ιστορίας μετά το πέρας της ληστείας, όπου κορυφώνεται και η δράση, η συγκεκριμένη επιλογή αποκτά ακόμη περισσότερο νόημα, πέρα από τη λειτουργική της οικονομία, αφού στη σκηνή βρίσκονται ακόμη όλα τα «απομεινάρια» των προηγούμενων σκηνών, που συνεισέφεραν στην ατυχή έκβαση της ληστείας, αφώτιστα και γυμνά από δράση. Το γεγονός, όμως, πως οι… αποτυχημένοι ηθοποιοί και επίδοξοι ληστές κυκλοφορούν με κοστούμια σχεδόν σε όλες τις σκηνές του έργου αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο που αφαιρεί από την αληθοφάνεια της διασκευής.
Ο Μάριος Μεττής ξεχωρίζει υποκριτικά, βάζοντας τη σφραγίδα του στο πρώτο ημίωρο της παράστασης, με ασταμάτητο ρυθμό και χρόνο αντίδρασης ιδανικό για τις ανάγκες του είδους που υπηρετεί. Ξεχωρίζω την εξαιρετική σε ρυθμό ανταλλαγή προσβολών στη σκηνή της σκάλας μεταξύ Μεττή και Κυριάκου και την κωμική στόφα του Μεττή τη στιγμή που ο Μαρτάς σέρνει την καρέκλα διακόπτοντάς τον. Οι υπόλοιπες ερμηνείες κινούνται σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο, με τους Μαρτά, Κυριάκου και Νικολαϊδη να ακολουθούν, πέφτοντας, ωστόσο, στην παγίδα ενίοτε να υποδύονται τον εαυτό τους, συνεπεία ίσως της φυσικότητας που παρέχει η κυπριακή διάλεκτος.
Μου έλειψε έντονα η ευλαβική αφοσίωση του Tarantino στην ιδιαίτερη μουσική επένδυση των ταινιών του, κομμάτι αναπόσπαστο της καλτίλας που κατέστησε εν τέλει και το ντεμπούτο του τόσο ιδιαίτερο.
Στο θέατρο «Διόνυσος», λοιπόν, έχει στηθεί, παρά τις αδυναμίες της, μια κυπριακή εκλαϊκευμένη εκδοχή του «Reservoir Dogs», που πατά κατά επιλεκτικό και βολικό ενίοτε τρόπο στο πρωτότυπο και δείχνει να αφορά, κυρίως για την πρόταση που κομίζει ως είδος στην κυπριακή θεατρική σκηνή. Το θέμα είναι ότι το έργο του Tarantino, στον πυρήνα του, δεν χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ως λαϊκό θέαμα.
«Αντίο Κοπρόσκυλα», Κείμενο: Φρίξος Μασούρας, Ανδρέας Κυριάκου. Πρωταγωνιστούν: Μάριος Μεττής, Παναγιώτης Κυριάκου, Κρίστοφερ Γκρέκο, Ανδρέας Νικολαϊδης, Χρήστος Γιάγκου, Χριστόδουλος Μαρτάς, Στέλιος Μαρτάς.
Τακτικές παραστάσεις (Λευκωσία): Παρασκευή & Σάββατο στις 8.30 μ.μ. και Κυριακή στις 6.30 μ.μ. Λεμεσός : Θέατρο Ριάλτο στις 7 Νοεμβρίου 2018 στις 8.30 μ.μ.
Εισιτήρια: 15 ευρώ/κανονικό, 12 ευρώ/ μειωμένο
Κρατήσεις: 22818999 & 99621845