ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

The Batman: οι βροχερές μέρες ενός υπέρ-ήρωα

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΗΣ

Του Ανδρέα Μαλάη

Με μια Γκόθαμ Σίτι πιο σκοτεινή από ποτέ, με τη νύχτα να αποτελεί τον κυρίαρχο χρόνο δράσης, ο Batman αποκτά ίσως την πιο ζοφερή κινηματογραφική εκδοχή του∙ η πόλη μοιάζει να είναι «λασπωμένη» διαρκώς σε μια συμβολική αποτύπωση του βάλτου στον οποίο βουλιάζει η πολιτική πυραμίδα του τόπου, συνεισφέροντας σε έναν υποβλητικό καμβά διά χειρός Ριβς, την πιο… Γκόθαμ, από όλες τις ταυτώνυμες κινηματογραφικές εκδοχές της.

Η πλοκή απλή και ξεκάθαρη: η Γκόθαμ Σίτι συγκλονίζεται από τις διαδοχικές δολοφονίες ηγετικών πολιτικών προσωπικοτήτων, στις οποίες ο δολοφόνος φροντίζει να αφήνει κάθε φορά κι ένα… τυράκι πλοκής για τον σκοτεινό υπέρ-ήρωα.

Έχοντας ήδη εδραιωμένες όλες τις σταθερές της ιστορίας του υπέρ-ήρωά του – το χρωστάει καθαρά στην παρακαταθήκη της «νολανικής» εκδοχής- επιχειρεί με μια σχεδόν σικουελική άνεση να εισαγάγει τον θεατή στην ιστορία, αδιαφορώντας για τους πυρηνικούς ιστούς της πλοκής∙ η πλοκή κινείται γρήγορα χωρίς περιττά στοιχεία, απλώνεται με υπομονή, χωρίς, όμως, να αναλώνεται σε επεξηγηματικές αναδρομές. Η δεδομένη αυτή εδραίωση χαρίζει στους δημιουργούς (Ριβς και Κρεγκ) την πολυτέλεια να πλέξουν πρόσθετες πτυχές στο παρελθόν του ήρωα που χαρίζουν τουλάχιστον ένα κάποιο διαφοροποιητικό βάθος σε όσα είδαμε μέχρι τώρα. To ενδιαφέρον στοιχείο της προσέγγισης αυτής είναι πως η ταινία μετατρέπεται περισσότερο σε μια whodunit υπέρ-ηρωική εκδοχή. Το επιλήψιμο, όμως, είναι πως ο Batman θα μπορούσε και να λείπει από την ταινία. Ο Μποντ θα μπορούσε εξίσου επιτυχημένα να λύσει το μυστήριο και με πολύ… περισσότερο φως.

Ο Ριβς τουλάχιστον πετυχαίνει να προσδώσει μια βαλτώδη πραγματικότητα, την πιο ρέουσα και πιο εφιαλτική που έχουμε δει, μετά το γκροτέσκο σύμπαν του Μπάρτον (1989, 1992), αποτυπώνοντας, έτσι, με ιδανικό τρόπο την ανάγκη για έναν εκ βάθρων εξαγνισμό από τη διαφθορά. Σε ένα διαρκές παιχνίδισμα σκιών, το μαύρο διαδέχεται το άλικο χρώμα σε μια οθόνη πνιγμένη στις καταιγίδες, αφήνοντας σκόπιμα(;) σκοτεινές γωνιές, αδιευκρίνιστα σκηνικά -λειψά, ερειπωμένα- ανολοκλήρωτες γοτθικές αψίδες κι ένα σταθερά νεφελώδες χωλό bat-signal. Το αινιγματώδες και χαοτικό επιτείνεται με την underground dance σκηνή της πόλης, που χρωματίζει σκοτεινότερα τον εφιάλτη, προσδίδοντας μια ταιριαστή industrial κι απρόσωπη «μοντερνιά» στην ατμόσφαιρα.

Η τόσο εύστοχη επένδυση στο περιτύλιγμα θυσίασε, ωστόσο, την πλοκή, η οποία κινείται σε ρηχά προσπελάσιμα επίπεδα λύσης μυστηρίου 101. O μυστηριώδης «κακός» της ταινίας αναλαμβάνει να διαδραματίσει ρόλο εκδικητή με δήθεν ευφάνταστους τρόπους, οι οποίοι, ωστόσο, καθόλου δεν κινητοποιούν την πλοκή ούτε την καθιστούν φιλόξενη. Οι γρίφοι ενός περίπου εξωτερικού αφηγητή, απευθυνόμενοι σε ένα κοινό που δεν έχει έστω τις στοιχειώδεις πληροφορίες για να τους επεξεργαστεί, μετατρέπονται έτσι σε θνησιγενείς σπόρους – χαμένες ευκαιρίες, που περισσότερο μάς κλειδώνουν απ’ έξω. Μοναδική εξαίρεση η καταληκτική θεαματική σεκάνς της ταινίας, που ενώνει μοιραία θύτες και θύματα σε ένα παιχνίδι αμφισβήτησης ρόλων που κερδίζει το ενδιαφέρον δραματικά, παρά τον πολύ χαλαρό σκηνοθετικό έλεγχο της σκηνής του πλημμυρισμένου σταδίου. Το εξαγνιστικό νερό της επόμενης μέρας λειτουργεί σχεδόν καθαρτικά στο σκοτάδι της τρίωρης σχεδόν ταινίας, λυτρώνοντας περίπου τον θεατή.

Ο Πάτινσον, απεκδυόμενος τη σωτήρια λέμβο του πιο επιβλητικού κι αυθύπαρκτου κοστουμιού στο υπέρ-ηρωικό σύμπαν, καταφέρνει να προσδώσει εύστοχα στον Γουέιν μια πτυχή, ίσως την πιο αληθοφανή που έχουμε δει μέχρι σήμερα: ευάλωτος στο βλέμμα και στο σουλούπι, αποδομημένος στα μεταβατικά στάδια της μεταμφίεσής του, παραμένει κλασικά το εσωστρεφές ορφανό παιδί, ο μεγαλοκληρονόμος της πόλης με την αμύθητη περιουσία, ο οποίος εδώ είναι, ταυτόχρονα, εύστοχα και το βουτυρόπαιδο της πόλης, με μιαν ελιστιστική, απρόσιτη αρχοντιά κινηματογραφικού αστέρα που δεν είχαμε δει προηγουμένως. Η Κράβιτς στο πλευρό του, εκπρόσωπος μιας πιο ζωηρής καλοσύνης, μετατρέπεται έτσι στην ιδανική παρτενέρ, που εκπλήσσει με τις ρυθμικές της εναλλαγές και το πιο ανθρώπινο στίγμα της. Το υπόλοιπο καστ συνθέτει μια όχι και τόσο αξιομνημόνευτη χορεία πληθυσμού που χωλαίνει το συνολικό αποτέλεσμα.

Στηριγμένοι περισσότερο σε ψυχολογικά κίνητρα κι όχι στην επικρατούσα βιοηθική προσέγγιση της τεχνολογίας, οι Ριβς και Κρεγκ οδηγούν με υπομονή και ευελιξία ένα θεοσκότεινο κινηματογραφικό όχημα σε ολισθηρές ασφαλτώσεις, χωρίς, ωστόσο, να αποφεύγουν τις λακκούβες του βολικού σε σημεία και καταστάσεις: η διαφθορά στην πόλη είναι τόσο βαθιά και τόσο σπαρμένη, αφορά πρόσωπα που παρασιτούν στην κορυφή της πολιτικής πυραμίδας, που μοιάζει παράξενο και μόνο το γεγονός πως τόσα χρόνια κανείς δεν είχε επιληφθεί της κατάστασης. Το επίτευγμα του όλου εγχειρήματος, που καταξιώνει κιόλας την προσπάθεια, είναι όχι τόσο η ανθρώπινη κι ευαίσθητη πλευρά του ήρωα – αυτή την είχαμε ξαναδεί- όσο η πρακτική φιλανθρωπική εκδοχή της: ένας ήρωας μασκοφόρος μεν, που δεν διστάζει να σηκώσει πληγέντες στους ώμους του, να κατέβει στη μάζα, να εμπλακεί με το επί μέρους, εγκαταλείποντας τα ύψη της μαζικής του συνεισφοράς. Η πρόθεση ήταν τέτοια. Θα μπορούσε να γίνει σαφώς πιο εύγλωττα και με πιο στέρεα θεμελίωση.