Loading...
Του Ανδρέα Μαλάη
O Asghar Farhadi στην πρώτη του ισπανόφωνη ταινία, που άνοιξε την Κρουαζέτ τον περασμένο Μάιο, στήνει ένα οικογενειακό δράμα απαγωγής, που εάν κάπου καταφέρνει να μας κρατήσει το οφείλει περισσότερο στο εκλεκτό του καστ και λιγότερο στη ζυμωμένη του μαθητεία σε παρόμοιας φύσης ταινίες (βλ. το εξαιρετικό «About Elly» 2009), που εδώ –στο βάθος- μοιάζει κάπως να αδυνατεί να συμμορφωθεί με τα «χρώματα» και τις «λεπτομέρειες» μιας κινηματογραφικής «περιοχής» ιδιοσυγκρασιακά πιο «φλύαρης» και «πολύχρωμης», σε σχέση με τη δωρική και ποιητική ατμόσφαιρα που αποπνέουν οι προηγούμενές του ταινίες.
Η Πενέλοπε Κρουζ (Laura) επιστρέφει σε ένα μικρό ισπανικό χωριό για τον γάμο της αδελφής της με τα δύο της παιδία, Ιρένε και Ντιέγο, και χωρίς τον συζυγό της (Ricardo Darin), ο οποίος μένει πίσω λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Όταν, κατά τη διάρκεια του γαμήλιου πάρτι, η Ιρένε πέφτει θύμα απαγωγής, μυστικά του παρελθόντος που αφορούν στον ευρύτερο κύκλο της οικογένειας θα αρχίσουν σταδιακά να έρχονται στην επιφάνεια, για να λύσουν τον γρίφο, έναν γρίφο, βέβαια, που εν τέλει – εύστοχα – απλώνεται σε περισσότερα από ένα μονοπάτια με έναν εποικοδομητικό τρόπο, που, τουλάχιστον, σε αυτό η γνώση του Farhadi να δένει σωστά και οργανωμένα μια υπόθεση λειτούργησε ευεργετικά. Το προβληματικό, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι τελικά το πόσο όμορφα δένονται όλα μεταξύ τους, αλλά η έντασή τους, που, δυστυχώς, κινείται σε αθόρυβα επίπεδα, σε τέτοιο βαθμό, που, πολλά από όσα προκύπτουν στη συνέχεια δεν μοιάζει να μας αγγίζουν παρά ελάχιστα. Το γεγονός, όμως, πως στο τέλος δεν μας αφορά και ιδιαίτερα ποιος είναι ο απαγωγέας, αποτελεί αρετή για την πλοκή, αφού το ζητούμενο δεν είναι η λύση του γρίφου, αλλά τα μυστικά και οι σχέσεις που δοκιμάστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Cruz, Bardem και Darín σηκώνουν στους ώμους τους το ερμηνευτικό φορτίο της ταινίας, με ερμηνείες φυσικές και γειωμένες, ωστόσο, παρά τις αισθησιακές αναλαμπές της Cruz στο γαμήλιο γλέντι, που ετσιθελικά μαγνητίζουν υπό τους ήχους του ιδιαίτερου «Se Muere por Volver», ο Bardem είναι το όχημα που μάς οδηγεί με συνέπεια στην «έξοδο», εξαιτίας, φυσικά, και του ρόλου του στην ταινία.
Οπτικά, ο Farhadi εγκαταλείπει τη «στωικότητα» του παρελθόντος του, κι εύστοχα μεταπηδά σε μια πιο… φλύαρη κινηματογραφικά και φωτογραφικά περιοχή, που, δεν μοιάζει πάντοτε να τιθασεύει με συνέπεια, κι έτσι η ταινία αφήνει την εντύπωση μιας κινηματογραφικής «σπουδής» σε «θεματικές» και «εικόνες» του ισπανόφωνου σινεμά, που, όμως, μοιάζουν κατά τόπους αναίτιες.
Εν τέλει, πρόκειται για ένα βραδυφλεγές δράμα, κτίζεται με συνέπεια από την αρχή μέχρι το τέλος και περιλαμβάνει πολλές από τις αρετές της δραματουργικής αυθεντίας του Farhadi, γεγονός που καθιστά την ταινία αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα – σχεδόν – μέχρι το τέλος. Η μετάβαση, όμως, από το ιρανικό (σχεδόν) κινηματογραφικό σύμπαν – που ο ίδιος ανέδειξε με τόση αρτιότητα – σε μια διαφορετική περιοχή στην οποία μοιάζει να γαλουχείται νηπιακά, επιστρατεύοντας, μάλιστα, το βαρύ πυροβολικό των πρωταγωνιστών που επέλεξε, αδικεί κάπως την όλη προσπάθεια και δεν της επιτρέπει να απογειωθεί.