Loading...
Μια τυπική Κυριακή, αποφασίσαμε να πάμε οικογενειακή εκδρομή και να επισκεφθούμε το μπραντσάδικο που θέλαμε τόσο να δοκιμάσουμε, στο Όμοδος της επαρχίας Λεμεσού. Στη ζέστη του μεσημεριού, μιας και ποτέ κανείς δεν θα ξεκινήσει αρκετά νωρίς για μακρινή εκδρομή σ’ αυτό το σόι, περπατήσαμε στη λιθόκτιστη πλατεία του χωριού. Τσιρίδες παιδιών του χωριού ή επισκεπτών, εστιάτορες που προσελκύουν περαστικούς, κόσμος που απολαμβάνει καφέ ή φαγητό και πιο κάτω μαγαζάκια με τους πωλητές που προσφέρουν βοήθεια αν χρειάζεσαι καθώς χαζεύεις. Μια σχετική κανονικότητα. Πράγματα σχεδόν ασήμαντα που σίγουρα είχαν λείψει και σε σένα τόσο καιρό.
Στο στενό της Φωτεινής ένιωθες καλοκαιράκι υποφερτό, όμορφο και δροσερό, και όσο πλησίαζες οι μυρωδιές γίνονταν πιο πλούσιες, πιο δελεαστικές. Καθίσαμε έξω, σε ένα τραπεζάκι που συνόρευε με το διπλανό κατάστημα, με μαξιλαροθήκες με σχέδια εμπνευσμένα από τον Picasso – χειροποίητα ή στη μηχανή, οι απόψεις διίστανται.
Σπανακόπιτα, χαλουμόπιτα και μια πιατέλα υπεραρκετή για τέσσερα άτομα, με μαρμελάδες ντομάτας και μήλου, αβγά, αναρή, αλλαντικά και τα συναφή, συνοδευόμενα από τα πιο νόστιμα αρκατένα παξιμάδια που θα δοκιμάσεις, και φρέσκο ψωμάκι στο πλάι, συν κάτι καλούδια για το σπίτι και μαρμελάδα ντομάτας που σπάνια βρίσκεις. Ό,τι πιο νόστιμο σε μια φέτα φρέσκο ψωμί και τυρί κρέμα. Τσιμπήσαμε και μια μαξιλαροθήκη από δίπλα γιατί δεν μπόρεσα να αντισταθώ. «Γλυκάκι;» ρωτώ ασυναίσθητα γιατί είχε πάρει το μάτι μου κάτι αρκατένα με σοκολάτα στο μενού, αλλά όχι, δεν υπάρχει χώρος στο στομάχι.
Η βόλτα στη Μονή Τιμίου Σταυρού ήταν απαραίτητη. Αν μη τι άλλο η θέα από τον πρώτο όροφο, έξω από το Μουσείο Αγώνος, είναι μοναδική. Μόνο η αυλή της εκκλησίας, τα βουνά από πίσω και ουρανός, με εκείνες τις λεπτομέρειες της πέτρας που σκέφτεσαι όποτε ακούς «παραδοσιακό χωριό».
«Το γεφύρι του Τζιελεφού είναι είκοσι λεπτά από εδώ» ακούγεται η εισήγηση μόλις ανασυγκροτείται η ομάδα έξω από τη μονή. Είκοσι λεπτά μακριά, στα οποία όμως περνάς από την επαρχία Λεμεσού στην επαρχία Πάφου. Ψήνομαι. Μετά από στροφές, φύση και δρόμους στις άκρες των βουνών, το γεφύρι ήταν όντως είκοσι λεπτά μακριά. Λίγος κόσμος, ήχοι της φύσης, το ποτάμι να τρέχει αρμονικά κάτω από το γεφύρι – το μεγαλύτερο μεσαιωνικό γεφύρι της Κύπρου. Εύκολη πρόσβαση, πολύ πιο εύκολη απ’ ό,τι περίμενα, μια κατηφόρα μόνο. Εκεί κάθεσαι στο παγκάκι κάτω από το δέντρο και απολαμβάνεις, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Όλα τα άλλα είναι περιττά. Ο ήλιος περνά μέσα από τα πυκνά φύλλα, ο χαλαρός αέρας χαϊδεύει τα δέντρα. Στην επιστροφή, είχαμε τη φαεινή ιδέα να συνεχίσουμε ευθεία, να μην επιστρέψουμε στο Όμοδος. Από Τρεις Ελιές, περάσαμε Λεμύθου με τη στροφή του βουνού να μας περνά αναγκαστικά από την επαρχία Λευκωσίας, από χαρτογραφικής απόψεως. Τρεις επαρχίες σε μια ευθεία, μόνο εμένα ενθουσιάζει αυτό;