Loading...
Δοκιμάσαμε πρώτοι το νέο sharing menu στο Ρους, στο νέο location, που επίσημα ανοίγει την Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου.
Σε ένα γνώριμο location στο κέντρο της πόλης, το οποίο έχει ταυτιστεί με δυνατά γαστρονομικά πρότζεκτ -αφού μέχρι πρότινος εκεί βρισκόταν το Sauvage, προηγουμένως το Μουσών και πιο πριν το Banco-, το Ρους θα συνεχίσει να προσφέρει τη σύγχρονη κυπριακή κουζίνα που του χάρισε τις μεγάλες διακρίσεις αλλά και τη δημοφιλία που έχει αποκτήσει, δίνοντάς μας όμως πλέον τη δυνατότητα να γευτούμε όλα τα πιάτα του μέσω ενός α λα καρτ μενού, στο πλαίσιο ενός δυνατού γαστρονομικού sharing experience.
Ο χώρος άλλαξε εντελώς σε σχέση με το Sauvage, τα χρώματα έγιναν πιο γήινα, ο φωτισμός έγινε «γλυκός», ενώ την ατμόσφαιρα συμπληρώνουν οι πραγματικά ενδιαφέρουσες μουσικές επιλογές του -εκ των ιδιοκτητών- Ανδρέα Κυπριανού, ο οποίος απ’ ότι μάθαμε έχει υπάρξει DJ στο παρελθόν. Χωρίς δόση υπερβολής, το soundtrack που συνόδευσε το δείπνο μας στο Ρους το βράδυ της Τετάρτης ήταν ό,τι καλύτερο έχουμε ακούσει σε εστιατόριο τον τελευταίο καιρό.
Πριν περιγράψω τα πιάτα, θα ήταν άδικο να μην εστιάσω και στην πολύ λογική, νέα τιμολογιακή προσέγγιση, που δίνει πλέον την ευκαιρία στις παρέες να απολαύσουν φαγητό δυνατό σε παρασκευές και γεύση με πολύ πιο οικονομικό budget απ’ ότι αν έπαιρναν το degustation menu (το οποίο να πούμε πως συνεχίζει να προσφέρεται για όσους το θέλουν).
Ο σεφ λοιπόν μάς πρότεινε ντοματοσαλάτα (με σύκα, ζελέ μαύρου τσαγιού και φρέσκο δυόσμο), βοδινό ταρτάρ (με παγωτό μουστάρδας Ντιζόν, κουλούμπρα, κρόκο αυγού και κράκερ γλυσταρκάς), παντζάρια ψημένα σε αλάτι (με γλυκοπατατάτα, γάλα μακαντέμια, σως έψιμα και χούμους), τον επικό πλέον ντολμά θαλασσινών (με λευκές γαρίδες, χταπόδι, μύδια και αυγολέμονο ψαριού), χαλούμι ποσέ (με ταρτάρ παντζαριού, καπνιστά αμύγδαλα, τραγανή μαύρη ελιά και σως καμένου μελιού), ριζότο με κρόκο Κοζάνης (με λευκές γαρίδες, πουρέ μάραθου και τουρσί πάλκαπα), χοιρινό αφέλια τερίνα (με πουργουρότο, αφρός χαλουμιού και ξερό κόλιανδρο), αλλά και μια δούκισσα (με μαύρη σοκολάτα με κρέμα μίσο, σορμπέ μπανάνας και καραμελωμένη μπανάνα).
Παρά το γεγονός ότι γευτήκαμε πολλές και διαφορετικές συνταγές, πολλές και διαφορετικές υφές, πολλές και διαφορετικές παρασκευές, και εύκολα θα μπορούσαμε να μπερδευτούμε, εντούτοις φεύγοντας από το εστιατόριο μας συνόδευε μια ωραία αίσθηση για την εμπειρία που είχαμε.
Τα πιάτα που προσωπικά ξεχώρισα είναι το βοδινό ταρτάρ, εννοείται ο ντολμάς θαλασσινών που κάνει τρελές πωλήσεις, το χαλούμι ποσέ με τις διαφορετικές γευστικές εντάσεις και τις ποικίλες υφές, το ριζότο που πραγματικά ήταν μια έκρηξη γεύσεων και χρωμάτων, αλλά και η δούκισσα που ήρθε ως ένας «γλυκός» αποχαιρετισμός και μια υπόσχεση εκ μέρους μας ότι θα επιστρέψουμε ξανά. Έχουμε εξάλλου πολλά να δοκιμάσουμε ακόμα: το σεβίτσε λεοντόψαρου, τις πατάτες ογκρατέν που ο σεφ τελειοποίησε μετά από δεκάδες δοκιμές και μάθαμε ότι ως πιάτο… τα σπάει, το τάκο σεφταλιάς, τα ραβιόλι αναρής, αλλά και όλα τα γλυκά που βρίθουν ευρηματικότητας και αγαπάνε το Instagram -από το ρυζόγαλο ως την πάβλοβα και την τάρτα καφέ.
Ο σεφ έκανε πάλι τα μαγικά του και σε αυτό το μενού, προσφέροντάς μας τη δυνατότητα να γευτούμε πιάτα υψηλής γαστρονομίας σε μια πιο απλή και γνήσια εκδοχή. Οικίες γεύσεις, δοσμένες όμως μέσω πιο εξεζητημένων τεχνικών. Οι αναφορές που έχει ο ίδιος εξάλλου δεν θα του επέτρεπαν να ξεφύγει από τις ρίζες μας και την παράδοση. Ρωτώντας τον ποιο είναι το καλύτερο φαγητό που έχει δοκιμάσει, δεν ένιωσε την ανάγκη να αναφέρει κάτι εξεζητημένο για να κερδίσει τις εντυπώσεις, αλλά αβίαστα μάς είπε για τον τταβά της γιαγιάς του.
Να πω, τέλος, ότι το φαγητό μας το συνοδεύσαμε με ένα Tethys Ma-Ma (μαύρο-μαραθεύτικο), αλλά και ένα Oroman (με τη γηγενή ποικιλία Γιαννούδι), τα οποία μας πρότεινε ο ίδιος ο Ανδρέας Κυπριανού, συνιδιοκτήτης και head sommelier του Ρους (έτερος ιδιοκτήτης της Vino Hospitality Group είναι ο Κώστας Κωνσταντίνου).