Loading...
Σαν κουρσάροι στην άσφαλτο με καράβι μοτοσικλέτα και παντιέρα το μπουφάν το πλαστικό για να εκδικηθούμε σκίζουμε φωτογραφίες και βάφουμε τις κουρτίνες στο χρώμα που μισούσε. Η ζωή μας δεν είναι άχαρη τσίχλα δίχως ζάχαρη γι αυτό και στενάζουν μεντεσέδες και χαλκώματα και σπαράζουν οι κοπέλες μας στα στρώματα, ξημερώματα και σαν γνήσιοι νοσταλγοί του rock n roll ακόμα δεν έχουμε καταλήξει αν είμαστε κιθαρίστες ή ντράμερ. Ωστόσο φωνάζουμε το γοριλάκι να πηδήξει το μαντράκι κι όλα αυτά για το καλό μας, κάτι βράδια που μόνο ήσυχα δεν είναι, αφού τέσσερις παλαίμαχοι ροκάδες , ο Γιάννης Γιοκαρίνης, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Μηλιώκας και ο Νίκος Ζιώγαλας, τους έδωσαν έντονο ρυθμό με το κέφι τις μουσικές και τις φωνές τους σε μια παλιά αποθήκη στη Λευκωσία, που λέγεται «Εξάντας» και ανήκει σε έναν απόγονο του Μάνου Χατζηδάκη.
Όσοι είχαν την ευκαιρία να βρεθούν το βράδυ του Σαββάτου στη μουσική σκηνή «Εξάντας» ταξίδεψαν τουλάχιστον 30 χρόνια πίσω, τότε που δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα ούτε Internet ενώ τα reality και τα social media μόνο στη φαντασία του Tζωρτζ Όργουελ θα μπορούσαν να υφίστανται. Τότε που υπήρχαν αλάνες και γειτονιές, παιχνίδι μέχρι αργά το βράδυ, πάρτι και κοκόρια στα μαλλιά, κρατικά κανάλια και τηλεοράσεις ασπρόμαυρες. Τότε που για να ακούσεις την Σερενάτα ή το Τσικαμπούμ έπρεπε να περιμένεις να εμφανιστούν στη συχνότητα του ραδιοφώνου σου και να παρακαλάς να μη σπάσει ο παραγωγός σε 100 κομμάτια τα τραγούδια με τη φωνή του, ώστε να μπορέσεις να τα γράψεις ατόφια στην κασέτα. Αν τελικά τα κατάφερνες μετά τα άκουγες στο repeat ξαπλωμένος στο κρεβάτι, του γεμάτο αφίσες υπνοδωματίου σου, κοιτώντας το ταβάνι με τις ώρες, ενώ το walkman… απλά «έπαιρνε φωτιά». Τότε που υπήρχαν ντισκοτέκ με πίστα στη μέση και τα αθλητικά παπούτσια φωσφόριζαν κινούμενα στον ρυθμό. Όμορφες εποχές που οι δυσκολίες τις έκαναν πιο μαγικές, πιο αληθινές, πιο ροκ και πιο άγριες. Ακόμα και το γεγονός ότι για να ακούσεις το αγαπημένο σου τραγούδι έπρεπε να μαζέψεις το χαρτζιλίκι σου και να πας να αγοράσεις μια κασέτα εμπεριείχε την μαγεία της αναμονής που το έκανε πιο πολύτιμο.
Ενώ λοιπόν όλες αυτές οι στιγμές πέρασαν ανεπιστρεπτί τα τραγούδια έμειναν αναλλοίωτα στο χρόνο και προσαρμόστηκαν στη ζωή μας σήμερα. Όταν δε, τα ακούμε τυχαία στο ραδιόφωνο οι καρδιά μας σκιρτήζει και σκεφτόμαστε ότι όσο αυτοί οι καλλιτέχνες υπάρχουν εμείς θα τους ακολουθούμε πιστά έτσι ώστε, έστω και νοητά να γυρίζουμε πίσω τον χρόνο ως γνήσιοι νοσταλγοί του rock n roll.
Κάποτε θυμάμαι πριν περάσουνε τα χρόνια
σ’ ένα φωτισμένο μαγαζί μες στην Ομόνοια
χάζευα τον Έλβις, μύθο στη σκηνή...
Μέσα μου κυλούσε ο ρυθμός της συνοικίας
μα η φαντασία μιας τρελής επιτυχίας
έψαχνε τις νότες για να εκφραστεί...
Στις οθόνες έβλεπα μια μάντρα λιμουζίνες
μολυσμένη ατμόσφαιρα, φώτα και λαμαρίνες
άχρηστα κουρέλια, τόνους πλαστικό...
Τέλειωνε το έργο και γραμμή για το Θησείο
γέρασε η αγάπη μας και μπήκε σε μουσείο
θύμα μες στο κόσμο τον ηλεκτρικό...
Νοσταλγός του Rock `N Roll...