ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Loading...

Έξοδος κινδύνου τα «Παράσιτα»

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΑΗΣ

Toυ Ανδρέα Μαλάη

Σε μια από τις πιο «δύσκολες» απονομές των τελευταίων ετών, με τις πλατφόρμες να αλλάζουν το σκηνικό και την αντί - Τραμπ παντιέρα του Χόλιγουντ να κυριαρχεί, το νοτιοκορεάτικο «Parasite» έδωσε την καλύτερη… έξοδο κινδύνου στην Ακαδημία.

Μπορεί όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες να κινήθηκαν στο πλαίσιο της πλήρους πλήξης, επιβεβαιώνοντας όλα (μα όλα) τα φαβορί, ευτυχώς, η Καλύτερη ταινία της χρονιάς είναι πλέον και επίσημα το «Parasite», η ιδιαίτερη πραγματεία του Μπον Τζουν Χο για τις ταξικές διαφορές και τις κοινωνικές ανισότητες, που αποτελεί την πρώτη ξενόγλωσση ταινία στην ιστορία του θεσμού που αποχωρεί από τη διοργάνωση με το μεγάλο βραβείο ανά χείρας. Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό είναι και το μοναδικό βραβείο που απέτρεψε, ώστε η όλη τελετή να μην καταλήξει σε γλαφυρή παρέλαση κλισέ δηλώσεων και αναμενόμενων βραβεύσεων. Κάπως έτσι, λοιπόν, οι υπερ- αγαπημένοι Ταραντίνο, Μέντες και Σκορσέζε – οι μεγάλες αυθεντίες της βιομηχανίας, σύμβολα μιας εποχής που δεν υπήρξε παρά μόνο η σκιά της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ – έφυγαν με άδεια χέρια, παραχωρώντας τη θέση τους στην εσχάτως αντί – ρατσιστική, κοινωνική, «ανθρωπιστική», αντί – Τραμπ και «υπερ-ευαίσθητη» Ακαδημία, που φοβούμενη τις επικρίσεις τόλμησε επιτέλους να χαιρετίσει με τόλμη την καλύτερη ταινία της χρονιάς!


H Λόρα Ντερν με το Όσκαρ Β’ Γυναικείου ρόλου «έσωσε» το Netflix, που στο σύνολο 19 υποψηφιοτήτων για «Ιρλανδό», «The two popes» και «Marriage story», δεν κατάφερε να αποσπάσει κανένα από τα σημαντικά βραβεία της χρονιάς, παρόλη την ηχηρή εκπροσώπησή του από τους βετεράνους του χώρου. Κτυπώντας συγκαταβατικά τον ώμο των Σκορσέζε, Μπάουμπαχ και Μεϊρέλες, η Ακαδημία για άλλη μια χρονιά φοβήθηκε τις κατηγορίες για την επιλήψιμη εσωστρέφειά της και έκανε – για πρώτη φορά σωστά – το βήμα για κάτι διαφορετικό, αναγνωρίζοντας, επιτέλους, την αξία μιας ξενόγλωσσης ταινίας. Κοινωνικά και πολιτικά στρατευμένο, το Χόλιγουντ επέλεξε να απονείμει διπλή (!) διάκριση στη νοτιοκορεατική μαύρη κωμωδία (Καλύτερη ταινία στη γενική κατηγορία και, φυσικά, Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία), ενώ το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν εν τέλει η ταινία αναδείχθηκε ο μεγάλος νικητής και στις Κατηγορίες Καλύτερου Σεναρίου και Σκηνοθεσίας.

Στις τεχνικές κατηγορίες τα πράγματα κινήθηκαν στο οικτρά προβλέψιμο comfort zone τους, αν και επ’ αυτού δεν έχουμε κανένα παράπονο: ο Ρότζερ Ντίκινς δικαιότατα απέσπασε το Όσκαρ για καλύτερη διεύθυνση φωτογραφίας για το εξαιρετικό «1917» - που έπεσε μαχόμενο στον βωμό του ρατσισμού που προσπάθησε να αποτινάξει η Ακαδημία – ενώ η Ισλανδή Χιλντούρ Γκουαναντότιρ κέρδισε το βραβείο για την καλύτερη μουσική επένδυση στον «Τζόκερ».



Δείγμα της αντι-ρατσιστικής τάσης της Ακαδημίας είναι και το γεγονός πως το Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου κατέληξε στον Τάικα Γουαϊτίτι για το πολύ χλιαρό «Jojo Rabbit», μια μαύρη (ούτε καν!) κωμωδία αλά Γουες Άντερσον, για τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, στην οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος υποδύεται μια καρικατούρα του Χίτλερ που λειτουργεί ως ο φανταστικός φίλος ενός φανατικού έφηβου ναζιστή. Με σχεδόν άνευρο χιούμορ και χωρίς ουσία στην πλοκή, που απλώνεται σε κοινότοπες φλυαρίες, η ταινία αξίζει μόνο για την ερμηνεία της Γιοχάνσον ως νεαρής αντί – Ναζί μητέρας, η οποία, όμως, διαρκεί μόλις μερικά λεπτά, αφήνοντας το όλο πρότζεκτ «ορφανό». Αγνοήθηκε, έτσι, η εξαιρετική δουλειά της Γκέργουιγκ για τις «Μικρές Κυρίες» η οποία διασκεύασε με εξαιρετικό βάθος ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα.



Τυχερός αποδείχθηκε, εν τέλει, ο θρυλικός αντί – ήρωας Τζόκερ και για τον Φοίνιξ (μετά τον Λέτζερ) που του χάρισε το Όσκαρ Α’ Ανδρικού ρόλου για μια ερμηνεία που, ομολογουμένως άξιζε, ενώ η Ζελβέγκερ κλείδωσε κι επίσημα την επιστροφή της σε ρόλους αξιώσεων με μια πραγματικά καθηλωτική ερμηνεία που αναμενόταν να σαρώσει σε όλες τις απονομές της χρονιάς. Ο Μπραντ Πιτ στη δεύτερη συνεργασία του με τον Ταραντίνο απέσπασε εν τέλει το βραβείο για Β’ Ανδρικό Ρόλο (δεν νομίζω να είχε κανείς αμφιβολία επ’ αυτού!) και, εάν αναλογιστούμε πως ο Κρίστοφ Βαλτς είχε επίσης κατορθώσει το ίδιο σε σενάριο επίσης του Ταραντίνομερικά χρόνια πριν για τα «Τζάνγκο» και «Μπάσταρδους», τότε τα πράγματα δεν μπορούσαν να κινηθούν σε πιο… προβλέψιμο επίπεδο.

Μπορεί η ερωτική επιστολή του Ταραντίνο, στην πιο ώριμη φάση της καριέρας του, να μην απέσπασε κανένα από τα σημαντικά βραβεία της χρονιάς, δεν πέρασε, όμως, απαρατήρητη ως προς το τελικό της μήνυμα: μέσα από την ταινία του ο θρυλικός σκηνοθέτης κατάφερε να περιγράψει με τον πιο όμορφο και τραγικό τρόπο πόσο μακριά έχει φτάσει η βιομηχανία μέσα στα χρόνια και πόσο εγωκεντρικά λαμπερή είχε γίνει, με αποτέλεσμα η χρυσή εποχή της να σβήσει στα τέλη της δεκαετίας του ’60, χωρίς, ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα, να βρει τον χώρο να βρει νέο πεδίο… δόξης, πέρα από την ίδια τη λάμψη της.

Πηγή: https://www.must.com.cy