Loading...
Με σπάνια συναισθηματική ευφυΐα και αυθεντικό λόγο, ο Βασίλης Π. Χατζηστυλλής – φιλόλογος, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης – έχει κατορθώσει να συνδέσει την τέχνη με την ψυχή των ανθρώπων. Διαχειριστής της επιτυχημένης και πολυβραβευμένης ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας «Αντι-Δρώντες», έχει χαράξει μια μοναδική διαδρομή στον χώρο της θεατρικής δημιουργίας, κρατώντας ζωντανή την έννοια του πολιτισμού στον Άγιο Δομέτιο και πέρα από αυτόν.
Η πιο πρόσφατη δημιουργία του, το κοινωνικό έργο «Οι Νεκατώστρες», κάνει πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου 2025 στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Παύλου, στη Λευκωσία. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στη μνήμη του αγαπημένου ηθοποιού Κώστα Παπαμαρκίδη, ακολουθώντας το τιμητικό αφιέρωμα που οργάνωσαν οι «Αντι-Δρώντες» στις 22 Ιουνίου στον ίδιο χώρο.
Το έργο, γραμμένο στην αυθεντική κυπριακή διάλεκτο, εστιάζει με τρυφερότητα και χιούμορ στη σχέση γονέων και παιδιών, όταν οι πρώτοι βρίσκονται πλέον στην τρίτη ηλικία. Με κοινωνικό, συγκινητικό και βαθιά υπαρξιακό χαρακτήρα, αναδεικνύει τις ξεχασμένες αξίες της φροντίδας, της νοσταλγίας, της συγχώρεσης και της ανθρώπινης επαφής.
Με αφορμή την εν λόγω παράσταση, ζητήσαμε στον Βασίλη Χατζηστυλλή να μας μιλήσει για τη διαδρομή του, το όραμά του και το θέατρο που υπηρετεί με ψυχή και συνέπεια.
Πού γεννήθηκες και πώς ήταν τα πρώτα σου χρόνια;
Γεννήθηκα στη Λευκωσία και μεγάλωσα σε μια ήσυχη και γραφική - σαν σε χωριό - γειτονιά του Αγίου Παύλου. Σε ένα όμορφο αρχοντικό του 1950 με έναν μεγάλο και πολύχρωμο κήπο. Αυτόν τον κήπο, ως την πρώτη μου εικόνα ψυχής, τον κουβαλώ πάντα μέσα μου, με τις μυρωδιές, τα χρώματα, τα αρώματα και τους ανθρώπους που πέρασαν και με μπόλιασαν με τη δίψα για φως.
Πότε ένιωσες πρώτη φορά ότι σε συγκινούν η γλώσσα, η λογοτεχνία ή το θέατρο;
Από τον καιρό που μπορώ να θυμηθώ τις πρώτες εικόνες της παιδικής μου αθωότητας. Οι μεγάλες βιβλιοθήκες του πατέρα μου στο σπίτι μας, μού άνοιξαν τον δρόμο. Στα μάτια μου έμοιαζαν με μεγάλα παράθυρα στο κόσμο. Όντας ο ίδιος ποιητής, μάς διάβαζε τα ποιήματά του και τις Κυριακές έπαιζαν στο πικάπ, σχεδόν στη διαπασών, τραγούδια του Ξαρχάκου, του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Κουγιουμτζή, του Καλδάρα, του Μαρκόπουλου. Αναμφίβολα, αυτές ήταν οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις που σφράγισαν το ήθος και την αισθητική μου.
Τι ρόλο έπαιξαν οι δάσκαλοί σου ή η οικογένειά σου στην επιλογή σου να γίνεις φιλόλογος;
Τον πιο σημαντικό. Από τη μια, η μάνα και ο πατέρας μου που μας μεγάλωσαν με ποιήματα, με τραγούδια και με πολύτιμες λέξεις όπως τη λέξη «όραμα». Από την άλλη, οι φιλόλογοί μου στο σχολείο. Ξεχωρίζω την αγαπημένη μου Μαρία Γαλάζη και οπωσδήποτε τη Δώρα Μυλωνά, σύζυγο του μέντορά μου, του αείμνηστου Μιχάλη Πιερή. Με ενέπνευσαν με την αγάπη τους για τα γράμματα και, φυσικά, με την παρουσία τους ως παιδαγωγοί που άγουν πάνω απ’ όλα τη ψυχή.
Θυμάσαι την πρώτη φορά που ανέβηκες στη σκηνή ή που σκηνοθέτησες κάτι; Ποια ήταν εκείνη η εμπειρία;
Η πρώτη φορά ήταν στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού. Η δασκάλα μας, η Νίτσα Λάρδου, μάς ζήτησε να γράψουμε έκθεση για τον καραγκιόζη, αλλά μας έδωσε και την επιλογή να γράψουμε, αν θέλαμε, μια σκηνή. Προφανώς, σαν κάτι να με έσπρωξε εκεί, έκανα το δεύτερο. Και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Από τότε, έγραφα ασταμάτητα και σκηνοθετούσα όλους τους συμμαθητές και τους φίλους μου στα διαλείμματα, στην αίθουσα μουσικής που είχε σκηνή και, φυσικά, τα απογεύματα στον κήπο του αρχοντικού μας. Έκανα τη βεράντα της γιαγιάς σκηνή και καλούσαμε τους γείτονες να έρθουν να δουν την «παράστασή» μας. Μεγαλώνοντας, όσο πορεύομαι στην ωριμότητα και στη σοφία αυτού του δρόμου, συνειδητοποιώ πως, το δίχως άλλο, το θέατρο ήταν το πεπρωμένο μου.
Αν κοιτούσες πίσω στη μέχρι τώρα πορεία σου, ποιο πρόσωπο ή ποιο γεγονός θα έλεγες πως σε καθόρισε περισσότερο;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, η γιαγιά μου. Η γιαγιά Μελανή ήταν ο άνθρωπος που με μεγάλωσε και μου έδωσε με την αυθεντικότητά της τα φτερά για να πετάξω. Έσφιξε τα χέρια της μαζί με τους γονείς μου για να ανέβω τη σκάλα. Η εμβληματική παρουσία της, καθώς και οι γλυκόπικρες ιστορίες από την πολυτάραχη ζωή της άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στη ψυχή και στις μνήμες μου. Μου έμαθε πως να πηγαίνω κόντρα στους ανέμους, πως να φτιάχνω από τις πέτρες ουρανούς και από το χώμα ήλιους.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία των «Αντι-δρώντων»;
Έπειτα από μια περιπλάνηση κάτω από διάφορες στέγες οργανωμένων συνόλων, αποφάσισα πως είχε έρθει η στιγμή να δημιουργήσω τη δική μου ομάδα. Έτσι, το 2014, σε μια ευλογημένη στιγμή παραγωγικού «αντίλογου» με τον τοπικό δήμο σε σχέση με την ουσία της τέχνης και την υπέρβαση που κάνουν οι ερασιτέχνες ηθοποιοί για να δημιουργούν - οπότε και τους οφείλεται ο απόλυτος σεβασμός - γεννήθηκαν οι «Αντι-Δρώντες», κυρίως ως αντίδραση στη μιζέρια και στη φθορά της ανθρώπινης επαφής. Και έκτοτε το ταξίδι καλά κρατεί. Θα λέω πάντα πως, ακόμα κι αν συνεργάστηκα κάτω από τη στέγη των Αντι-Δρώντων με επαγγελματίες συντελεστές, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί που πέρασαν από την ομάδα ήταν αυτοί που έχτισαν - πέτρα την πέτρα - τον «μακρύ και γεμάτο περιπέτειες και γνώσεις» δρόμο μας.
Τι σημαίνει για σένα ο ρόλος του καλλιτεχνικού διευθυντή σε μια ερασιτεχνική αλλά ενεργή και δημιουργική ομάδα;
Είναι μια θέση πολύ καθοριστική για την ταυτότητα και την αισθητική της ομάδας. Αναμφίβολα, οι απαιτήσεις είναι πάρα πολλές. Μια διαρκής εγρήγορση, αυθυπέρβαση και ένα ατέρμονο παιχνίδι με τη φωτιά, αφού δεν υπάρχουν ποτέ βέβαιοι και σταθεροί πόροι για όλο αυτό που συμβαίνει. Υπό αυτή την έννοια, όλο αυτό που συμβαίνει με τους Αντι-Δρώντες είναι το θαύμα των ανθρώπων που δεν τα παρατούν και επιμένουν πεισματικά σε έναν άλλο κόσμο που κάπου πρέπει να υπάρχει, όπως έγραψε ο αγαπημένος μου Γιώργος Σεφέρης.
Ποιο είναι το προφίλ των ανθρώπων που συμμετέχουν; Είναι όλοι ερασιτέχνες;
Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι για την κοινή γνώμη οι Αντι-Δρώντες είναι απόλυτα συνδεδεμένοι με το ερασιτεχνικό θέατρο. Ωστόσο, αποτελούν παράλληλα έναν σημαντικό πολιτιστικό φορέα με πολυεπίπεδη πολιτιστική δράση η οποία και δεν αφορά μόνο στο ερασιτεχνικό θέατρο, αλλά και στην καλλιτεχνική επιμόρφωση, στην ευρύτερη ανάπτυξη και προώθηση των τεχνών και των γραμμάτων, στην κοινωνική προσφορά, καθώς και στην πολιτιστική αναζωογόνηση του Αγίου Δομετίου όπου και εδρεύουν τα τελευταία πέντε χρόνια. Λέω, όμως, ξανά πως οι εραστές της τέχνης, με πολλά και διαφορετικά προφίλ, ιδιαιτερότητες και διαφορετικότητες που πρέπει να συντεθούν, έκτισαν και κτίζουν μια δυναμική κοινότητα ανθρώπων που μεγαλουργεί στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Παύλου.΄
Τι σου δίνει η συνεργασία με ανθρώπους που κάνουν θέατρο από μεράκι και όχι επαγγελματικά;
Την ουσία της ανθρώπινης επαφής: το μοίρασμα και την ανθρωποσύνη.
Πώς επιλέγετε τα έργα που θα ανεβάσετε και πώς είναι η διαδικασία προετοιμασίας;
Τα έργα επιλέγονται ανάλογα με τη διάθεση της ομάδας και την ανάγκη της να πει κάτι ουσιαστικό. Ποτέ δεν είναι τυχαίες οι επιλογές μας, αλλά γίνονται πάντοτε με βάση τα συναισθήματά μας σε κάθε δεδομένη στιγμή. Η διαδικασία προετοιμασίας είναι πολύμηνη και αποτελεί πάντοτε για όλους μας ένα θεραπευτικό ταξίδι αυτογνωσίας.
Τι σε ενέπνευσε να γράψεις το έργο «Νεκατώστρες»;
Τους τελευταίους μήνες, άρχισα να συνειδητοποιώ πως οι γονείς μας βρίσκονται ήδη στην τελευταία «στάση» της ζωής τους. Ετούτη η συνειδητοποίηση με έκανε να ξαναπιάσω από την αρχή όλα εκείνα που αφειδώλευτα μας πρόσφεραν. Σαν να ξύπνησα από το λήθαργο και τη ψευδαίσθηση πως θα είναι για πάντα εκεί. Άρχισα να φτιάχνω κάποια σκόρπια σχεδιάσματα για το έργο. Σαν να ‘πρεπε τότε να γεννηθούν οι «Νεκατώστρες», η μάνα μου κάνει ξαφνικά επέμβαση καρδιάς κι εγώ βρίσκω το πιο δυνατό άλλοθι να γεννήσω αυτό το «παιδί» μου, δίπλα από το κρεβάτι της στο νοσοκομείο, τις νύχτες που ξαγρυπνούσα και προσευχόμουν να μας δοθεί μια ευκαιρία για να σταματήσουμε να τρέχουμε.
Ο τίτλος είναι ασυνήθιστος – τι σημαίνει για σένα και τι θέλεις να προδώσει στο κοινό;
Ο τίτλος παραπέμπει στο προφανές, αλλά είναι πέρα για πέρα αλληγορικός. Αυτό που θα λάβει το κοινό φεύγοντας είναι πως οι άνθρωποί μας δεν είναι ποτέ δεδομένοι, ωστόσο τις περισσότερες φορές είναι αυτοί που δέχονται τα πυρά για την κάθε μας ανασφάλεια.
Σε τι θεματολογία κινείται το έργο; Έχει στοιχεία κοινωνικά, σατιρικά, πολιτικά;
Έργο ξεκάθαρα κοινωνικό.
Υπάρχουν κομμάτια του εαυτού σου ή της κυπριακής κοινωνίας μέσα στους χαρακτήρες;
Και τα δύο. Καθένας θα αναγνωρίσει στους χαρακτήρες τον εαυτό του και τις παραλείψεις του. Πάνω από όλα είναι διάχυτη στο κείμενο η νοσταλγία και η ανάγκη για το φίλιωμα, το μοίρασμα και την ανθρωποσύνη. Την ανάγκη να τερματίσουμε την αυτοκαταστροφή μας.
Πόσο δύσκολο ή απελευθερωτικό ήταν να γράψεις και να σκηνοθετήσεις το ίδιο έργο;
Επίπονο μα και απελευθερωτικό, καθότι κάθε έργο είναι και ένα καινούργιο γέννημα που πρέπει να φύγει από το χαρτί και να γίνει «αιμάτινο». Και για να γίνει χρειάζεται τόλμη, αφοσίωση και, σίγουρα, ικανότητα να εμπνέεις και να εμπνέεσαι.
Πώς νιώθεις που η παράσταση θα ανέβει στον Πολιτιστικό χώρο του Αγίου Παύλου;
Βαθύτατη συγκίνηση. Σε κείνη την αυλή μεγάλωσα. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να με παίρνει από το χέρι μετά την εκκλησία και να καθόμαστε στα σκαλοπάτια του Πολιτιστικού Κέντρου. Μάλιστα, όταν ακόμα χτιζόταν, τη ρωτούσα συνεχώς με την παιδική μου αφέλεια πότε θα τελειώσει. Μαζεύαμε χρήματα εκεί στις μεγάλες βεράντες και δεν φανταζόμουν ποτέ πως κάποτε θα είχα την ευλογία να γεννούμε εκεί με τους φίλους μου - γιατί, τους καλύτερους φίλους μού τους έδωσε το θέατρο - ό,τι γεννά πρώτη η ψυχή.
Τι περιμένεις να πάρει μαζί του το κοινό φεύγοντας από την αίθουσα;
Την ανάγκη για τρυφερότητα.
Σε αγχώνει το πώς θα «δέσει» το έργο με κάθε νέο χώρο και κοινό;
Καθόλου. Είναι τέτοιας ποιότητας η πειθαρχία των συντελεστών που δεν υπάρχει καμία απολύτως ανησυχία. Έκαναν το παιδί μου δικό τους από την πρώτη στιγμή. Ακόμα κι όταν τους έδινα το έργο σε σχεδιάσματα, εκείνοι το πίστευαν και επέστρεφαν κάθε φορά με τη λαχτάρα να το φέρουμε μαζί στο φως. Πίστεψαν όχι μόνο στο όραμα του έργου, αλλά και στο ξεχωριστό όραμα των Αντι-Δρώντων για το Πολιτιστικό Κέντρο του Αγίου Παύλου.
Τι είναι αυτό που θέλεις να πετύχετε ως ομάδα μέσα από αυτή την εμπειρία;
Να κάνουμε τους ανθρώπους να αισθανθούν. Ακούγεται γραφικό, μα σε έναν κόσμο που καθημερινά μάς αποτρέπει από τα ευγενή οράματα, είναι μαγκιά να αισθάνεσαι, να συναισθάνεσαι, να αφήνεις τα δάκρυα να ξεστομίσουν ολάκερη και καθάρια την αλήθεια σου.
Τι είναι για σένα το θέατρο;
Ζωή.
Πώς συνδυάζεται για σένα η φιλολογία με τη θεατρική πράξη;
Το θέατρο είναι πάνω από όλα λόγος και ως τέτοια μορφή τέχνης πρέπει να υπηρετείται. Οπότε είναι άμεση η συνάφεια της δραματικής τέχνης με τη φιλολογία. Υπάρχει, ωστόσο, μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στον φιλόλογο και στον θεατρικό συγγραφέα που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να διαρρηχθεί. Γιατί, η θεατρική πράξη δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να φιλολογεί.
Υπάρχουν δημιουργοί ή έργα που σε έχουν επηρεάσει βαθιά;
Αναμφίβολα, ο Μπέκετ και το «Περιμένοντας τον Γκοντό», καθώς και ο Τένεσση Ουίλλιαμς με τον «Γυάλινο Κόσμο» του. Και στα δύο έργα, οι προσδοκίες που χτίζονται αριστοτεχνικά η μια μετά την άλλη ανατρέπονται τόσο εκκωφαντικά, όπως η ίδια η εύθραυστη ζωή μας.
Ποια είναι η αγαπημένη σου λέξη στα αρχαία ελληνικά και γιατί;
«Περιπέτεια». Στο αρχαίο δράμα δηλώνει τη μετάβαση από τη δυστυχία στην ευτυχία και το αντίθετο. Η αναπόδραστη μοίρα του ανθρώπου.
Τι σε ξεκουράζει ή σε γεμίζει όταν δεν ασχολείσαι με τη δουλειά ή το θέατρο;
Να κάθομαι στον κήπο μου με τον κολλητό μου, να παίζουμε μουσική, να τραγουδάμε παρέα και να χαιρόμαστε το μοίρασμα του τραπεζιού με όλους τους αγαπημένους φίλους μας.
Αν έγραφες ένα θεατρικό έργο με ήρωα τον εαυτό σου, τι τίτλο θα του έδινες;
«Ο Κήπος της Γεσθημανής».
Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου με τρεις λέξεις;
Σιγανά και ταπεινά.
Τι σημαίνει για σένα «επιτυχία»;
Παρατηρώ στον δρόμο, όταν οδηγώ, αμέτρητα θλιμμένα πρόσωπα στα τιμόνια των αυτοκινήτων. Εγκλωβισμένα σε μια ζωή που δεν είναι για να τη ζεις. Το μόνο «ψηλά» που μπορεί να φτάσει κανείς, λοιπόν, είναι εκεί που λαχταρά η ψυχή του. Αυτό είναι επιτυχία και ευτυχία μαζί. Όλα τα υπόλοιπα αποτελούν για μένα μια φαιδρή ματαιοδοξία η οποία σε κάθε τέλος γκρεμοτσακίζει όσους, χωρίς αιδώ, την κουβαλούν.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ
Πληροφορίες / Κρατήσεις: 96462213