Loading...
Το απόγευμα της Πέμπτης με βρίσκει στα όρια της υπερκόπωσης. Ξαπλώνω στον καναπέ, παρέα με τη γάτα μου. Το σώμα και το πνεύμα καταβεβλημένα, προσπαθώ να δω μια σειρά για να αποφορτιστώ, ενώ παράλληλα σκρολάρω στο κινητό. Οι κλήσεις και τα μηνύματα δεν μου επιτρέπουν να το αφήσω σε άλλο δωμάτιο και να κάνω μια παύση από τον εθισμό .
«Ποιος σηκώνεται τώρα; Ποιος βάφεται και ποιος ετοιμάζεται;» αναρωτιέμαι καθώς η ώρα περνά. Λίγο πριν το ρολόι δείξει οχτώ, μαζεύω ό,τι κουράγιο μου έχει απομείνει και σηκώνομαι.
Στη διαδρομή σκέφτομαι ότι θέλω τουλάχιστον η θέση μου να είναι καλή - να βλέπω καθαρά - και η παράσταση να είναι αριστούργημα, όχι απλώς καλή. Μόνο έτσι θα δικαιωθεί η υπερπροσπάθεια του να βγω από το σπίτι.
Η πρώτη μου ευχή πραγματοποιείται. Έχω εξαιρετική θέα στη σκηνή. Οι ηθοποιοί είναι ήδη πάνω, πριν καν χτυπήσουν τα κουδούνια. Τρεις μεσόκοπες, ρυτιδιασμένες και μαυροφορεμένες γυναίκες περιφέρονται με κινήσεις τέτοιας ακρίβειας που δεν αφήνουν περιθώριο αμφισβήτησης για την ηλικία τους.
Πάνω από τα κεφάλια τους προβάλλονται, ηχητικά και λεκτικά, μαρτυρίες από τη ζωή τους -ιστορίες μιας άλλης εποχής, μιας γενιάς και ενός κόσμου που δύει.
Η αρχή
Τρίτο κουδούνι - και η παράσταση ξεκινά. Οι τρεις γριές μοιάζουν να γίνονται μία. Μιλούν, τραγουδούν, θυμίζουν χορό αρχαίας τραγωδίας. Ήχοι, κινήσεις, ηπειρώτικη μουσική, μαρτυρίες· όλα παντρεύονται και γίνονται ένα.
Μας καθηλώνουν. Βλέπω ένα έργο να ξετυλίγεται μπροστά μου χωρίς ανάσα. Κάθε τόσο μονολογώ εκστασιασμένη:
«Τι βλέπω τώρα...»
Όλες μου οι αισθήσεις βρίσκονται σε έξαρση. Τα χέρια τους, οι φωνές τους, το ηχόχρωμά τους, τα τραγούδια, οι ιστορίες που ξεδιπλώνουν, ο συντονισμός τους - όλα με διαπερνούν.
Η γυναίκα της Ελλάδας
Η γυναίκα της Ελλάδας: το υποδουλωμένο πλάσμα που δεν είναι παιδί αλλά “κορίτσι” — γιατί παιδιά είναι μόνο τα αγόρια.
Η γυναίκα που γεννήθηκε και έζησε στην υπηρεσία του άντρα. Που έχει σκύψει το κεφάλι μπροστά στον αφέντη-αρσενικό, που έχασε μωρά δουλεύοντας στα χωράφια, που έχασε την ζωή της από ακατάσχετη αιμοραγία αποβάλλοντας πάνω στην σκληρή δουλειά, που στραβώσαν τα χέρια της από τον αργαλειό, το πλάσιμο του ζυμαριου, τη φροντίδα των παιδιών.
Που έφυγε χωρίς χαμόγελο, χωρίς να μάθει τι σημαίνει ευχαρίστηση. Που απαγορευόταν να είναι χαρούμενη.
Αυτή η γυναίκα ξεδιπλώνεται μπροστά μου, σε κάθε πτυχή της. Τη ζω, μπαίνω στη θέση της. Οι ερμηνείες των ηθοποιών με κάνουν να ανατριχιάζω. Κι ένας ηπειρώτικος ρυθμός που ξεπηδά κάθε τόσο, με συγκλονίζει.
Οι λευκές πλεξούδες
Λίγο πριν το τέλος, οι γριές λύνουν τις πλεξούδες τους. Θυμάμαι τη γιαγιά μου και τις γιαγιάδες του χωριού, που κάτω από το μαντήλι έκρυβαν δύο λευκές πλεξούδες. Τις έπλεκαν το πρωί και τις ξέμπλεκαν το βράδυ λίγο πριν πέσουν στο κρεβάτι.
Αν τύχαινε να τις δεις με λυτά μαλλιά, έμοιαζαν με μάγισσες - αερικά που ζούσαν μια κρυφή ζωή και ξαφνικά αποκαλύπτονταν. Όταν ήμουν παιδί, με εντυπωσίαζαν αυτά τα λευκά, ξέμπλεκα μαλλιά.
Στη σκηνή, τα μαλλιά αυτά γίνονται προάγγελος της κάθαρσης. Τα ρούχα πέφτουν· μένουν με τα άσπρα τους μεσοφόρια· και στο τέλος, πέφτουν κι αυτά. Πέφτουν και οι μάσκες.
Τρία νεαρά αγόρια εμφανίζονται.
«Μα πώς;»…
Συγκλονιστικό. Τρία νεαρά παιδιά κατάφεραν να μας πείσουν ότι είναι κατάκοπες γερόντισσες, χωρίς να μας αφήσουν ούτε στιγμή να το αμφισβητήσουμε. Νιώθω να με διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα.
Φορώντας μόνο ένα λευκό εσώρουχο, αρχίζουν να σκορπούν λόγια που έλεγαν - και λένε - οι γιαγιάδες μας. Ταυτιζόμαστε, γελάμε, υποκλινόμαστε στο μεγαλείο αυτού που είδαμε.
Σηκωνόμαστε όρθιοι και χειροκροτούμε, ξανά και ξανά.
Τι είδαμε; Τι έργο τέχνης; Τι αριστοτεχνικό κέντημα υποκριτικής και σκηνοθεσίας!
Η επόμενη μέρα
Γυρνώ στο σπίτι με το βλέμμα στο κενό· η παράσταση έχει γρατσουνίσει το μυαλό μου. Ξυπνώ το πρωί και τριγυρνά ακόμα μέσα μου. Ξεπηδούν σκηνές, εικόνες, ήχοι. Το ζω ξανά και ξανά.
Ναι, άξιζε το σήκωμα από τον καναπέ.
Και ναι - θα το ξανάβλεπα, πάλι και πάλι.
Ευχαριστώ το Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας που έφερε στην πόρτα μου ακόμη ένα αριστούργημα.
ΥΓ. Όσοι δεν τα καταφέρατε να το δείτε αν βρεθείτε στην Αθήνα η παράσταση παίζει για τρίτο χρόνο στο Θέατρο Σταθμός, στο Μεταξουργείο.