Loading...
Του Ανδρέα Μαλάη
Αν αφαιρέσουμε την εξαιρετική (αλίμονο!) μουσική επένδυση της ταινίας και τη βραδυφλεγή ερμηνεία του Μalek ως Freddie Mercury, στην εξίσωση μένει ένα μπερδεμένο κράμα δραματοποιημένης βιογραφίας με ατάκτως εμβόλιμα και ενίοτε ψευδοβιογραφικά trivia μετά μουσικής, που πατά επιλεκτικά και για τις ανάγκες της ταινίας στην αληθινή ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος, για να «εκβιάσει» προς το τέλος ένα φινάλε, που, αν μη τι άλλο, αποζημιώνει μεγαλόπρεπα και καθηλωτικά την προσπάθεια.
Το να κινείται κανείς «ελεύθερα» στη κινηματογραφική μεταφορά μιας πραγματικής ιστορίας δεν ήταν και δεν μπορεί να είναι ποτέ επιλήψιμο. Το γεγονός, όμως, πως για το φινάλε της ταινίας επιλέχθηκε η αξεπέραστη εμφάνιση του συγκροτήματος στο Live Aid του 1985 μοιάζει να υποχρέωσε τους McCarten και Morgan να συμπυκνώσουν στον αρκετά μακρύ ψευδοχρόνο της ταινίας ετερόκλητες μεταξύ τους πληροφορίες που ξανοίγονται πολυεπίπεδα και εν τέλει δεν συνθέτουν με συνέπεια το πορτρέτο του θρυλικού front man. Oι συντελεστές, στην προσπάθειά τους να μεταφέρουν τις πολλές όψεις της προσωπικότητας και του ταλέντου του Mercury, δυστυχώς, μοιάζει να παγιδεύτηκαν στον δαίδαλο μιας θάλασσας πρωτογενούς και ομολογουμένως ενδιαφέροντος υλικού που εν τέλει τους άφησε μισοπέλαγα, όπως έπραξε εντελώς απροειδοποίητα και ο σκηνοθέτης της ταινίας, Bryan Singer.
Η ταινία εξοικονομεί χρόνο -αναίτια και χωρίς ιδιαίτερη πειθώ- τόσο στην αρχή όσο και στο τέλος (ο Mercury γίνεται μέλος του συγκροτήματος «Smile» και γνωρίζει την αρραβωνιαστικιά του μέσα σε μια νύχτα, ενώ λίγο πριν το μεγαλειώδες φινάλε και σε διάστημα μόλις λίγων ωρών συναντά τον έρωτα της ζωής του, συμφιλιώνεται με την οικογένειά του και δίνει την παράσταση του αιώνα στο Live Aid), ενώ πλατειάζει αυθαίρετα σε άλλα σημεία, τα οποία τις περισσότερες κιόλας φορές δεν συνεισφέρουν τόσο στην προσωπογραφία του ήρωα, όσο στη δίψα μας για μια πιο… ανεκδοτολογική προσέγγιση της ιστορίας του συγκροτήματος. Ενώ, λοιπόν, οι πληροφορίες υπάρχουν και πραγματικά αφορούν, τελικά παραμένουν ασύνδετες μεταξύ τους σε ένα αμήχανο και μπερδεμένο αποτέλεσμα. Μπορεί, επομένως, το Live Aid να ήταν η κορυφαία στιγμή του συγκροτήματος, αποτέλεσε, όμως το λάθος όχημα για την ιστορία, αφού δεν επέτρεψε στους συντελεστές να προσεγγίσουν με διαφορετική και ίσως πιο «ήρεμη» ματιά την ιστορία του ήρωα.
Ο Rami Malek στέκεται με ταιριαστή «αλαζονεία» απέναντι στην ιδιαίτερη περσόνα που υποδύεται, σε μια ερμηνεία που ξεκινά δειλά και απογειώνεται περίφημα προς το τέλος με εντυπωσιακή αληθοφάνεια που δεν παραμένει, ευτυχώς, στο επίπεδο της μίμησης. Μπορεί οι διάλογοι της ταινίας να μην του χαρίζουν σχεδόν καμία αξιομνημόνευτη ερμηνευτική στιγμή, ο ίδιος όμως κλέβει κυριολεκτικά την παράσταση και καταφέρνει να αφήσει γερό στίγμα στην ταινία, γεγονός που σε «υποχρεώνει» να θαυμάσεις ακόμη περισσότερο το κατόρθωμά του.