Loading...
Της Αργυρώς Τουμάζου
Ένα υπερθέαμα, όπως ακριβώς όπως το υπόσχεται, παρουσιάζει η παραγωγή της Μαρίας Ζαχαρίου Καραπίττα / Σχολή Χορού Mambo. Θέατρο, μουσική, χορός, σαν λαϊκό musical για τη σπουδαία ομώνυμη Μικρασιάτισσα λαϊκή στιχουργό, θέαμα που συνεπήρε το κοινό της Λευκωσίας, το οποίο σιγοτραγουδούσε και χειροκροτούσε σε κάθε γνωστή μελωδία και ρεφραίν.
Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του αφιερώματος, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μουαΐμη, είναι το εφάμιλλο υψηλό επαγγελματικό επίπεδο του κάθε συνιστώντος στοιχείου της, καθώς και η όμορφη ροή από το ένα στο άλλο και το πάντρεμά τους. Όλα μαζί έκαναν τους στίχους της απαράμιλλης Παπαγαννοπούλου, να ζωντανεύουν μέσα από καθαρό ήχο, ακριβή κίνηση και δεξιοτεχνική ερμηνεία και να παίρνουν διαστάσεις ιστορικής μνήμης, μέσα από πλάνα και προσωπικές αναμνήσεις μιας γραμμικής εξιστόρησης της ζωής της.
Κι αν δεν έχετε ξανακούσει το όνομά της, μην ανησυχήσετε, σίγουρα έχετε ακούσει τους στίχους της. Γι’αυτό και το συναισθηματικό κείμενο της Χριστιάνας Αρτεμίου, με τα αλάθητα mainstream χιουμοριστικά gags που κεντρίζουν, επικοινωνεί εύκολα τη δημοφιλή θεατρική σύμβαση της αυτοβιογραφικής αφήγησης, με μια πληθωρική Αννίτα Σαντοριναίου ως Ευτυχία να εξομολογείται στη συνεσταλμένη δημοσιογράφο της Χριστιάνας Λάρκου.
Αποτελεσματικό κι εύγλωττο το εικαστικό σκηνικό του Στέφανου Αθηαινίτη, με δύο μεγάλες πόρτες-πύλες εκατέρωθεν, όπως οι διάσημοι στίχοι της «δύο πόρτες έχει η ζωή…», τοποθετώντας παράλληλα το ελληνικό μεταπολεμικό πλαίσιο εποχής, μαζί με τη σέπια νοσταλγίας και μια αίσθηση μαυσωλείου, μια και η στιχουργός παρουσιάζεται στα γερατειά της, περιμένοντας και προκαλώντας τον θάνατο μέχρι τέλους. Στη μέση το γιγάντιο κάδρο, παράθυρο σε φωτογραφίες και στιγμιότυπα που αρχικά ξετυλίγουν μια ιστορική αναδρομή τόσο της εποχής όσο και της ιστορίας της. Έπειτα το κάδρο ανοιγοκλείνει σαν αυλαία για ζωντανές μουσικές ανακλήσεις, φανερώνοντας μια αρτιότατη πενταμελή ορχήστρα, σε μουσική επιμέλεια του Σάββα Χρυσάνθου (μπουζούκι), με έναν επαγγελματικό ήχο, λιτό, καθαρό αλλά και πλήρη. Μαζί με την απολαυστική εκτέλεση του Φίλιππου Κτενά, με ωραία μπάσα φωνή και μέταλλο και χωρίς περιττές λαϊκίζουσες φιοριτούρες, κατάφεραν να μας συγκινήσουν με τα παλιά αγαπημένα λαϊκά.
Άλλο κεφαλαιώδες συστατικό της παραγωγής είναι η κίνηση με 50-60 τόσους συμμετέχοντες επί σκηνής, μια ιδέα προφανώς της ίδιας της παραγωγού-χορογράφου, που βρήκε όμως μια γοητευτική και «επιμορφωτική» λύση. Μαζί με την αφήγηση ζωντανεύουν λοιπόν κι οι αναμνήσεις σαν tableau-vivant που μπαινοβγαίνουν μαγικά, αθόρυβα, κάνουν την εκάστοτε ενσάρκωση κι αποχωρούν. Με ομαδικά και σολο χορευτικά. Σοβαρά κι αφοσιωμένα στη δράση τους, μ’ εντυπωσιακή ερμηνευτική αυτοπειθαρχία, ακόμα κι από τα παιδιά. Η κίνηση αρμονική, με θαυμαστή ακρίβεια και συντονισμό. Οι χορογραφίες ενώ βασίζονται στο ύφος της μουσικής, ξεφεύγουν κιόλας την ίδια στιγμή από το παραδοσιακό σχήμα, αποκτούν άλλη εκφραστικότητα πιο αφηρημένη, και μετουσιώνουν την παρουσία τους σε σχέση με τους στίχους και την ηρωίδα. Ακόμα κι ο πολύ καμαρωτός νέος που βγήκε για ζεϊμπέκικο του βαρύ νταλκά, ήταν απόλαυση να παρακολουθείς το κορακίσιο πέταγμα του, ή ένας αφαιρετικός ομαδικός καλαματιανός, ή ένα μάμπο εποχής, όλα σύντομα, συνεπή, εκφραστικά και χωρίς φλυαρία.
Τέλος, το ερμηνευτικό κεφάλαιο, στοιχείο sine-qua-non («εκ των ων ουκ άνευ»), η αστεράτη ενσάρκωση μιας κεφάτης Σαντοριναίου που ερμηνεύει ολόψυχα τη διάσημη στιχουργό, με πανέμορφο κουστούμι γριάς, παθιασμένη και με χιούμορ, και με όλα τα υπέροχα νάζια της που παρασέρνουν. Κι όπως φαινόταν ότι το διασκέδαζε η ίδια, έτσι κι εμείς μαζί της.