Loading...
Μεσημέρι Τρίτης, πληκτρολογώ στο καντράν του τηλεφώνου τον αριθμό του μαγαζιού. Το σηκώνει η Αθηνά, καταλαβαίνει αμέσως την φωνή μου -ακροάτρια γαρ- και με ενημερώνει με χαρά ότι περίμενε το τηλεφώνημά μου. Κλείνουμε ραντεβού και Πέμπτη πρωί βρίσκομαι εκεί. Με υποδέχονται μαζί με τον πατέρα της, τον κύριο Ματθαίο, ιδιαιτέρως θερμά. Μπαίνω στο μαγαζί και κάθομαι στο κέντρο! Δίπλα μου ακριβώς άρτι αφιχθέντες κάθονται δυο ηλικιωμένοι κύριοι. Παραγγέλνουν σούπα τραχανά -και ας είναι δέκα το πρωί- και ο κύριος Ματθαίος με ρωτάει ευγενικά αν θέλω κι εγώ. «Μα είναι ακόμα δέκα το πρωί...» αντιτείνω και οι δυο κύριοι με ενημερώνουν ότι ο τραχανάς είναι για όλες τις ώρες. Επιμένω στο κυπριακό καφεδάκι και σε πολύ λίγο η Αθηνά το φέρνει στο τραπέζι μου.
Ο κύριος Ματθαίος έρχεται και κάθεται απέναντί μου. Τα μάτια του λάμπουν, είναι γεμάτα καλοσύνη και συγκίνηση. Ξεκινάει με ήρεμη φωνή να μου λέει την ιστορία του.
Το μαγαζί εδώ το άνοιξα μετά τον πόλεμο, πριν τον πόλεμο είχα μαειρκό στην Πράσινη Γραμμή. Το 1977 τελείωσα από τον στρατό, εδώ ήταν το μαγαζί του Πίττα. Πουλούσε παραδοσιακό χαλούμι και γιαούρτι και όταν τελικά έφτιαξε το εργοστάσιο του αποφάσισε να το κλείσει. Εγώ ήθελα πάρα πολύ να το πάρω λόγω του εξωτερικού του χώρου. Μου άρεσε πολύ που ήταν δίπλα στο εκκλησάκι. Ο κύριος Πίττας, ενώ υπήρχαν πολλοί ενδιαφερόμενοι, προτίμησε να το δώσει σε εμένα. Από μικρό παιδί ήμουν στην Αρχιεπισκοπή, εκεί μεγάλωσα. Επί καιρό του Μακαρίου πήγαινα καθημερινά στον Πίττα και έπαιρνα προϊόντα για την Αρχιεπισκοπή. Οπότε με γνώριζε από παιδάκι. Μάλιστα μου άφησε και τα ψυγεία του για να με βοηθήσει στο ξεκίνημά μου μέχρι που να σταθώ στα πόδια μου. Αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη απέναντί του, διότι ενώ είχα βρει αρκετά μαγαζιά το συγκεκριμένο το αγάπησα πολύ και μου έκανε τη χάρη να μου το παραχωρήσει. Το προηγούμενο μαγαζί μου ήταν δίπλα στον παρακαμπτήριο δρόμο που ενώνει την Ερμού με τη Λευκωσία. Εκεί που ήταν το παλιό κατάστημα του Τσαούση, η γνωστή ταβέρνα Φιλίππου που πήγαιναν τα Ηνωμένα Έθνη και έτρωγαν. Το είχα ανοίξει το 1967, βίωσα σχεδόν δύο πολέμους.
Όταν το άνοιξα εδώ δεν περνούσε ψυχή διότι φοβόντουσαν τους Τούρκους. Το σπίτι μου είναι ακριβώς από πάνω, ανήκει στην Αρχιεπισκοπή. Πριν τον πόλεμο εδώ ήταν η πιο χρυσή εποχή, όλος ο κόσμος περνούσε. Και Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι, δεν γίνονταν φασαρίες.
Πρόφτασα και τον Χότζα εδώ στο εκκλησάκι, όταν ήταν μικρό το τζαμί. Είναι η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού του Μισιρίκου, την οποία έκτισε ο Αυτοκράτορας των Λουζινιανών Μεσιέ Ερρίκος τον 13ο αιώνα. Πήρε λοιπόν το όνομά του. Με τα χρόνια το Μεσιέ Ερρίκος έγινε Μισιρίκος. Το παλάτι του είναι εκεί που είναι η δημοτική αγορά και φαίνονται τα αρχαία κοντά στο Δημαρχείο. Ερχόταν εδώ και προσευχόταν μέχρι που κάποια στιγμή του έδωσαν έδρα στην Ιερουσαλήμ, έφυγε, το άφησε ανοιχτό. Εντωμεταξύ ήρθαν οι Κόπτες που ήταν και αυτοί Χριστιανοί, έμειναν μόνο για λίγο γιατί τους έδωσαν κι αυτούς έδρα στην Ιερουσαλήμ. Έμεινε πάλι ανοιχτό ώσπου ήρθαν οι Τούρκοι, έκλεισαν τις βόρειες πόρτες και τα παράθυρα και τ΄ άνοιξαν προς ανατολή και προσεύχονταν. Το εγκατέλειψαν το 1955 που άρχισαν οι φασαρίες με τους Εγγλέζους. Το άφησαν ανοιχτό όπως το βρήκαν και έφυγαν κι αυτοί. Το πήρε τελικά το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Είχα εγώ το κλειδί για πάρα πολλά χρόνια, το άνοιγα και έλεγα την ιστορία του στους επισκέπτες. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν το κλειδί να το ανακαινίσουν, τους το έδωσα και δεν το ξαναπήρα πίσω.
Τα φαγητά που μαγειρεύω εδώ είναι εντελώς παραδοσιακά κυπριακά. Τις περισσότερες συνταγές τις έμαθα όταν εργαζόμουν μικρός στην αρχιεπισκοπή και κάποιες άλλες από μαγείρους –αυθεντικούς- που εργάστηκα στα μαειρκά τους. Τώρα οι περισσότεροι πέθαναν, είμαστε μετρημένοι στα δάχτυλα όσοι μαγειρεύουμε παραδοσιακά.
Όλα τα φαγητά μου είναι δημοφιλή διότι είναι παραδοσιακά. Ο μουσακάς χωρίς κρέμα, κουπέπια με κολοκάσι, γιουβαρλάκια, χωστές αυγολέμονο που ήταν και αγαπημένο φαγητό κάποιων προέδρων που έχουν φύγει από την ζωή. Επίσης ταββάς στιφάδο κουνέλι, και όλα τα χορταρικά που βρίσκω στην αγορά, σπανάκι, μπιζέλια, αγκινάρες, κουνουπίδι, λίγο απ’ όλα. Τα λαχανικά μας τα προμηθευόμαστε από την λαϊκή αγορά που γίνεται κάθε Τετάρτη εδώ στην παλιά πόλη. Εμείς οι παραδοσιακοί μαγείροι έχουμε και τους ανθρώπους από τα χωριά που μας τα φέρνουν έτοιμα, καθαρισμένα. Χωστές είναι ένα άγριο χόρτο που είναι η εποχή του τώρα και λέγεται έτσι γιατί το μισό είναι μέσα στο χώμα. Γίνεται υπέροχη σούπα αυγολέμονη με αρνάκι. Λαψάνες, μολόχες, αγρέλια, άγριες αγκινάρες, όλα αυτά τα όταν τα βρω τα φτιάχνω.
Παλιά άνοιγα και βράδυ και έκανα και καλή δουλειά με όσους ξενυχτούσαν. Έφτιαχνα διάφορες σούπες, πατσά, αυγολέμονη, τραχανά και τώρα φτιάχνω, τα μεσημέρια όμως. Τότε υπήρχαν τα καμπαρέ όπου σχολούσαν αργά και ερχόντουσαν όσοι ξενυχτούσαν. Ερχόταν όλη η αφρόκρεμα της Λευκωσίας, έτρωγαν τη σούπα τους για να ηρεμήσουν το στομάχι τους και πήγαιναν για ύπνο. Όταν έφευγαν εγώ συνέχιζα, άρχιζα τις ετοιμασίες για το μεσημέρι. Ύστερα έκλεισαν τα καμπαρέ και ορισμένα γνωστά κέντρα διασκέδασης και ο κόσμος μειώθηκε. Επίσης κάποιοι προκαλούσαν προβλήματα και φασαρίες προκειμένου να πάρουν μίζες. Μια φορά μου είχαν σπάσει όλη την τζαμαρία. Δεν το δέχτηκα. Έτσι άρχισα να το λειτουργώ μόνο πρωί και μεσημέρι.
Μπορεί να μην περνούσε πολύς κόσμος από δω, αλλά ήταν εκλεκτός ο κόσμος που ερχόταν. Επειδή ήταν τα φυλάκια δίπλα, περνούσαν όλοι οι πρόεδροι και έκαναν πάντα στάση εδώ. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Γεωργής μου έγραφε στον Φιλελεύθερο όμορφα άρθρα. Τα έχω βάλει σε κάδρα. Επίσης έχουν περάσει από εδώ όλοι οι αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ, ήταν και στέκι των δημοσιογράφων.
Πάντα είχα αρκετή δουλειά, από τότε που άνοιξα το μαγαζί όμως έφτασε στο αποκορύφωμα του από το 1980 έως το 1985. Eδώ ήταν το κέντρο της Λευκωσίας. Έρχονταν όσοι ήθελαν να βγάλουν φωτογραφίες την νεκρή ζώνη και τα φυλάκια.
Η σύζυγος μου είχε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν η ψυχή του μαγαζιού την έλεγαν Γιαννούλα. Έφυγε από την ζωή πριν ένα χρόνο. Την ήξεραν όλοι διότι όποιος περνούσε από εδώ τον φώναζε να τον κεράσει. Την Γιαννούλα την γνώρισα πριν από πολλά χρόνια στο παλιό το μαγαζί, ύστερα όταν μου τα πήραν όλα οι Τούρκοι έφυγα για λίγο στις Αραβικές χώρες με τον Παρασκευαΐδη ώστε να μπορέσω να δημιουργηθώ πάλι από την αρχή. Εγώ έχω 6 αδελφές, ήταν φίλη με μια από τις αδελφές μου. Έτσι μας γνώρισε και αρραβωνιαστήκαμε.
Από εδώ έχει περάσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Πέτρος που σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Μαζί μεγαλώσαμε, στην Αρχιεπισκοπή, με τον Πέτρο. Ήταν και αυτός φτωχό παιδί. Με είχε καλέσει στην ενθρόνισή του στην Αφρική αλλά δεν κατάφερα να πάω. Ήταν ότι είχα ανοίξει το μαγαζί. Μόλις ήρθε στην Κύπρο ήρθε στο μαγαζί και μου έκανε αγιασμό.
Δουλεύουμε μαζί με την κόρη μου την Αθηνά. Σπούδασε, γύρισε στην Κύπρο, δούλεψε σε διάφορες εταιρείες αλλά αγαπούσε το μαγαζί και ήρθε εδώ.
Πάντα έλεγα να κάνεις κάτι που αγαπάς, αν δεν το αγαπάς μην το κάνεις. Εγώ επειδή αγάπησα πάρα πολύ την δουλειά αυτή, από μικρό παιδί μπήκα στην κουζίνα γι’ αυτό δεν θα πω ποτέ "σήμερα κουράστηκα". Όσο πιο λίγα άτομα ταΐσω τόσο πιο πολύ κουρασμένος νιώθω. Η δουλειά μου δίνει ζωή.
Ξεκινάω να μαγειρεύω 03.30 τα ξημερώματα. Τώρα αν πας μέσα στην κουζίνα είναι όλα έτοιμα. Αφού τελειώσω με το μαγείρεμα μιλάω με τον κόσμο, πολλές φορές όταν δω ξένους να κοιτάνε το εκκλησάκι βγαίνω έξω και τους λέω την ιστορία του. Στο τέλος τους κερνάω και καφέ.
Η πολυκατοικία που βρίσκεται το μαγαζί πουλήθηκε δυστυχώς και αντιμετωπίζουμε προβλήματα. Είχα δώσει κι εγώ προσφορά αλλά δεν την δέχτηκαν, και τώρα θέλουν να μας βγάλουν έξω. Τους είπα ότι μόνο πεθαμένος θα βγω από εδώ και έβαλα δικηγόρο. 50 χρόνια το έχω το μαγαζί. Εδώ είναι το δεύτερο μου σπίτι. Θα δούμε τώρα τι θα γίνει. Μου λένε ότι θα μου αφήσουν το μαγαζί χωρίς τις αποθήκες. Είναι πολύ δύσκολο να δουλέψω χωρίς τις αποθήκες μου. Θέλουν να το κάνουν εστίες.
Η συνέντευξη τελειώνει και σηκώνομαι να φύγω, ο κύριος Αρίστος με φωνάζει να πάω στο τραπέζι του. Θέλει να κάνει τον επίλογο. «Η οικογένεια του Ματθαίου είναι μια οικογένεια προσφοράς, έτσι λένε στον Ασκά», με ενημερώνει. «Η κυρία Γιαννούλα πρόσφερε φαγητό σε όσους περνούσαν οικονομικές δυσκολίες».
Ευχαρίστησα για τις συμπληρωματικές πληροφορίες. Φεύγοντας οι δυο ηλικιωμένοι κύριοι με ρώτησαν αν θα πάω και αύριο, μάλλον έδωσα ένα διαφορετικό χρώμα στο πρωινό τους. Η Αθηνά με φώναξε στην κουζίνα και με κέρασε ένα πακέτο με αφέλια πουργούρι, πατάτες αντιναχτές και χόρτα με αυγά για να φάω το μεσημέρι. «Μια οικογένεια προσφοράς» σκέφτομαι και τους ευχαριστώ που μου άνοιξαν την καρδιά τους αυτό το όμορφο πρωινό στην Παλιά Λευκωσία.
Εστιατόριο Ματθαίος Πλατεία 28ης Οκτωβρίου 6, παλιά Λευκωσία Τηλ. 22755846
Φωτογραφίες Ντέμης Σιρανίδης