Loading...
Τη «ληστεία του αιώνα» μάς μεταφέρει ο Άριελ Γουίνογκραντ, βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα πίσω από το κόλπο που διεξήχθη στην Αργεντινή τον Ιανουάριο του 2006, όταν μια παρέα… «ερασιτεχνών» μαφιόζων αποτολμά μέρα – μεσημέρι να ληστέψει ένα υποκατάστημα της Banco Rio, αδειάζοντας τις θυρίδες και το θησαυροφυλάκιό της.
Πάντοτε, η εκ προοιμίου δήλωση πως μια ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα λειτουργεί σχεδόν «υπνωτιστικά» για την καχύποπτη φύση μας, αίροντας σε πολλές περιπτώσεις τις ενστάσεις αληθοφάνειας που γεννιούνται. Ο Γουίνογκραντ, όμως, εδώ συνεργάζεται σεναριακά με τον ιθύνοντα νου της ληστείας (Φερνάντο Αραούχο), ο οποίος μαζί με τον Άλεξ Ζίτο δοκιμάζονται στην αφηγηματολογία με σχετική επιτυχία και σφραγίζει την αληθοφάνεια του μύθου του, ακόμη και στις περιπτώσεις που η σύμβαση ελαφρώς διαρρηγνύεται, με εύκολες και σχεδόν αφελείς λύσεις.
Σε ένα καλά οργανωμένο αφηγηματικό τρίπτυχο, η ταινία μάς προετοιμάζει στοιχειωδώς για το πλάνο της ληστείας (κυρίως για τη στρατολόγηση των μελών), την εκτέλεση, που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο κομμάτι και, τέλος, την κατάληξη των εμπλεκόμενων πρωταγωνιστών. Εύστοχα, τα στοιχεία που θα δημιουργήσουν τη δραματική ένταση στην ιστορία είτε αποκρύπτονται είτε σπέρνονται σκόπιμα σε ανεπαίσθητες στιγμές και διαλόγους, με αποτέλεσμα η λύση του δράματος να κορυφώνει την αγωνία. Ο σκηνοθέτης διαλέγεται με το genre σχεδόν μηχανικά, ακολουθώντας την πεπατημένη κι επιτυχημένη συνταγή, που θέλει τη ληστεία να ξεκινά πριν εξηγηθούν άπασες οι λεπτομέρειες.
Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης πρότασης έγκειται στο εξωφρενικά αδιανόητο και ανέφικτο πλάνο της ομάδας να οργανώσει μια εικονική ληστεία που θα λειτουργούσε ως αντιπερισπασμός για το πραγματικό έγκλημα. Τα πράγματα αποκτούν έτσι ενδιαφέρον, καθώς ο σκηνοθέτης διαιρεί στα τρία τον κεντρικό πυρήνα της πλοκής (τη σκηνή της ληστείας δηλαδή) και ενορχηστρώνει –όχι πάντοτε με επιτυχία- μια τριπλή παράλληλη δράση: (1) την εικονική ληστεία και ομηρία των πελατών της τράπεζας, (2) τις εξελίξεις στο υπόγειο όπου γίνεται η πραγματική ληστεία και (3) τον συντονισμό της αστυνομίας έξω από την τράπεζα.
Η ανατομική λεπτομέρεια στα διαδικαστικά της ληστείας, ωστόσο, από ένα σημείο κι έπειτα λειτουργεί ως αποκλιμάκωση, καθώς διακόπτει κρίσιμες στιγμές της δράσης για να προσδώσει θεωρητικό υπόβαθρο στον… κοινωνικό τοκετό της ληστείας και την ξέμπαρκη επίσκεψη του Φερνάντο στον ψυχολόγο. Με μια τριπλή έξοδο, μάλιστα, στο τέλος η ταινία χάνει δύο εξαιρετικές ευκαιρίες να ολοκληρώσει λακωνικά την υπόθεση (αφήνοντας τις λοιπές λεπτομέρειες στους τίτλους). Αντίθετα, ο σκηνοθέτης επιλέγει να πλατειάσει με αχρείαστες πληροφορίες κι αναφορές στις προσωπικές ιστορίες των πρωταγωνιστών που του στερούν τον έλεγχο, αποπροσανατολίζουν από την πρόθεση και αφαιρούν από το αποτέλεσμα την εντύπωση ενός κορυφούμενου και θεαματικού φινάλε. Παρά τις αδυναμίες, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα ιστορία που «σωματώνεται» κινηματογραφικά με εντιμότητα και σχετική ευστοχία. Τολμηρή πρόταση, ιδιαίτερα εάν υπολογίσει κανείς πως στα χέρια μιας διαδικτυακής πλατφόρμας η συγκεκριμένη ιστορία θα μετατρεπόταν σε σειρά εκατό επεισοδίων με ακατάσχετη φλυαρία και ακρότητες.